Από τις γιορτές των Χριστουγέννων μέχρι τα Φώτα, καταγράφονται πολλά και διαφορετικά έθιμα και παραδόσεις, ανά την Ελλάδα, με αντοχή στον χρόνο.
Τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό χώρο. Από την πλατεία και τις γειτονιές χωριών και τις εκκλησίες έως το σπίτι.
Σταθερό σημείο αναφοράς είναι η προετοιμασία του γιορτινού τραπεζιού και η συγκέντρωση της οικογένειας.
Οι συνήθειες ωστόσο έχουν αλλάξει. Κάποιες παραδοσιακές συνταγές «τείνουν να λησμονηθούν χάριν των γαστρονομικών προτάσεων από τις τέσσερις γωνιές του πλανήτη», ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η εθνολόγος-λαογράφος, Παναγιώτα Ανδριανοπούλου.
Το παραδοσιακό πιάτο των προγόνων μας κατά τη διάρκεια των γιορτών ήταν το χοιρινό με σέλινο και η κοτόσουπα. Η δε βασιλόπιτα έπαψε να είναι η ευετηριακή πίτα με αναφορά στον κάθε τόπο, λ.χ. αλμυρή και με συμβολικά σημάδια μέσα της, στη Θεσσαλία.
«Επικράτησε το γλύκισμα που συνηθιζόταν κυρίως στη Μ. Ασία, ίσως άλλο ένα προικιό της μικρασιατικής προσφυγιάς στην κυρίως Ελλάδα 100 χρόνια πριν».
Η περίοδος των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Θεοφανείων αποκαλείται στη λαογραφική και εθνολογική ορολογία Δωδεκαήμερο.
Τα περισσότερα έθιμα έχουν τις ρίζες τους στις αγροτοποιμενικές κοινωνίες και σχετίζονταν άμεσα με την καλλιέργεια της γης, την ευφορία και την καλοτυχία.
Σε όλο τον ελλαδικό χώρο, τα κάλαντα τραγουδιόνταν από ομάδες ενηλίκων και παιδιών, με συνοδεία πνευστών ή κρουστών οργάνων.
ΑΝΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ
Οι κάτοικοι των νησιών της Δωδεκανήσου 40 ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα βρίσκονταν σε νηστεία με σκοπό να προετοιμαστούν για τη Γέννηση του Χριστού και να απολαύσουν στη συνέχεια το χριστουγεννιάτικο τραπέζι.
Κύριο φαγητό στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι ήταν και σε γενικές γραμμές παραμένει, παράλληλα με τη γαλοπούλα τα τελευταία χρόνια, το χοιρινό κρέας.
Σε αρκετά χωριά της Ρόδου, το σφάξιμο του χοίρου που μεγάλωναν οι οικογένειες γινόταν σε παρέες και με ειδική ιεροτελεστία.
Από τα χριστουγεννιάτικα φαγητά ήταν επίσης τα παραδοσιακά «γιαπράκια» (ντολμαδάκια) τα οποία δεν έλειπαν από το τραπέζι. Σε ό,τι αφορά τα γλυκά τόσο στη Ρόδο όσο και στα υπόλοιπα νησιά το χαρακτηριστικό είναι οι δίπλες, τις οποίες εξακολουθούν να παρασκευάζουν και σήμερα.
Από τα αξιοσημείωτα των ημερών είναι ότι την ημέρα των Χριστουγέννων οι κάτοικοι της Ρόδου συνηθίζουν να πηγαίνουν οικογενειακά στην εκκλησία και αμέσως μετά να επισκέπτονται τους ηλικιωμένους γονείς και παππούδες για τις σχετικές ευχές.
Σε ορισμένα χωριά της Ρόδου ήταν έθιμο να επισκέπτονται ομαδικά, σαν μεγάλη παρέα, το βράδυ των Χριστουγέννων τα σπίτια όσων γιορτάζουν με τους οικοδεσπότες να είναι «υποχρεωμένοι» να τους κεράσουν όλους. Η περιοδεία της παρέας συνεχίζεται μέχρι πρωίας ενώ αν αντέχουν ξεκινούν και νέο κύκλο επισκέψεων σε αυτούς που γιορτάζουν την επόμενη μέρα (της Παναγιάς).
Στη Νίσυρο, το βράδυ των Χριστουγέννων ο ιερέας τελεί τρισάγιο και κατόπιν προσφέρει στους πιστούς «ευλογημένα» τα οποία μόλις έφταναν στο σπίτι, τα τοποθετούσαν στο γιορτινό τραπέζι και τα έτρωγαν πρώτα.
Στον Αρχάγγελο, στη Σάλακο και σε πολλά άλλα από τα χωριά της Ρόδου, το «Χριστόψωμο» είναι το πρόσφορο που πάνε στον παπά τα Χριστούγεννα. Το γιορτινό τραπέζι των Χριστουγέννων στρώνεται από το βράδυ της παραμονής. Στο κέντρο τοποθετείται το χριστόψωμο και δίπλα το μέλι με πολλούς ξηρούς καρπούς.
Στο νησί της Καλύμνου τα παλαιότερα χρόνια ήταν απόλυτα απαραίτητο όλοι οι κάτοικοι του νησιού να παρευρίσκονται στη λειτουργία των Χριστουγέννων. Υπάλληλος της Δημαρχίας που άναβε τα φαναράκια στους δρόμους, έπρεπε να κτυπήσει όλες τις πόρτες των σπιτιών και να ξυπνήσει όλους τους νησιώτες για να πάνε στην εκκλησία.
Το παραδοσιακό χριστουγεννιάτικο τραπέζι στην Κάλυμνο περιέχει κόκορα ή χοιρινό με πράσο ή την καθιερωμένη πλέον σ’ όλη την Ελλάδα γεμιστή γαλοπούλα. Το πρωί των Χριστουγέννων όταν επιστρέφουν από την εκκλησία πίνουν το ζωμό από τον πετεινό ή τρώνε σούπα που γίνεται με το ζωμό αυτό.
Σύμη: Από τις 15 Νοεμβρίου που ξεκινά το σαρανταήμερο της νηστείας για τα Χριστούγεννα οι Συμιακές άρχιζαν να ετοιμάζουν τα σπίτια τους για τις γιορτές. Καθάριζαν το εσωτερικό των σπιτιών τους, τους φούρνους που είχαν στην αυλή και τη γειτονιά για να είναι καθαρά ώστε να ψήσουν τα κουλούρια και τα γλυκά και για να είναι κάτασπρα και πεντακάθαρα τα σοκάκια και τα σκαλοπάτια.
Την ημέρα που εορτάζει ο Άγιος Σπυρίδωνας (12 Δεκεμβρίου) έφτιαχναν τους κουραμπιέδες με αλισίβα (στάχτη) και αμύγδαλα, πουγκιά γεμιστά με σουσάμι, «πανιεράκια» (με γέμιση από καρύδια, τα οποία μοιάζουν με μικρές ατομικές τάρτες), μπακλαβά, «κοπεγχάγη», «σβίγγους» και πάστες.
Όλα αυτά τα γλυκίσματα προορίζονταν για το καλάθι που ετοίμαζαν για την πεθερά, για το καθιερωμένο «πεσκέσι» (δώρο στην πεθερά ως ένδειξη τιμής και εκτίμησης προς το πρόσωπό της), όπως αναφέρει η λαογράφος Ειρήνη Σεμερτζάκη. Το καλάθι αυτό κάθε αρραβωνιασμένη και παντρεμένη γυναίκα το ετοίμαζε με φροντίδα και το συνόδευε στο σπίτι της πεθεράς της. Εκτός από τα γλυκά, που ήταν όμορφα τακτοποιημένα και διακοσμημένα με ένα κεντητό μαντήλι, σε ένα μεγαλύτερο καλάθι τοποθετούσαν κρέας και άλλα φαγώσιμα.
Κως: Οι γιορτές απ’ τα Χριστούγεννα ίσαμε των Φώτων ονομάζονται «δωδεκάμερα». Την παραμονή των Χριστουγέννων στα χωριά της Κω ζύμωναν σιταρένιο αλεύρι κι έπλαθαν τα «κουλούρια», τις «κουλούρες» (γιορτινά ψωμιά), τα «ξύσματα» (ψωμιά σιταρένια, ζυμωμένα με ξυσμένη μυζήθρα και μυρωδικά) καθώς και τα «αφρένα» ή «εφτάζυμα» (αρωματισμένα ψωμιά, που το προζύμι τους γίνεται με τον αφρό βρασμένων ρεβιθιών και φύλλων δάφνης).
