Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2025

Το τέλος του Ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας (1906)

Το μεγάλο πλήγμα ήρθε το 1906 με την πυρπόληση της Αγχιάλου και την καταστροφή και άλλων κέντρων του Ελληνισμού της Αν. Ρωμυλίας που οδήγησε στη φυγή χιλιάδες Έλληνες. Το οριστικό τέλος του Ελληνισμού της Β. Θράκης ήρθε με τη Συνθήκη του Νεϊγί (1919) και την ανταλλαγή των πληθυσμών.

Τα γεγονότα από το 1885 ως το 1906
Η Βουλγαρία δεν επαναπαύθηκε μετά την προσάρτηση της Ανατολικής Θράκης, αλλά μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ακολουθούσε την «υποθήκη» του Ρώσου Στρατηγού, διπλωμάτη και πολιτικού Νικολάι Ιγνάτιεφ (1832-1908), κυριότερου υποστηρικτή του ρωσικού πανσλαβισμού: «Η Βουλγαρία του Αγίου Στεφάνου, πρέπει οπωσδήποτε να πραγματοποιηθεί». Η Βουλγαρία του Αγίου Στεφάνου (1878) θυμίζουμε ότι ήταν ένα κράτος με τεράστια έκταση που έφτανε ως το Αιγαίο, το οποίο όμως μετά τις θυελλώδεις αντιδράσεις που προκλήθηκαν περιορίστηκε σημαντικά μετά το Συνέδριο του Βερολίνου (1878 επίσης), λίγους μήνες αργότερα. Όπως αναφέρει ο αείμνηστος Σαράντος Καργάκος στο βιβλίο του «Από το Μακεδονικό Ζήτημα στην Εμπλοκή των Σκοπίων», η «υποθήκη» Ιγνάτιεφ ήταν η εξής: «Εγώ, ο κόμης Ιγνάτιεφ, ζωντανός ή πεθαμένος, συμβουλεύω και κληροδοτώ εις τους Βουλγάρους όπως παραδίδουν από πατέρα εις υιόν, ότι η Βουλγαρία του Αγίου Στεφάνου πρέπει να πραγματοποιηθεί. Κληροδοτώ εις το βουλγαρικόν Έθνος να εργάζεται, να αγωνίζεται, να μάχεται, να παλεύει, αλλά να μην επιτρέψει να αποσπασθεί μήτε ένα μέρος, μήτε ένα χωρίον, μήτε ένας άνθρωπος ακόμη, από την Βουλγαρίαν του Αγίου Στεφάνου».

Η Βουλγαρία μετά την παραβίαση της Συνθήκης του Βερολίνου και του Οργανικού Νόμου της Ανατολικής Ρωμυλίας και την κατάληψη αυτής της αυτόνομης επαρχίας αντιλήφθηκε ότι πρέπει να συνεχίσει να δημιουργεί τετελεσμένα γεγονότα. Έτσι προσπάθησε να πραγματοποιήσει ξανά το όνειρο της δημιουργίας της Μεγάλης Βουλγαρίας αποσπώντας περιφέρειες της Μακεδονίας και της Θράκης από το βιλαέτι Αδριανούπολης. Για τον σκοπό αυτό ίδρυσε το 1893 στη Θεσσαλονίκη Βουλγαρικό Κομιτάτο, με σκοπό την αυτονομία και στη συνέχεια, την προσάρτηση των περιοχών αυτών.

Η δράση του Κομιτάτου κορυφώθηκε μετά την ήττα της Ελλάδας στον πόλεμο του 1897 και οδήγησε στην οργάνωση και διεξαγωγή του Μακεδονικού και Θρακικού αγώνα. Η επιτυχής έκβαση του αγώνα αυτού είχε δυσμενή αντίκτυπο στους Έλληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας. Το 1903, η Σλαβική Εταιρεία της Σόφιας κάλεσε τη βουλγαρική κυβέρνηση «να λάβει εθνικήν και αυστηράν στάσιν εις τας σχέσεις αυτής προς το εν Βουλγαρία ελληνικόν στοιχείον». Οι λεηλασίες και οι βανδαλισμοί των ελληνικών περιουσιών που επακολούθησαν ήταν ο προάγγελος του ξεριζωμού των ελληνικών κοινοτήτων στη Φιλιππούπολη, τον Πύργο, το Ευσταθοχώριο, τον Στενήμαχο, την Περιστέρα, το Καβακλή, τη Σωζόπολη και την Αγχίαλο.

