Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2024

Δημογραφικό: Υπό… εξαφάνιση οι μαθητές της Α’ Δημοτικού – Που οδηγεί η μείωσή τους

Οι δημογραφικές εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας καταγράφονται πλέον και στα μεγέθη του εγχώριου εκπαιδευτικού συστήματος. H μείωση των γεννήσεων ήδη έχει επηρεάσει τον αριθμό μαθητών στο δημοτικό σχολείο, ο οποίος μειώνεται κάθε έτος από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας.

Σύμφωνα με τα τελευταία στατιστικά δεδομένα, ο αριθμός των μαθητών της πρώτης τάξης του δημοτικού σχολείου σημείωσε πτώση κατά 16,5% την πενταετία 2014-2019.

Πιο συγκεκριμένα, ο αριθμός των παιδιών που πήγαν Α’ δημοτικού το σχολικό έτος 2019-2020 υποχώρησε σε 95.700 (από 100.000 το 2018-2019 και 114.600 το 2014-2015), καταγράφοντας πτώση κατά 16,5% σε μια πενταετία.

Οι εκτιμήσεις για το μέλλον είναι ακόμη ποιο δυσοίωνες: μέχρι το 2100, ο αριθμός των μαθητών των πρώτων δυο βαθμίδων εκπαίδευσης αναμένεται να μειωθεί κατά 32,1% (413.000 λιγότεροι μαθητές).

Χαμηλός ο αριθμός μαθητών ανά εκπαιδευτικό

Στην εξέλιξη αυτή έρχεται να προστεθεί και μια ακόμη αρνητική πρωτιά για την χώρα μας: η Ελλάδα έχει τον χαμηλότερο αριθμό μαθητών ανά διδάσκοντα στα κράτη μέλη του ΟΟΣΑ στις περισσότερες βαθμίδες εκπαίδευσης, ενώ χαμηλότερος από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ είναι ο δείκτης ακόμα και στις πιο πυκνοκατοικημένες διοικητικές περιφέρειες της χώρας. Και όλο αυτό συμβαίνει, χωρίς να «μεταφράζεται» σε καλές μαθησιακές επιδόσεις σε διεθνείς μετρήσεις όπως το πρόγραμμα PISA του ΟΟΣΑ.

Αναλυτικότερα, η Ελλάδα έχει τον χαμηλότερο αριθμό μαθητών ανά εκπαιδευτικό σε όλες τις βαθμίδες πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με εξαίρεση το γενικό λύκειο.

  • Ειδικότερα, ο αριθμός μαθητών ανά διδάσκοντα στο δημοτικό σχολείο στην Ελλάδα περιορίζεται σε μόλις 8,7 μαθητές, έναντι 13,1 κατά μέσο όρο στην ΕΕ και 14,5 στα κράτη μέλη του ΟΟΣΑ.
  • Στο γυμνάσιο, σε κάθε διδάσκοντα αντιστοιχούν κατά μέσο όρο 7,9 μαθητές στην Ελλάδα, έναντι 10,9 στην ΕΕ και 13,1 στα κράτη μέλη του ΟΟΣΑ.
  • Μικρότερη είναι η διαφορά στο γενικό λύκειο, όπου η τιμή του δείκτη στην Ελλάδα ανέρχεται σε 10,8 μαθητές ανά διδάσκοντα, έναντι 11,9 μαθητές κατά μέσο όρο στην ΕΕ και 13,0 μαθητές στον ΟΟΣΑ.
  • Μεγάλη είναι η απόσταση σε σύγκριση με τους μέσους όρους της ΕΕ του ΟΟΣΑ και στο επαγγελματικό λύκειο, όπου η Ελλάδα έχει 7,9 μαθητές ανά διδάσκοντα, έναντι 12,4 μαθητές κατά μέσο όρο στην ΕΕ και 13,4 μαθητές στον ΟΟΣΑ.

Προτάσεις πολιτικής

Η περαιτέρω συρρίκνωση των σχολικών τάξεων λόγω των δημογραφικών εξελίξεων δημιουργεί την ανάγκη για αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα.