Όλα αυτά τα «Χριστόψωμα», όπως αναφέρει ο συγγραφέας Βασίλης Χατζηβασιλείου, τα άλειφαν με κρόκο αυγού και τα πλούμιζαν με το χτένι. Ανήμερα τα Χριστούγεννα στα χωριά της Κω, νέοι και γέροι, γυρίζουν παρέες κι επισκέπτονται όλα τα σπίτια του χωριού, για να πουν τα κάλαντα και να ευχηθούν «τ’ αποχρόνου». Το κέρασμα στις επισκέψεις αυτές, εκτός απ’ τα γλυκίσματα (κουραμπιέδες και μελομακάρονα) είναι το μαύρο κώτικο κρασί και μεζέδες.
Τη γαλοπούλα ή το «πασκάτικο», δηλ. το γουρουνόπουλο, συνήθιζαν να τα σφάζουν, σύμφωνα με το έθιμο, την παραμονή της μεγάλης γιορτής. Λεγόταν πασκάτικο, γιατί τα Χριστούγεννα οι αγρότες της Κω ήθελαν να τα ονομάζουν Πάσχα (επειδή έτρωγαν το κρέας μετά από σαράντα μέρες νηστείας) ξεχωρίζοντάς τα απ’ τη Λαμπρή, την ημέρα εορτασμού της Ανάστασης του Χριστού.
Οι σαρμουσάδες είναι ένα παραδοσιακό γλυκό της Κεφάλου της Κω, παρόμοιο με τον μπακλαβά. Γίνεται με χειροποίητο φύλλο, και σουσάμι, από όπου και πήρε το όνομά του (μπορούν να χρησιμοποιηθούν επίσης αμύγδαλα και καρύδια), καρυκεύματα (κανέλα, γαρύφαλλα) και το τυλίγουν σε ρολό και αφού το τηγανίσουν το περιχύνουν με σιρόπι από μέλι.
Στην Αστυπάλαια, τα Χριστούγεννα, υπήρχε το έθιμο να κρεμούν το κατωσάγωνο ενός χοίρου στη καπνοδόχο του τζακιού για να γλιτώσουν από τους καλικάντζαρους.
Την παραμονή επίσης των Χριστουγέννων, οι νοικοκυρές της Αστυπάλαιας, ζυμώνουν το «χριστόψωμο» με ένα καρύδι στη μέση για καλή τύχη.
ΙΟΝΙΟ
Από Ιόνιο μεριά, και ειδικά στην Κέρκυρα, επικρατούν βενετσιάνικο χρώμα και γεύσεις, με ήθη και έθιμα να διαιωνίζονται χωρίς να αλλοιώνουν την ταυτότητα του νησιού.
Οι προετοιμασίες των γιορτών έχουν ξεκινήσει από τις αρχές του Δεκέμβρη, με τη γιορτή του Αγίου Σπυρίδωνα να ανοίγει κάθε χρόνο την αυλαία των Χριστουγέννων.
Ο χριστουγεννιάτικος διάκοσμος είναι πλημμυρισμένος από κόκκινο χρώμα, χρυσωμένα καρύδια και φρούτα και σμιλευμένα θαλασσόξυλα με χρυσές και ασημένιες κορδέλες που κρέμονται στους τοίχους.
Σε κάθε σπίτι της Κέρκυρας, τα Χριστούγεννα επιτάσσουν να βρίσκεται στο γιορτινό τραπέζι το νούμπουλο, οι συκομαϊδες και τα τζαλέτια.
Το νούμπουλο, είναι ένα από τα «δώρα» που άφησε η Ενετική κυριαρχία στο νησί από τα μέσα του 14ου ως τα τέλη του 18ου αιώνα. Έτσι ξεκίνησε η παραγωγή «σαλάδων» δηλαδή αλλαντικών στο νησί.
Το νούμπουλο φομικάδος ήταν και παραμένει το πιο δημοφιλές αλλαντικό στην Κέρκυρα, ευρέως γνωστό και ως κερκυραϊκό προσούτο. Στην αρχή το νούμπουλο γινόταν μόνο από τους κρεοπώλες της εποχής που επεξεργάζονταν το κρέας από τα χοιροσφάγια.
Μετά έγινε η παραδοσιακή συνταγή κάθε σπιτιού. Πρόκειται ένα κομμάτι χοιρινό κρέας, που αρχικά παστώνεται με χονδρό αλάτι, μαρινάρεται με κερκυραϊκό κόκκινο κρασί, με μπαχαρικά και βότανα της κερκυραϊκής γης. Στη συνέχεια αφού περάσει σε φυσικό έντερο χοιρινό και πασπαλιστεί με ρίγανη και πιπέρι, καπνίζεται με αρωματικά κλαριά από φασκόμηλο, φλισκούνι, σχίνο, ρίγανη και δάφνη και ωριμάζει για πολλές μέρες στον αέρα.
Το νούμπουλο σερβίρεται την παραμονή των Χριστουγέννων, κομμένο σε πολύ λεπτές φέτες, συνοδεύοντας το «μποτσόνι» μία γεμάτη πήλινη κανάτα με κόκκινο κρασί νέας σοδειάς, τα τυριά και τις δροσερές σαλάτες της εποχής.
Το χριστουγεννιάτικο τραπέζι θα συμπληρώσει η γαλοπούλα, ή γάλλος όπως τη λένε οι ντόπιοι. Είθισται να είναι παραγεμισμένη με κάστανα και κουκουνάρι. Τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων την τιμητική του έχει το «μπουτίνο» ένα ψηλό κορφιάτικο παστίτσιο σκεπασμένο με γλυκιά κρούστα.
Έθιμο των Κερκυραίων είναι στο γιορτινό τραπέζι να σερβίρεται πάντα κρασί της νέας σοδειάς συνοδευόμενο με «συκομαΐδα».
Η «συκομαΐδα» ή διαφορετικά συκόπιτα, γίνεται από ξερά σύκα, ζυμωμένα με μούστο ή ούζο, πιπέρι, σπόρους μάραθου και ξύσμα λεμονιού.
Πήρε το όνομά της από τα σύκα που είναι το βασικό της υλικό και τη μαγίς ή τη μαγιά, δηλαδή τη ζύμη. Πρόκειται για ένα πολύ ιδιαίτερο παραδοσιακό γλυκό, αλλά παράλληλα και πικάντικο έδεσμα. Η προετοιμασία της συκομαϊδας, πριν σερβιριστεί γίνεται τουλάχιστον μία εβδομάδα νωρίτερα.
Για την παρασκευή της χρησιμοποιούνται, σύκα αποξηραμένα πολύ ψιλοκομμένα, μούστος σπιτικός, λικέρ μαστίχας, ούζο, γλυκάνισος κοπανισμένος, πιπέρι φρεσκοτριμμένο, κανέλα, γαρίφαλο και καρύδια. Όταν το μείγμα ετοιμαστεί και δέσει όλη τη νύχτα, τότε πλάθεται σε στρόγγυλη μορφή, τυλίγεται με φύλλα συκιάς και δένεται με σπάγκο. Οι συκομαΐδες, αφού ψηθούν για να στεγνώσουν καλά τα φύλλα εξωτερικά, φυλάσσονται σε δροσερό μέρος και διατηρούνται ακόμη και για ένα χρόνο, μέχρι να έρθουν τα επόμενα Χριστούγεννα.
Στην Κέρκυρα τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα ακούγονται και την παραμονή, αλλά και ανήμερα της μεγάλη γιορτής. Πρωταγωνιστές είναι οι φιλαρμονικές του νησιού που παίζουν σε κάθε καντούνι το ρυθμό των καλάντων ζωντανεύοντας κάθε γωνιά της παλιάς πόλης. Φέτος θα ακολουθήσουν, το ίδιο πρόγραμμα διαδικτυακά ή τηλεοπτικά, με τις πρόβες να βρίσκονται ήδη σε διαδικτυακό οργασμό.