Οι Βούλγαροι κολλούσαν στους τοίχους μια προκήρυξη που έγραφε:

«Άξιος περιφρονήσεως θα είναι ο Βούλγαρος εκείνος, που δεν θα εκδικηθεί έναν τουλάχιστον υπόδουλον Έλληνα».

Οι Ευρωπαίοι αξιωματικοί από το 1904 διευκόλυναν τη διείσδυση των Βουλγάρων στη Μακεδονία, ενώ στη Θράκη ο έλεγχος ήταν ανύπαρκτος. Έφτασαν στο σημείο να επιτρέψουν τη λειτουργία βουλγαρικού κομιτατζίδικου δικαστηρίου, το οποίο δίκαζε και απαγχόνιζε Έλληνες που αντιδρούσαν στα βουλγαρικά σχέδια. Οι Ευρωπαίοι, ιδιαίτερα οι Άγγλοι δεν ήθελαν να αφήσουν τη Βουλγαρία στα χέρια των Ρώσων. Έφτασαν μάλιστα στο σημείο να συμπλακούν με οθωμανικές δυνάμεις, με Βούλγαρους κομιτατζήδες και να συλληφθεί ο αρχηγός της αγγλικής αποστολής Έλιοτ που πολεμούσε με τους κομιτατζήδες! Όμως και οι Ρώσοι δεν έμεναν αδρανείς.

Ο Συνταγματάρχης Μοσκόφ περιόδευε θρακικά χωριά, ενώ ρωσική ναυτιλιακή εταιρεία, με έδρα την Οδησσό και 80 πλοία, επιχορηγούμενη από τη ρωσική κυβέρνηση εγκαινίασε τη γραμμή: Κωνστάντζα, Βάρνα, Πύργος, Κωνσταντινούπολη, Δεγέαγατς, Πόρτο Λάγο, Καβάλα, Άθως, Θεσσαλονίκη, Βόλος, Σμύρνη. Κατά τον υποπρόξενό μας στο Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολη) «εκλήθη Βουλγαρομακεδονική, δεν σκοπεύει βεβαίως την εξυπηρέτησιν εμπορικών συμφερόντων, αλλά εξυπηρετεί λόγους πολιτικούς…». Οι Ρώσοι είχαν αγοράσει στον Πύργο και την Αγχίαλο 20.000 στρέμματα, έναντι 150.000 χρυσών φράγκων. Τα βουλγαρικά σώματα των Γ. Διμόφ και Δ. Γιαγκόφ (γενικού αρχηγού στη Θράκη) δρούσαν σε μεγάλη έκταση. Στο Νευροκόπι, ο εκεί εξαρχικός (της σχιματικής Βουλγαρικής Εκκλησίας) Μητροπολίτης διατάσσει τη σφαγή του Έλληνα δικαστή Κ. Χριστίδη και αυτοαπαλλάσσεται με τη δικαιολογία: «Ο φόνος Έλληνα συγχωρείται»!

Η τελική επίθεση των Βουλγάρων κατά του Ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας (1906)

Η τελική επίθεση κατά του Ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας και της Βουλγαρίας γενικότερα σημειώθηκε το 1906 κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού και Θρακικού Αγώνα. Η αρχή έγινε στη Βάρνα, την αρχαία Οδησσό, με αφορμή την εκδημία του Μητροπολίτη της Πολύκαρπου στις 2/2/1906. Νέος Μητροπολίτης εκλέχθηκε ο Νεόφυτος ο από Μοσχονησίων. Η εφημερίδα της Φιλιππούπολης «Νόβα Μαρίτσα», στις 17/3/1906, με αφορμή την άφιξη του νέου Μητροπολίτη καλούσε τους Βούλγαρους να αποτρέψουν την αποβίβασή του: «Η παρουσία Ελλήνων ιεραρχών στη Βουλγαρία είναι πολιτικά και εθνικά ασύμφορη, καθόσον εκφαυλίζει το εθνικό γόητρο και μειώνει την ανεξαρτησία του Κράτους». Στις 3 Ιουνίου 1906, οι Βούλγαροι λιθοβολώντας τη λέμβο που μετέφερε τον Έλληνα Μητροπολίτη εμπόδισαν την αποβίβασή του. Ταυτόχρονα τον διακωμώδησαν, με χλευαστικό τρόπο, σε επιστολικά δελτάρια όπου εικονιζόταν εν μέσω Βουλγάρων ένας γάιδαρος στον οποίο είχαν κρεμάσει τη λατινική επιγραφή: «Metropolit Gaidouris, Elenus, Elada», με τον υπότιτλο «Θριαμβευτική υποδοχή του Έλληνα Μητροπολίτη στη Βάρνα στις 3 Ιουνίου 1906».