Όπως αναφέρει το ΙΟΒΕ στην μελέτη του για το Δημογραφικό, απαιτείται η διαμόρφωση μιας μακροπρόθεσμης εθνικής στρατηγικής για την εκπαίδευση με σκοπό την έγκαιρη προετοιμασία και την αποτελεσματική αντιμετώπιση των δημογραφικών επιπτώσεων και της επερχόμενης συρρίκνωσης του εκπαιδευτικού συστήματος.

Στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ενδεικτικές κατευθύνσεις αλλαγών με στόχο την προσαρμογή του εκπαιδευτικού συστήματος στις επερχόμενες δημογραφικές μεταβολές περιλαμβάνουν:

– Καθορισμός ελάχιστου ορίου μαθητών ανά τμήμα, με καθορισμό συγκεκριμένων και στοχευμένων εξαιρέσεων για ειδικές κοινωνικές ή γεωγραφικές συνθήκες.

– Καθορισμός ελάχιστου ορίου μαθητών και τμημάτων ανά σχολική μονάδα, ιδιαίτερα στις αστικές και ημιαστικές περιοχές. Η μείωση του πληθυσμού μαθητών συνεπάγεται χαμηλότερη αξιοποίηση των οικονομικών πόρων και προσφέρει δυνατότητες για εξορθολογισμό των σχετικών δαπανών, με την αντίστοιχη ανακατανομή τους σε εκπαιδευτικές δράσεις με υψηλότερο κοινωνικό αντίκτυπο.

Για παράδειγμα, πόροι που μπορούν να εξοικονομηθούν από τη λειτουργία υπερβολικά πολλών σχολικών μονάδων σε μια πυκνοκατοικημένη αστική περιοχή μπορούν να αξιοποιηθούν για την λειτουργία στόλου σχολικών λεωφορείων, τα οποία θα μεταφέρουν τους μαθητές, διευκολύνοντας έτσι τους γονείς στην προσπάθειά τους να τηρούν τα ωράρια εργασίας τους.

– Αποκέντρωση της διαχείρισης του συστήματος. Η αναδιάρθρωση των σχολικών μονάδων οδηγεί σε καλύτερα μαθησιακά και κοινωνικά αποτελέσματα όταν γίνεται με καλή επίγνωση των αναγκών και των δυνατοτήτων σε τοπικό επίπεδο.

• Αυτονομία και ευελιξία των σχολικών μονάδων στην προσαρμογή μέρους του σχολικού προγράμματος στις τοπικές συνθήκες.

• Ανακατανομή της δημόσιας δαπάνης. Καθώς οι μαθησιακές επιδόσεις και η συνεισφορά του εκπαιδευτικού συστήματος στην ομαλή λειτουργία της ελληνικής οικογένειας και της αγοράς εργασίας υπολείπονται σημαντικά από τα ευρωπαϊκά πρότυπα, θεωρείται σκόπιμο αυτοί οι πόροι να αξιοποιηθούν εντός του εκπαιδευτικού συστήματος.

Ενδεικτικές χρήσεις αυτών των πόρων αφορούν την επέκταση της διάρκειας παραμονής των μαθητών στο σχολείο, με τη δυνατότητα παροχής ενισχυτικών
μαθημάτων σε όσα παιδιά το έχουν ανάγκη, καθώς και η λειτουργία ευρύτερου δικτύου μέσων μεταφοράς (σχολικών λεωφορείων) για τους μαθητές των δημόσιων σχολείων.

– Ανασχεδιασμός της λειτουργίας των παιδαγωγικών τμημάτων. Ενώ η ανάγκη για την απασχόληση εκπαιδευτικών με το σημερινό υπόβαθρο δεξιοτήτων μειώνεται καθώς μικραίνει ο πληθυσμός των μαθητών, παράλληλα δημιουργείται μεγαλύτερη ανάγκη για την επιμόρφωση εκπαιδευτικών σε μεθόδους ενισχυτικής διδασκαλίας και εκπαίδευσης παιδιών με ειδικό οικογενειακό υπόβαθρο (όπως παιδιά μεταναστών και προσφύγων).

ΠΗΓΗ: insider.gr – Αγγελική Μαρίνου

Facebook
Twitter
WhatsApp
Email