Οι στίχοι των καλάντων είναι ιδιαίτεροι, καθώς βασίζονται στην επτανησιακή διάλεκτο. Εξιστορούν τη γέννηση του Χριστού και την οργή του Ηρώδη.
Ζάκυνθος: Με ιδιαίτερο τρόπο γιορτάζονται τα Χριστούγεννα στη Ζάκυνθο. Κουλούρα, μπροκολίνα και πολλά «σμπάρα», αποτελούν τα κοινά χαρακτηριστικά κάθε ζακυνθινής οικογένειας, που τηρεί την παράδοση της παραμονής των Χριστουγέννων.
Η ζακυνθινή κουλούρα είναι μοναδικό έθιμο στο νησί και αποτελεί μια πραγματική ιεροτελεστία για κάθε σπίτι. Συμβολίζει την ενότητα της οικογένειας και την πίστη στη γέννηση του θεανθρώπου.
Οι νοικοκυρές ζυμώνουν με τον παραδοσιακό τρόπο την κουλούρα, μέσα σε ξύλινες σκάφες και με τη χρήση αλευριού πολύ καλής ποιότητας, ψιλοκοσκινισμένου, με πολλά αρωματικά βότανα και με αρκετή δόση από καρύδια, σταφίδα, κρασί και λάδι.
Αφού το στολίσουν με πολλά περίτεχνα σχέδια από το ίδιο ζυμάρι και αφού το εμπλουτίσουν με κάποιο χρυσό ή ασημένιο νόμισμα, που το αποκαλούν «ηύρεμα», το ψήνουν σε φούρνο με ξύλα και το διατηρούν ζεστό μέχρι τη βραδινή οικογενειακή ιεροτελεστία.
Παραμονή Χριστουγέννων, το απόγευμα, η οικογένεια μαζεύεται στο εορταστικό τραπέζι το οποίο φιλοξενεί στο κέντρο του, τη μεγάλη χριστουγεννιάτικη κουλούρα, μια νταμιτζάνα κόκκινο κρασί και τα πιάτα για το βραδινό έδεσμα. Το έδεσμα δεν είναι άλλο από μια μπροκολόσουπα που φτιάχνεται μέσα σε λίγα λεπτά από τις νοικοκυρές και σερβίρεται με λεμόνι, ντόπιες ελιές και κρεμμύδι.
Δίπλα από την αναμμένη εστία του σπιτιού βρίσκεται ένα ποτήρι που περιέχει λάδι με κρασί και ένα θυμιατό κάτω από την εικόνα της Παναγίας με το θείο βρέφος. Ο μεγαλύτερος άνδρας της οικογένειας παίρνει τον δίσκο με την κουλούρα στα χέρια του. Πάνω στον δίσκο ακουμπάνε τα χέρια τους όλα τα μέλη της οικογένειας. Ο δίσκος με την κουλούρα μεταφέρεται πάνω από τη φωτιά στο αναμμένο τζάκι. Εκεί ο αρχηγός της οικογένειας τη σταυρώνει τρεις φορές και χύνει πάνω της λαδόκρασο, ψάλλοντας το γνωστό απολυτίκιο «Η Γέννησις σου Χριστέ…».
Η νοικοκυρά θυμιατίζει όλο το σπίτι και ένας από τους νεότερους της οικογένειας παίρνει το τουφέκι του σπιτιού και πυροβολεί από το παράθυρο στον αέρα. Τα σμπάρα συμβολίζουν την χαρμόσυνη είδηση ότι στο σπίτι αυτό γεννήθηκε ήδη ο Χριστός. Η ιεροτελεστία κρατά λίγα μόλις λεπτά και μετά αρχίζουν οι ευχές. Η κουλούρα επιστρέφει στο τραπέζι κι εκεί ο αρχηγός τής οικογένειας αρχίζει να κόβει τα κομμάτια. Το πρώτο ανήκει στον Χριστό, το δεύτερο στον φτωχό, το τρίτο στο σπίτι και μετά στα μέλη της οικογένειας στα οποία διανέμεται κατά σειρά ηλικίας.
Τα Χριστούγεννα στο νησί της Κεφαλονιάς, οι κάτοικοι στόλιζαν τα σπίτια τους με κλαδιά μυρτιάς και κουμαριάς. Την παραμονή των Χριστουγέννων οι γυναίκες έφτιαχναν χριστόψωμα και μπομπότες με πέντε απολήξεις που συμβόλιζαν το χέρι του Χριστού
Στις μέρες μας συνηθίζεται να λέγονται τα κάλαντα από τα μικρά παιδιά το πρωί της παραμονής των Χριστουγέννων και μόνο κάποιες χορωδίες μεγαλύτερων τηρούν το έθιμο της ημέρας και λένε τα κάλαντα το απόγευμα. Στο προσεισμικό Αργοστόλι έβγαιναν πρώτα νωρίς το απόγευμα, τα παιδιά με τα τρίγωνά τους αλλά και μεγάλοι με κιθάρες, βιολί και μαντολίνο. Οι μεγαλύτεροι περιφέρονταν ολόκληρο το βράδυ από σπίτι σε σπίτι και το ξημέρωμα τούς έβρισκε συγκεντρωμένους έξω από το σπίτι του Δεσπότη.
ΚΡΗΤΗ
Ένα από τα παλαιότερα έθιμα που κρατάει μέχρι και σήμερα σε χωριά του νησιού, είναι το να μεγαλώνει η οικογένεια ένα γουρούνι, «χοίρο», όλο τον χρόνο.
Ο χοίρος σφάζεται την παραμονή των Χριστουγέννων και είναι το κύριο χριστουγεννιάτικο πιάτο. Από τον χοίρο παρασκευάζονται λουκάνικα, καπνιστό κρέας και τα σύγκλινα που είναι κομμάτια με κρέας που μπαίνει σε δοχεία και καλύπτεται από λιωμένο λίπος του ζώου.
Η πηχτή, που είναι όλο το κρέας από το κεφάλι του γουρουνιού το οποίο βράζει και ο ζωμός που προκύπτει όταν παγώσει γίνεται ένα πηχτό ζελέ που μέσα του βρίσκονται τα κομμάτια του κρέατος, οι ομαθιές, που είναι τα έντερα του χοίρου γεμισμένα με ρύζι, σταφίδες και κομματάκια από το συκώτι και οι τσιγαρίδες, οι οποίες είναι κομμάτια μαγειρεμένου λίπους με μπαχαρικά που συνδυάζεται με ζυμωτό ψωμί, είναι μερικές ακόμα παραδοσιακές γεύσεις για το γιορτινό τραπέζι.
Το Χριστόψωμο κυριαρχεί και σε κάθε σπίτι ετοιμάζεται το ξιομπλιαστό (στολισμένο) ψωμί. Το παραδοσιακό Κρητικό γλυκό ψωμί το στολίζουμε με στολίδια από ζυμάρι που είναι αλέτρια, ζώα, πουλιά, στολίδια με στοιχεία της φύσης και άλλοτε απλά, με έναν σταυρό και ένα καρύδι. Η παράδοση θέλει κατά το ζύμωμα, οι νοικοκυρές να τραγουδάνε «Ο Χριστός γεννιέται, το φως ανεβαίνει, το προζύμι για να γένει».
Ένα έθιμο που χάνεται χρόνο με τον χρόνο είναι αυτό των «αέρηδων». Από την παραμονή των Χριστουγέννων οι γεωργοί, οι κτηνοτρόφοι και οι ψαράδες έλεγαν «πώς παλεύουν οι καιροί, και οι αέρηδες ποιος θα γεννηθεί και ποιος θα βαπτισθεί». Όποιος γεννηθεί, ο αέρας δηλαδή που θα υπερισχύσει την ημέρα των Χριστουγέννων, αυτός θα είναι που θα κρατήσει μέχρι των Φώτων και για το μεγαλύτερο μέρος του νέου χρόνου.