Τα γεγονότα στη Φιλιππούπολη (Ιούλιος 1906)

Στις 16 Ιουλίου 1906 ξέσπασαν βίαια επεισόδια στη Φιλιππούπολη, που θυμίζουν έντονα τα Σεπτεμβριανά του 1955 στην Κωνσταντινούπολη. Προηγήθηκε η δημοσίευση πλαστών επιστολών σε βουλγαρικές εφημερίδες, κατά τις οποίες ο Αρχιερατικός Επίτροπος του Μητροπολίτη Φιλιππουπόλεως ήταν αναμεμειγμένος σε ελληνικό αντάρτικο σώμα που οργανωνόταν στη Φιλιππούπολη και θα πήγαινε στη Μακεδονία. Σε αυτό, υποστηριζόταν ότι ήταν αναμεμειγμένοι και επιφανείς Έλληνες της Φιλιππούπολης, μέλη μυστικών κομιτάτων. Τέλος καλούσαν με σχετική προκήρυξη τους Βούλγαρους σε συλλαλητήριο στις 16 Ιουλίου. Η προκήρυξη αυτή έγραφε: «Οι εν Μακεδονία αδελφοί μας υφίστανται μαρτύρια εκ μέρους των Ελλήνων ανταρτών. Τα Ελληνικά αυτά στίφη τα οποία σπανίως απαντώνται εις την Ιστορία των Εθνών, διατηρούνται υπό της Ελληνικής Κυβερνήσεως, καθοδηγούνται υπό του μυσαρού (απεχθούς, που προκαλεί αποστροφή) Ελληνικού Πατριαρχείου και το φοβερότερον, βοηθούνται και εξοπλίζονται υπό των εντοπίων Ελλήνων, Βουλγάρων υπηκόων. Οι φυγάδες των Φαρσάλων, του Δομοκού και της Λαρίσης (σαφής αναφορά στην ελληνική ήττα το 1897 από τους Οθωμανούς) εκριζώνουν σήμερα το Έθνος μας…». Μετά τα γεγονότα αυτά ο αρχιερατικός επίτροπος, καθώς ο Μητροπολίτης απουσίαζε στην Κων/πολη και ο γιατρός Σωτήριος Αντωνιάδης, πρόεδρος της εφοροδημογεροντίας, επισκέφθηκαν τον Νομάρχη Μανόλοφ και ζήτησαν προστασία για την ελληνική μειονότητα. Ο Μανόλοφ τους καθησύχασε μεν, αλλά τόνισε ότι δεν μπορούσε να εμποδίσει τα βουλγαρικά συλλαλητήρια. Τα χαράματα της Κυριακής 16ης Ιουλίου 1906, μερικοί Βούλγαροι κατέλαβαν την εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους και έδιωξαν τον ιερέα και τον νεωκόρο. Λόγω αυτού του γεγονότος, η εφοροδημογεροντία για να αποφευχθούν επεισόδια έδωσε εντολή να μην λειτουργήσουν οι άλλες εκκλησίες. Όμως, στις 9 π.μ. στο συλλαλητήριο που οργανώθηκε στην πλατεία Τζουμαγιάς, συμμορία 300 Βουλγάρων, οργανωμένη από τον Υπουργό Εσωτερικών Γενάδιεφ, ο οποίος αναπλήρωνε τον πρωθυπουργό Πετρόφ, που βρισκόταν στη Βιέννη και είχε έρθει στη Φιλιππούπολη από τη Σόφια, ξεχύθηκε με περίστροφα, ρόπαλα και τσεκούρια στους δρόμους της Φιλιππούπολης. Πήγαν στο Μητροπολιτικό Μέγαρο και όρμησαν μέσα σ’ αυτό. Το λεηλάτησαν και τον αρχιερατικό επίτροπο Φώτιο (μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη) τον πέταξαν από τον πρώτο όροφο, αφού πρώτα του ξερίζωσαν τα μαλλιά! Ο Φώτιος ευτυχώς επέζησε και μεταφέρθηκε τραυματισμένος στο νοσοκομείο. Τον Μητροπολιτικό ναό της Αγίας Μαρίνας, οι Βούλγαροι τον μετέτρεψαν σε ερείπια. Η νεόδμητη Μαράσλειος Σχολή, η Κεντρική Σχολή Αρρένων, το Παρθεναγωγείο και ο Ελληνικός Φιλαρμονικός Σύλλογος λεηλατήθηκαν και ερειπώθηκαν. Τα τυπογραφεία των εφημερίδων «Φιλιππούπολις» και «Ειδήσεις του Αίνου» καταστράφηκαν. Η Χωροφυλακή βοηθούσε τους διαδηλωτές. Πολλοί κακοποιοί έκαναν επιδρομές και διέρρηξαν τα ελληνικά καταστήματα και αφού άρπαξαν τα εμπορεύματά τους, τα κατέστρεψαν. Ο Ηπειρώτης εργολάβος Μαλιάδης δολοφονήθηκε. Είναι χαρακτηριστικό πάντως, ότι οι Βούλγαροι της Φιλιππούπολης όχι μόνο δεν συμμετείχαν στα επεισόδια, αλλά τα επέκριναν κιόλας.