ΕΒΡΟΣ
«Η περίοδος του Δωδεκαημέρου, που αρχίζει από την παραμονή των Χριστουγέννων και τελειώνει την παραμονή των Θεοφανείων, ήταν πάρα πολύ σημαντική από άποψη εθιμικής και λαογραφικής παρουσίας των κατοίκων των χωριών της Θράκης, κυρίως στο βόρειο τμήμα του Έβρου», ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο εκπαιδευτικός, λαογράφος, συγγραφέας και χοροδιδάσκαλος, Δημήτρης Βραχιόλογλου.
Περιγράφοντας τα έθιμα του «Αράπη» και του «Πουρπούρη», εξηγεί πως όλα συνδέονται με την έκκληση των γεωργών για γονιμότητα. Άνδρες μεταμφιεσμένοι με προβιές, ή κάπα τσομπάνη, με μάσκα από νεροκολοκύθα το πρόσωπο και κουδούνια στη μέση, πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων, συνοδεία νέων του χωριού και εύχονταν για την καλή σοδειά της άνοιξης.
Στο πέρασμα των χρόνων, οι Εβρίτες εξακολουθούν να διαφυλάττουν όλα εκείνα που θεωρούν σημαντικά, τις παραδόσεις που κληροδοτούνται από γενιά σε γενιά, τα αρώματα, τις εικόνες και τους ήχους που αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητάς τους.
«Χριστούγιαννα, Χριστούγιαννα, τώρα Χριστός γεννιέτι, γιεννιέτι κι ανατρέφετι στο μέλι και στο γάλα?». Καλώς ορίσατε στα Εβρίτικα Χριστούγεννα.
«Σούρβαλα-Σούρβαλα» και «αλμυρή βασιλόπιτα» την Πρωτοχρονιά στον Έβρο: «Σούρβαλα-Σούρβαλα» (κάλαντα της Πρωτοχρονιάς) διαλαλούσαν οι μικροί καλαντιστές την προηγούμενη της έλευσης του νέου χρόνου, στις γειτονιές των χωριών του Έβρου, τραγουδώντας «Άγιους Βασίλης έριτι απού την Καισαρεία, απού την Καισαρεία, βαστάει πένα κι χαρτί, χαρτί κι καλαμάρι?». Το βράδυ της τελευταίας μέρας του χρόνου ομάδες νέων καλαντιστών, ανύπανδρων ή αρραβωνιασμένων, επισκέπτονταν όλα τα σπίτια του χωριού και εύχονταν υγεία και ευημερία στους νοικοκύρηδες που τους αντάμειβαν δεόντως.
Ιδιαίτερη θέση μεταξύ των πρωτοχρονιάτικων εθίμων έχει και το φαγητό το οποίο, στον Έβρο συνδέεται με τον προγραμματισμό της νέας χρονιάς. Χαρακτηριστική είναι η τυρόπιτα, η εβρίτικη «αλμυρή βασιλόπιτα», που μεταξύ των φύλλων της έκρυβε, εκτός από το γνωστό σε όλους νόμισμα, διάφορα ξυλαράκια το καθένα με τον δικό του συμβολισμό (η κρανιά για την υγεία, το σουσάμι για την πληθώρα των αγαθών και της παραγωγής κ.α.) ενώ μέσω των συμβόλων γίνονταν και οι αναθέσεις των εργασιών του νέου έτους, π.χ. αυτός που τύχαινε το άχυρο θα φρόντιζε το στάβλο κ.ο.κ.
Την Πρωτοχρονιά ετοιμάζεται και το ζυμωτό ψωμί «κεντημένο» περίτεχνα με σχέδια της αγροτικής παραγωγής, το οποίο ο νοικοκύρης κρατά στον αέρα καλώντας τους συνδαιτυμόνες του να κόψουν ένα κομμάτι με το χέρι, σύμβολο υγείας και τύχης. Παραδοσιακά φαγητά της Πρωτοχρονιάς το χοιρινό με λάχανο τουρσί και το «Σουούσι», που είναι χοιρινό κρέας ψημένο επί αρκετές ώρες σε ειδικά πήλινα σκεύη, σε μορφή μικρής στάμνας, με καπάκι που σφραγίζεται με ζυμάρι. Το συγκεκριμένο φαγητό εφ’ όσον δεν αποσφραγιστεί διατηρείται έως και του Αγίου Αθανασίου.
Η γιορτή των Θεοφανίων στον Έβρο: «Σήμερα τα Φώτα κι Φωτισμός, κι χαρές μεγάλες κι αγιασμός…». Εξέχουσα θέση, στο εβρίτικο εορτολόγιο κατέχει ο εορτασμός των Φώτων, την πρώτη μέρα μετά τη λήξη του Δωδεκαήμερου και ενώ έχουν αποχωρήσει από την επιφάνεια της γης τα «καρκαντζέλια» (καλικάντζαροι), τα γνωστά σκανταλιάρικα δαιμόνια της λαϊκής μας παράδοσης. Την παραμονή των Θεοφανίων, στον Έβρο, ο ιερέας του χωριού επισκέπτεται και «φωτίζει» τα σπίτια, ενώ ανήμερα της γιορτής και μετά τη ρίψη του Σταυρού στο νερό (σε κολυμπήθρα ή σε ποτάμι (εφ’ όσον υπάρχει πλησίον του χωριού), τα σπίτια κατακλύζει το άρωμα του θυμιάματος και οι νοικοκυρές κρατούν και αγιασμό που πήραν από την εκκλησία ως φυλαχτό. Το παραδοσιακό φαγητό της ημέρας , στα περισσότερα χωριά του Έβρου είναι η «Μπάμπω» (γριά), δηλαδή το παχύ έντερο του χοίρου γεμισμένο με ψιλοκομμένο κρέας, πράσο, ρύζι και μυρωδικά.
«Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό, κάθεται η κυρά μας η Παναγιά. Σπάργανα βαστάει, κεριά κρατά και τον Άγιο Γιάννη παρακαλά. Άγιε Γιάννη αφέντη μου βαπτιστή, έλα να βαπτίσεις Θεού παιδί. Να βαπτιστούν οι κάμποι και τα νερά για ν’ αγιάσ’ αφέντης με την κυρά…», λένε τα κάλαντα της παραμονής των Φώτων, ενώ σε αρκετά χωριά ανήμερα των Θεοφανίων και μετά το πέρας της λειτουργίας, όλες οι κινητές εικόνες της εκκλησίας περιφέρονται από τους άνδρες του χωριού γύρω απ’ αυτό ώστε να είναι προστατευμένο, καθ’ όλο το χρόνο, από τα κακά πνεύματα.
ΡΟΥΜΕΛΗ
Με έθιμα και παραδόσεις που έχουν τις ρίζες τους βαθιά πίσω στο χρόνο υποδέχονται τη Γέννηση του Χριστού στη Ρούμελη. Πόλεις και χωριά «στολίζονται», φωτίζονται και οι προετοιμασίες για την άφιξη της πιο χαρούμενης γιορτής της Χριστιανοσύνης «ντύνονται» με μελωδίες και παίρνουν άρωμα από τις κουζίνες των νοικοκυριών.
«Τσιγαρίθρες», λουκάνικα, «μπουμπάρια», «χριστόψωμα», «βασιλόψωμα», «βασιλοκουλούρες», μπακλαβάδες και πολλά κάλαντα. Τα έθιμα ξεκινούν από την παραμονή των Χριστουγέννων και ολοκληρώνονται μετά την Πρωτοχρονιά. Ξεκινούν με την «χοιροσφαγή» και φτάνουν μέχρι το «πάντρεμα της φωτιάς».
Οι ευχές για μια καλύτερη χρονιά, καλύτερη σοδειά και καλύτερη προκοπή είναι αυτές που κυριαρχούν σε κάθε έκφραση της παράδοσης.
Εκτός από τα κάλαντα που ακούγονται σε κάθε γωνιά της Ρούμελης διατηρούνται ακόμη ορισμένα από τα έθιμα που παραδοσιακά μεταφέρονται από γενιά σε γενιά και δίνουν ένα διαφορετικό χρώμα στις Άγιες τούτες μέρες.
Χοιροσφαγή: Στα ορεινά χωριά της δυτικής Φθιώτιδας είναι απίθανο να μη συναντήσουμε τουλάχιστον ένα χοίρο σε κάθε σπίτι. Ήταν πάντα θέμα αρχοντιάς, κοινωνικής και οικονομικής επιφάνειας. Η προετοιμασία για τη σφαγή τους ξεκινά πολύ νωρίς αφού οι νοικοκυρές είναι υποχρεωμένες να βρουν πλέον γανωματή για να γανώσουν (να κασσιτερώσουν) τα οικιακά σκεύη που είναι αναγκαία για την χοιροσφαγή. Τώρα όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά.
Οι παρέες έγιναν μικρότερες και τα πράγματα έχουν περισσότερο απλοποιηθεί. Η χοιροσφαγή όμως παραμένει ολόκληρη τελετουργία αφού είναι απαραίτητο να υπάρχει φωτιά, κάρβουνο και λιβάνι και την ώρα της σφαγής η νοικοκυρά θα πρέπει να τα ρίξει πάνω στη σφαγή ενώ στο στόμα του χοίρου βάζουν ένα λεμόνι για να μένει ανοιχτό και να αερίζεται.
Στη συνέχεια τοποθετούν το χοιρινό ανάμεσα σε δύο ξύλα μεγάλα και αρχίζουν το «ξεπάστωμα». Όταν τελειώσουν όλους του χοίρους της γειτονιάς αρχίζει το γλέντι ενώ την ίδια ώρα οι νοικοκυρές ξεκινούν να φτιάξουν λουκάνικα, «τσιγαρίθρες» και «μπουμπάρια».
Τσιγαρίθρες: Είναι μια παλιά ιεροτελεστία για να διαχωρίσουν το λίπος του χοιρινού από το κρέας.
Κόβονται κομμάτια λίπους από τα πιο «παστωμένα» τμήματα του χοιρινού κυρίων στην κοιλιακή χώρα τα οποία έχουν και λίγο κρέας. Το τοποθετούν στο καζάνι με πολύ φωτιά και αρχίζει να βράζει και έτσι βγάζουν το λίπος το οποίο παλιά το αποθήκευαν για την υπόλοιπη χρονιά. Συγχρόνως τα μικρά κομμάτια λίπους και κρέατος μειώνονται συνεχώς και στο τέλος ότι απομείνει το σβήνουν με καλό κρασί και αυτό για πολλές μέρες είναι ένας καλός και πρόχειρος μεζές που συνοδεύει τα τραπέζια.
Μπουμπάρια: Είτε με ρύζι είτε με μπλουγούρι (πλιγούρι) τα μπουμπάρια είναι είδος που δεν λείπει από το παραδοσιακό χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Το παχύ έντερο του χοιρινού, τα εντόσθια δηλ πνευμόνι, καρδιά και τα λίπη τους και μαζί λίγος κιμάς χοιρινός χοντροκομμένος, πράσο και ρύζι είναι τα βασικά υλικά. Με όλα αυτά τα υλικά γεμίζουν το χοιρινό έντερο και στη συνέχεια τα ψήνουν. Από περιοχή σε περιοχή προσθέτουν και αφαιρούν υλικά καθώς το έθιμο κρατά από την τουρκοκρατία.
«Πασπαλάς»: Κρέας από την κοιλιά του χοιρινού. Πρέπει να έχει αρκετό πάχος το κρέας πάνω. Παίρνουν το κρέας και το κόβουν σε κομμάτια όχι πολύ μεγάλα άλλα ούτε πολύ μικρά, το βάζουν σε μία λεκάνη και ρίχνουν αλάτι χοντρό, το αφήνουν για 4-5 μέρες και το τουμπάρουν κάθε τόσο να πάρει καλά το αλάτι και να σφίξει το κρέας για να μη μας χαλάσει. Μετά τις πέντε μέρες το ξεπλένουν να φύγει το πολύ αλάτι και το βάζουν σε μία κατσαρόλα και το βράζουν.
Όταν κρυώσει το κρέας το βάζουν σε ένα τάπερ και ρίχνουν από το ζουμί που έβρασε για να πήξει. Στο παρελθόν το έβραζαν σε καζάνι γιατί έφτιαχναν μεγάλες ποσότητες και δεν υπήρχαν τα ψυγεία για να το διατηρήσουν, το έβαζαν σε τενεκέδες του τυριού και το διατηρούσαν για 2-3 μήνες, μέχρι τη λαμπρή είχαν πασπαλά. Ένας πολύ ωραίος μεζές που μπορεί να φαγωθεί με ψητό ψωμί, μπορεί να τηγανιστεί σε μικρά κομμάτια, να γίνει ομελέτα, με πατάτες, με τυρί τηγανιτό….. όπως τραβάει η όρεξη μας…..
Πηχτή: Είναι ενός μεζές που μπορεί να κρατήσει καιρό και να συντροφεύει το κρασί και το τσίπουρο τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Είναι παστό χοιρινό κρέας από το κεφάλι συνήθως του ζώου, με αλάτι και πράσο!
Το τσίκνισμα: Τα ξημερώματα των Χριστουγέννων σε ορισμένες περιοχές της Φθιώτιδας και κυρίως στις περιοχές της Λοκρίδας το «τσικνίζουν». Μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας τα ξημερώματα των Χριστουγέννων ανάβουν τις φωτιές και πριν ακόμα βγει ο ήλιος έχουν ήδη στήσει το χριστουγεννιάτικο τραπέζι με χοιρινά και μεζέδες.
Το αρραβώνιασμα της φωτιάς: Η νοικοκυρά βάζει ένα μεγάλο ξύλο στο τζάκι και σύμφωνα με την παράδοση εκείνη την ώρα ό,τι ζητήσεις – θα πρέπει να αφορά τα παιδιά και όχι τους παντρεμένους – μπορεί να γίνει. Αντίθετα το πάντρεμα της φωτιάς γίνεται τα ξημερώματα της Πρωτοχρονιάς.
Στο τζάκι μπαίνουν δύο μεγάλα ξύλα που φροντίζει ο νοικοκύρης να είναι ισομερή για να καίγονται το ίδιο. Σύμφωνα με την παράδοση εκείνη την ώρα που δεν αλλάζει μόνο ημέρα, αλλά αλλάζει και χρόνος όποια ευχή ή όποια κατάρα και αν κάνει ο άνθρωπος αυτή θα πιάσει τόπο λέει ο λαός. Τα συγκεκριμένα έθιμα τα συναντάμε σε πάρα πολλά σημεία της Ρούμελης ιδιαίτερα όμως στη δυτική Φθιώτιδα και στην ορεινή Δωρίδα.
Το «τάισμα» της βρύσης: Οι κοπέλες του χωριού, λίγες ώρες πριν ξημερώσει Χριστούγεννα, πηγαίνουν στις βρύσες του χωριού και τις αλείφουν με βούτυρο και μέλι, με την ευχή όπως τρέχει το νερό να τρέχει και η προκοπή στο σπίτι τον καινούργιο χρόνο και όπως γλυκό είναι το μέλι, έτσι γλυκιά να είναι και η ζωή τους. Μ’ αυτή την κίνηση παίρνουν από τη βρύση το «αμίλητο» νερό.
Για να έχουν καλή σοδειά έφερναν στη βρύση βούτυρο, τυρί, ή ψημένο σιτάρι ή κλαδί ελιάς, ή όσπρια και φρόντιζαν να φτάσουν εκεί όσο το δυνατόν νωρίτερα, γιατί, όπως έλεγαν, όποια θα πήγαινε πρώτη στη βρύση, αυτή θα στεκόταν και η πιο τυχερή ολόκληρο το χρόνο.
Επιστρέφοντας στο σπίτι, οι γυναίκες, έφερναν το καινούργιο νερό, αφού πρώτα είχαν αδειάσει από τα βαρέλια τους το παλιό. Η διαδικασία αυτή της μετάβασης και της επιστροφής στη βρύση, γίνεται σιωπηλά- για αυτό και ονομάστηκε «αμίλητο νερό». Με το «αμίλητο» νερό οι γυναίκες ραντίζουν τα σπίτια τους, για ευρωστία και καλή τύχη.
Η προετοιμασία για τα Χριστούγεννα στην Ήπειρο, άρχιζε στο τέλος Νοέμβριου, από τη γιορτή του Αγίου Ανδρέα. Τότε, οι Ηπειρώτισσες έβραζαν τα παραδοσιακά μπόλια, με καλαμπόκι και άλλα όσπρια.
Τα σπάργανα του Χριστού: Τηγανίτες ψημένες πάνω σε πυρωμένη πέτρα και μέσα στο τζάκι, που στην συνέχεια τις μελώνουν σε ζαχαρόνερο, με καρύδια και κανέλα, είναι το γλύκισμα που τρώγεται το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων. Είναι τα «σπάργανα το Χριστού», που οι νοικοκυρές σε κάθε ηπειρώτικο σπίτι ετοιμάζουν για το τραπέζι της παραμονής. Το έθιμο συμβολίζει τα σπάργανα του Ιησού στην φάτνη και έρχεται από το βάθος του χρόνου. Είναι ίσως, το πλέον παραδοσιακό στην Ήπειρο, μάλιστα, έχει επηρεάσει άμεσα και τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα που λένε τα παιδιά την παραμονή της Γέννησης του Χριστού.
«Ελάτε εδώ γειτόνισσες,
και εσείς γειτονοπούλες,
τα σπάργανα να φτιάξουμε,
και το Χριστό ν’ αλλάξουμε…».
Τα παραδοσιακά έθιμα τα συναντάμε και στην γαστρονομία του τόπου.
Βασικό πιάτο για το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι, ήταν τα γιαπράκια, κοινώς λαχανοντολμάδες και συμβόλιζε το φάσκιωμα, του νεογέννητου Χριστού. Η ονομασία «γιαπράκια» προέρχεται από την τούρκικη λέξη Yaprak που σημαίνει «φύλλο».
Καθώς η περιοχή είναι φημισμένη για τις πίτες, δεν θα μπορούσαν να λείψουν από το γιορτινό τραπέζι. Ειδικότερα την Πρωτοχρονιά, το φλουρί ακόμη και σήμερα, σε πολλά χωριά μπαίνει στην κρεατόπιτα, που γίνεται με χειροποίητο φύλλο.
Το αναμμένο πουρνάρι: Τους βοσκούς που πήγαν να προσκυνήσουν το θείο βρέφος και είχαν ανάψει ένα ξερό κλαδί για να βλέπουν μέσα στην νύχτα, συμβολίζει «το αναμμένο πουρνάρι». Πρόκειται για ένα πολύ παλιό έθιμο στην Ήπειρο ,που συναντάται με μικρές παραλλαγές στις διάφορες περιοχές της.
Το έθιμο τηρείται κυρίως, στα χωριά της Άρτας. Ανήμερα Χριστούγεννα, όποιος επισκεφτεί φιλικό η συγγενικό σπίτι, για να ευχηθεί χρόνια πολλά, καθώς και οι παντρεμένοι, που θα πάνε στο πατρικό τους , κρατούν ένα κλαρί από πουρνάρι που το ανάβουν στον δρόμο. Τα φύλλα του καθώς καίγονται τρίζουν και η ευχή στον κάθε οικοδεσπότη είναι να μεγαλώνει η φαμίλια και να προκόβουν τα κοπάδια.
Στα Γιάννενα, δεν κρατούν το πουρνάρι αναμμένο στο χέρι τους, αλλά στη χούφτα τους, έχουν δαφνόφυλλα και πουρναρόφυλλα. Όταν μπουν στο σπίτι, τα πετούν μέσα στο τζάκι και καθώς τα φύλλα καίγονται, πετάνε σπίθες. Τότε δίνεται η καλύτερη ευχή στον νοικοκύρη: «Αρνιά, κατσίκια, νύφες και γαμπρούς!». Δηλαδή, να προκόβουν τα κοπάδια του, να πληθαίνει η φαμελιά του, να μεγαλώνουν τα κορίτσια και τα παλικάρια του, να του φέρνουν στο σπίτι νύφες και γαμπρούς, να του δώσουν εγγόνια που δε θ’ αφήσουν τ’ όνομα το πατρικό να σβήσει.
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Παραδοσιακά κάλαντα, άναμμα μεγάλων φωτιών, μεταμφιέσεις και προετοιμασίες με τη γεύση του μελιού και της κανέλας κυριαρχούν και φέτος τα Χριστούγεννα σε πολλές περιοχές της Μακεδονίας. Πρόκειται για έθιμα που επέζησαν στο χρόνο, ξυπνούν παιδικές μνήμες και μεταφέρονται στις νέες γενιές ως αναπόσπαστο κομμάτι της μεγάλης γιορτής της Χριστιανοσύνης.
Μηνύματα για καλή τύχη, καλή χρονιά και καλή σοδειά μεταφέρουν το Χριστόψωμο και το Χριστόξυλο, που δανείζονται το όνομά τους από τον ίδιο το Χριστό. Η παράδοση λέει ότι ο νοικοκύρης ψάχνει στα χωράφια και τους αγρούς για να εντοπίσει το καλύτερο, το ομορφότερο και το μεγαλύτερο ξύλο από πεύκο ή ελιά που θα πάρει την θέση που του αξίζει στην εστία του σπιτιού και θα καίει από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα. Ο συμβολισμός είναι προφανής και σύμφωνα με αυτόν, το Χριστόξυλο θα κρατήσει ζεστό το σπιτικό για την έλευση του Θείου Βρέφους, αποτελώντας, παράλληλα, σημείο συνάντησης για όλη την οικογένεια που θα το υποδεχτεί.
Ξεχωριστή θέση στα έθιμα των Χριστουγέννων κατέχει και το Χριστόψωμο που σε πολλές περιοχές της Μακεδονίας φέρει και την ονομασία «το μέλωμα του Χριστού». Το ψωμί παρασκευάζεται την παραμονή με ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι, ροδόνερο, μέλι, σουσάμι, κανέλα και γαρύφαλλα, ώστε να βρει τροφή ο νεογέννητος Χριστός.
Το συγκεκριμένο έθιμο έχει την τιμητική του στην περιοχή της Αρναίας Χαλκιδικής όπου οι κάτοικοι παρασκευάζουν ένα τεράστιο Χριστόψωμο βάρους πολλών δεκάδων κιλών με μέλι, καρύδια και κρασί, ενώ μοιράζεται σε κατοίκους και επισκέπτες συνοδεία μουσικής και τοπικών χορωδιών.
Ιδιαίτερα προσφιλές έθιμο σε περιοχές της Πέλλας και της Ημαθίας είναι το «Κόλιντα Μπάμπω», ονομασία που σημαίνει «σφάζουν γιαγιά». Σύμφωνα με το έθιμο, οι κάτοικοι μιας περιοχής ανάβουν φωτιές και φωνάζουν «Κόλιντα Μπάμπω» για να μάθουν οι άνθρωποι για τη σφαγή του Ηρώδη και να προστατευτούν. Πρόκειται όμως, ουσιαστικά, για κάλαντα που ψάλλονται άλλοτε από παιδιά, άλλοτε από νέους, άλλοτε από ηλικιωμένους.
Κάτι ανάλογο είναι και οι κλαδαριές, φωτιές που ανάβουν την παραμονή των Χριστουγέννων, μεταξύ άλλων, στη Νέα Μεσήμβρια, τη Φλώρινα, τη Σιάτιστα, την Κοζάνη και συμβολίζουν τη φωτιά που άναψαν οι ποιμένες της Βηθλεέμ για να ζεσταθεί ο νεογέννητος Χριστός.
Επιπλέον χαρακτηριστικό των Χριστουγεννιάτικων εθίμων στη Μακεδονία είναι και οι μεταμφιέσεις, προσαρμοζόμενες στη χριστιανική πίστη και αλλάζοντας ονομασίες ανά περιοχή: ραγκούτσια στη Χαλάστρα της Θεσσαλονίκης, ρουγκάτσια στην Ημαθία, ραγκουτσάρια στην Καστοριά, μπουμπουσάρια στη Σιάτιστα Κοζάνης, μωμόγεροι στο Κιλκίς και την Κοζάνη, κουδουνοφόροι στο Σοχό, αράπηδες και μπομπόγερα στη Δράμα.
Έντονα θεατρικά στοιχεία χαρακτηρίζουν και το έθιμο της γκαμήλας που αναβιώνει στα Γιαννιτσά αλλά και σε άλλες περιοχές της κεντρικής Μακεδονίας όπως η Γαλάτιστα Χαλκιδικής αλλά και η Θέρμη Θεσσαλονίκης.
Τα έθιμα του Δωδεκαήμερου, παρουσιάζουν ομοιότητες με τη Διονυσιακή λατρεία που ήταν διαδεδομένη στην περιοχή της αρχαίας Δράμας. Οι εορτασμοί εξυμνούν την έλευση της άνοιξης και τη γονιμότητα της γης. Το σύμβολο της μάσκας, που επικρατεί, παραδίδει την ταυτότητα των ανθρώπων που τη φορούν και τους δίνει την ελευθερία να δρουν με αισχρότητα και παραλογισμό. Οι μάσκες ή η ζωγραφική του προσώπου με λάσπη και τέφρα, οι φαλλοί και τα δέρματα ζώων θυμίζουν την εμφάνιση των Σατύρων και των άλλων ακολούθων του Διόνυσου.
Οι Αράπηδες, τα Μπαμπούγερα, οι Μωμόγεροι, η Καμήλα είναι μερικά μόνο από τα έθιμα που αναβιώνουν μέχρι τις μέρες μας διατηρώντας αναλλοίωτες παραδόσεις αιώνων και κρατώντας ζωντανούς συμβολισμούς που σχετίζονται με την απομάκρυνση των κακών πνευμάτων, τη γονιμότητα του ανθρώπου και την ευφορία της γης.
Τραγόμορφες φιγούρες των «Μπαμπούγερων», μορφές που ξεπηδούν από τη λατρεία της Μητέρας Γης και του θεού Διονύσου. Άνθρωποι μεταμφιεσμένοι με κατσικοδέρματα και με πρόσωπα μαυρισμένα με αιθάλη, τραγουδούν και χορεύουν, ξορκίζοντας τα κακά πνεύματα. Έτσι και φέτος ανήμερα των Θεοφανείων θα πραγματοποιηθούν τα «Μπαμπούγερα» στην Καλή Βρύση με πλήθος κόσμου να παρακολουθεί το δρώμενο.
Οι Μωμόγεροι: Πρόκειται για ένα λαϊκό σατυρικό δρώμενο με προθεατρική μορφή. Τελείται από τους Πόντιους με παραλλαγές σε διάφορες περιοχές της Δράμας. Αναπαρίσταται στις αυλές των σπιτιών και στις πλατείες τις ημέρες του Δωδεκαημέρου. Κύριο πρόσωπο ο Μωμόγερος η Κιτί Γοτσάς με θίασο συντελεστών όπως η νύφη και ο γαμπρός, ο Αλής, ο πατέρας, ο γιατρός, ο οργανοπαίχτης, ο κουμπάρος, ο χωροφύλακας, δυο μικροί διάβολοι, η έγκυος γυναίκα και η συνοδεία.
Στην τοπική κοινότητα της Νέας Καρβάλης, ανατολικά του δήμου Καβάλας κάθε χρόνο την παραμονή των Θεοφανείων αναβιώνουν τα «Σάγια», ένα έθιμο που τηρούνταν σε όλη την Καππαδοκία. Το έθιμο αυτό αποτελεί μια σύνθετη τελετουργική πράξη η οποία περιέχει και λατρευτική διάσταση και έχει ως κύριο σκοπό την ευημερία, δηλαδή την καλοχρονιά, στοιχείο που τονίζεται με την πυρά, τις ευχές, τους χορούς και τα τραγούδια.
Στην πλατεία της Νέας Καρβάλης, μπροστά από το ναό του Αγίου Γρηγορίου, οι κάτοικοι ανάβουν μεγάλες φωτιές. Οι φλόγες ανεβαίνουν ψηλά και οι άνθρωποι τριγυρίζουν την πυρά χορεύοντας και τραγουδώντας.
ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ
Στην Πελοπόννησο, όπως σε όλη την Ελλάδα, οι μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς εορτάζονται με έθιμα και παραδόσεις που φέρουν τη σφραγίδα του τόπου που γεννήθηκαν.
Αρκετά από τα παραδοσιακά έθιμα της Αρκαδίας για την περίοδο των Χριστουγέννων εξακολουθούν να τηρούνται, κυρίως στα ορεινά χωριά.
Συγκεκριμένα, την παραμονή των Χριστουγέννων οι κάτοικοι τοποθετούν ένα μεγάλο κούτσουρο στο τζάκι, ώστε να καίει όλη την ημέρα, «για να ζεσταίνει την Παναγία που γεννούσε». Επίσης, οι γυναίκες καθαρίζουν τις εικόνες του σπιτιού, με βαμβάκι και κρασί.
Ένα ακόμα έθιμο είναι το Χριστόψωμο. Οι νοικοκυρές παρασκευάζουν το ψωμί του Χριστού, με κομμάτια από σύκα και στην επιφάνειά του κεντούν στολίδια και πλέκουν σταυρούς.
Ακόμα, σε αρκετά χωριά ζυμώνουν ένα κομμάτι ψωμί που διαμόρφωναν σαν χέρι και το τοποθετούν στον τοίχο κάτω από το εικόνισμα. Αυτό το ψωμί το ονομάζουν το χέρι του Χριστού.
Αργολίδα: Στην Ερμιόνη ο «Γιάλα – Γιάλα» είναι η γιορτή των Θεοφανείων. Τα ξημερώματα οι νέοι, που θα βουτήξουν αργότερα στη θάλασσα για να πιάσουν το σταυρό και την εικόνα της Παναγίας, περνούν από σπίτι σε σπίτι, όπου δέχονται κεράσματα και ευχές, τραγουδώντας, το «Γιάλα – Γιάλα».
Την προηγούμενη ημέρα, συγκεντρώνονται στο λιμάνι και στολίζουν τις βάρκες, με φύλλα φοίνικα.
Από αυτές τις βάρκες οι νέοι τραγουδούν το «Γιάλα – Γιάλα», μέχρι ο ιερέας να ρίξει στη θάλασσα το σταυρό και την εικόνα της Παναγίας
Στη Νέα Κίο ανήμερα των Θεοφανίων τηρείται το έθιμο του πυροβολισμού των τενεκέδων μέσα στη θάλασσα και η ρίψη του νεότερου καπετάνιου στο νερό.
Μετά τη ρίψη του σταυρού στη θάλασσα, όσοι βούτηξαν για να τον πιάσουν, παίρνουν στα χέρια τους τον νικητή και τον περιφέρουν σ? όλη την περιοχή, ενώ προηγουμένως έχουν βουτήξει στη θάλασσα τον νεότερο καπετάνιο της πόλης.
Επίσης, μετά το τέλος της τελετής τοποθετούνται στα ανοιχτά πολλοί άδειοι και σφραγισμένοι τενεκέδες που επιπλέουν. Στην συνέχεια οι βαρκάρηδες πυροβολούν τους τενεκέδες, προκαλώντας μεγάλο θόρυβο.
Μάνη: Κατά τη διάρκεια της εορταστικής περιόδου τηρείται το έθιμο της παρασκευής τηγανίδων και χριστόψωμων.
Οι τηγανίδες, φτιάχνονται σε διάφορα σχήματα τις ημέρες των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων, ενώ όταν η νοικοκυρά παρασκευάζει την τηγανίδα σε σχήμα σταυρού, εύχεται «να σταυρωθούν τα κακά και του χρόνου».
Επίσης, κάθε οικογένεια, κόβει στο εορταστικό τραπέζι των Χριστουγέννων το παραδοσιακό χριστόψωμο, το οποίο είναι στολισμένο με σταυρούς.
Μεσσηνία: Αμέσως μετά την αλλαγή του χρόνου οι οικογένειες περιμένουν να έλθει στο σπίτι ένα μικρό παιδί για να τους κάνει ποδαρικό, ώστε ο νέος χρόνος να τα φέρει όλα καλότυχα. Στη συνέχεια του ζητούν να πατήσει ένα σίδερο, για να είναι όλοι υγιείς.
Παράλληλα, η νοικοκυρά προσφέρει γλυκά στο παιδί που κάνει ποδαρικό για το καλό του χρόνου.
Ακόμη, αν ανήμερα της Πρωτοχρονιάς έχει καλοκαιρία πιστεύεται πως ο καιρός θα είναι ο ίδιος για 40 μέρες, ενώ αν υπάρχει κακοκαιρία, αυτή θα εξακολουθήσει επίσης για 40 μέρες.
Ένα ακόμη έθιμο είναι το σπάσιμο του ροδιού. Το πρωί της Πρωτοχρονιάς, ο νοικοκύρης παίρνει μαζί του στην εκκλησία ένα ρόδι. Όταν επιστρέφει σπίτι ανοίγει ο ίδιος την πόρτα, ώστε να είναι ο πρώτος που θα κάνει ποδαρικό, κρατώντας το ρόδι στο χέρι. Κατόπιν το ρίχνει κάτω με δύναμη για να σπάσει.
Κορινθία: Στην περιοχή της Νεμέας υπάρχει το έθιμο της ψυχοκόρης. Συγκεκριμένα, ανήμερα τα Χριστούγεννα, όταν τα μέλη της οικογένειας επιστρέφουν από την εκκλησία, η έφηβη κόρη τούς περιμένει με παραδοσιακά εδέσματα, όπως μελομακάρονα τηγανόψωμα, δίπλες, κουραμπιέδες κ.α. ενώ στον άνδρα προσφέρεται και λικέρ. Επίσης, την παραμονή των Χριστουγέννων τοποθετούν κλαδιά πάνω από τα τζάκια και σκεπάζουν τα γλυκά, για να μην τα πειράξουν οι καλικάντζαροι.
Αιτωλοακαρνανία: Στην Κατούνα της Αιτωλοακαρνανίας αναβιώνει ένα από τα παλιότερα έθιμα. Πρόκειται για τη γιορτή της τσιγαρίδας, δηλαδή το τσιγάρισμα του χοιρινού κρέατος μαζί με το λίπος του. Αυτή ήταν παραδοσιακή μέθοδος που χρησιμοποιούσαν οι οικογένειες για τη διατήρηση του κρέατος κατά τη χειμερινή περίοδο.
Σε κάθε γειτονιά οι οικογένειες άναβαν μεγάλες φωτιές, τοποθετούσαν το καζάνι με το χοιρινό και επικρατούσε εορταστική ατμόσφαιρα μέχρι να ολοκληρωθεί το μαγείρεμα του κρέατος.
ΘΕΣΣΑΛΙΑ
Τα Χριστούγεννα, η Πρωτοχρονιά και τα Φώτα, μεγάλες γιορτές, πέρα από τη θρησκευτική κατάνυξη, ήταν ευκαιρία τα παλιότερα χρόνια για γλέντι και καλό φαγητό που οι άνθρωποι δεν είχαν τη δυνατότητα να απολαμβάνουν στην καθημερινότητά τους.
Οι προετοιμασίες ξεκινούσαν από νωρίς και είχαν να κάνουν κυρίως με το σφάξιμο του γουρουνιού της κάθε οικογένειας, το οποίο κάθε σπίτι κρατούσε μήνες πριν και το μεγάλωνε ειδικά για το σκοπό αυτό. Επίσης οι προετοιμασίες γίνονταν και στα υλικά που έπρεπε να προμηθευτούν τα νοικοκυριά, προκειμένου να παρασκευάσουν τα γλυκά και τη βασιλόπιτα.
Τεράστια επίδραση ασκούσε στην Καραγκούνικη ψυχή η γιορτή των Χριστουγέννων, σύμφωνα με όσα αναφέρει ο αείμνηστος εκπαιδευτικός Ζήσης Τζιαμούρτας, περιγράφοντας λεπτομερώς τη ζωή και την ιστορία των κατοίκων της πεδινής Θεσσαλίας μέσα από τα βιβλία του: «Ο γλωσσικός θησαυρός των Καραγκούνηδων» και «Η πινακοθήκη των Καραγκούνηδων», για τα οποία βραβεύθηκε από την Ακαδημία Αθηνών.
Την παραμονή των Χριστουγέννων, βρισκόταν στο πόδι όλος ο κόσμος και πρώτα από όλους οι νοικοκυρές. Έπρεπε, σύμφωνα με τον ίδιο, να φτιάξουν με ιδιαίτερη φροντίδα και λαχτάρα τις κλούρες (κουλούρες) για τα μικρά παιδιά, που θα τραγουδούσαν στο χωριό την παραμονή, τις αυγοκλούρες (αυγοκουλούρες) και να ετοιμάσουν τη χριστουγεννιάτικη κότα, την παραγεμιστή όπως την έλεγαν που στο εσωτερικό της έβαζαν λίγο ρύζι, σύκα, σταφίδες, εντόσθια από κοτόπουλο και κομμάτια από πρόσφορο για να είναι ευλογημένο το τραπέζι του Χριστού.
Πριν ξημερώσει, κατά τις τρεις, με τα καινούργια τους ρούχα και καθαροί από τη νηστεία των 40 ημερών έπαιρναν το δρόμο για την εκκλησία με ξεχωριστή ευλάβεια, για να παρακολουθήσουν τη Θεία Λειτουργία και να πάρουν τη μεταλαβιά.
Σαν τελείωνε η Λειτουργία, οι γυναίκες μοίραζαν στους ενορίτες, άλλες μέσα στο ναό ψωμί, που είχαν στις κανίστρες και τηγανισμένα κοτόπουλα που είχαν σε χωμάτινα πιάτα και άλλες έξω στην αυλή για να πασχίσουν οι ψυχές των πεθαμένων λέγοντας την ευχή «Χρόνια πολλά» και « Θεός σχωρεσ’».
Πρέπει να σημειωθεί πως κατά τις 2 τα ξημερώματα κάποιος χωριανός πήγαινε και χτυπούσε την καμπάνα για να έχει οικογενειακή ευτυχία αυτός και τα ζώα του και να αναγγείλει έτσι το χαρούμενο και ελπιδοφόρο γεγονός της γεννήσεως του Χριστού, δείχνοντας βαθειά ευσέβεια και πίστη. Το μεσημέρι όλη η οικογένεια καθισμένη στην ψάθα γύρω από την τάβλα έτρωγε τη παραγεμιστή κότα και σούπα, αφού πρώτα έκαναν το σταυρό τους.
Τέλος το γεγονός των Χριστουγέννων δεν το έψελναν μόνο μέσα στην εκκλησία οι ενήλικες Καραγκούνηδες, αλλά και τα μικρά παιδιά, ηλικίας 8-13- ετών. Την παραμονή γυρνούσαν σε όλα τα σπίτια του χωριού, πριν ακόμα χαράξει καλά, λέγοντας σχετικό τραγούδι, όπως αναφέρει επίσης χαρακτηριστικά ο Ζήσης Τζιαμούρτας.
Ένα έθιμο, που διατηρείται εν μέρει μέχρι και σήμερα, είναι η λεγόμενη «γουρνοχαρά». Τα γουρούνια, που τα προμηθεύονταν τα νοικοκυριά από την άνοιξη, σφάζονταν συνήθως παραμονές των Χριστουγέννων ή και μερικές μέρες μετά (του Αγίου Στεφάνου). Μάλιστα ο κάθε νοικοκύρης προσκαλούσε, σύμφωνα με στοιχεία της Περιφερειακής Ενότητας Τρικάλων, συγγενείς και γείτονες για να βοηθήσουν, καθώς η όλη διαδικασία απαιτούσε χρόνο και κόπο.
Οι πιτσιρικάδες περίμεναν πώς και πώς να πάρουν τη φούσκα (ουροδόχο κύστη) που ένα καλάμι τη φούσκωναν και την έκαναν μπάλα ποδοσφαίρου. Το ζώο κοβόταν σε τέσσερα τεμάχια, όσα και τα πόδια, για να μπορεί να κρεμαστεί στο δένδρο μέχρι να τεμαχιστεί σε μικρότερα κομμάτια. Παράλληλα ξεκινούσε η διαδικασία του λιωσίματος του λίπους και η παρασκευή των τσιγαρίδων, που ήταν γυναικεία υπόθεση. Τα κόκκαλα του ζώου, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, με το λίγο κρέας που είχε μείνει πάνω, βράζονταν για να φτιαχτεί ο πατσάς που τρωγόταν κυρίως σαν ζεστή σούπα.
*Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