Ο γειτονικός Στενήμαχος γλίτωσε από τύχη την καταστροφή. Αμέσως μόλις πληροφορήθηκαν τα γεγονότα της Φιλιππούπολης, οι Έλληνες του Στενήμαχου εξοπλίστηκαν και επέστησαν στη βουλγαρική κυβέρνηση την προσοχή για τυχόν επεισόδια. Η κυβέρνηση, δημόσια και επίσημα, κατέστησε υπεύθυνο τον Νομάρχη Μανόλοφ, αλλά με απόρρητο τηλεγράφημα έδινε αντίθετες οδηγίες! Ευτυχώς, καθώς ο Μανόλοφ απουσίαζε, το τηλεγράφημα έφτασε στα χέρια του αναπληρωτή του, του Έλληνα Απόστολου Τσούντα (συγγενή του μεγάλου αρχαιολόγου Χρήστου Τσούντα), ο οποίος βέβαια το απέκρυψε…

Η πυρπόληση της Αγχιάλου (30 Ιουλίου 1906)

Κι ενώ ο Στενήμαχος γλίτωσε, η Αγχίαλος, αρχαιότατη ελληνική πόλη χτισμένη από τους Μιλήσιους τον 6ο π.Χ. αιώνα, η Αχελώ των βυζαντινών χρόνων, δεν είχε την ίδια τύχη. Το 1906 η Αγχίαλος είχε μεικτό πληθυσμό. 6.000 από τους κατοίκους της ήταν Έλληνες. Στις 30 Ιουλίου 1906, ημέρα Κυριακή, άτακτα πλήθη Βουλγάρων που είχαν έρθει τη νύχτα από τον Πύργο, υποβοηθούμενα και από την Αστυνομία όρμησαν προς την ελληνική εκκλησία και το σχολείο, αλλά συνάντησαν αντίσταση από τους κατοίκους της Αγχιάλου. Άρχισε μάχη, με τους μεν Βουλγάρους να οχυρώνονται στο τζαμί, το τελωνείο και άλλα μέρη και τους Έλληνες στην εκκλησία και στα σπίτια τους. Η μάχη ήταν αμφίρροπη, παρά τις ενισχύσεις που έρχονταν για τους Βούλγαρους από τον Πύργο, όπου χτυπούσαν οι καμπάνες για να σταλούν ενισχύσεις στην Αγχίαλο. Τα δεδομένα άλλαξαν όταν έφτασε η έφιππη βουλγαρική Χωροφυλακή. Οι πυροβολισμοί αραίωσαν και οι Έλληνες πίστεψαν ότι θα αποκατασταθεί η ομαλότητα. Όχι μόνο δεν συνέβη αυτό, αλλά οι Βούλγαροι αποθρασύνθηκαν και άρχισαν με πετρέλαιο να βάζουν φωτιές σε ελληνικά σπίτια και καταστήματα. Έκπληκτοι και έντρομοι οι μαχόμενοι Έλληνες της Αγχιάλου είδαν τα σπίτια τους να καίγονται και έσπευσαν να σώσουν τις οικογένειές τους από τις φλόγες. Οι φωνές των γυναικόπαιδων και των γερόντων αποτελούσαν «αληθή Καιάδα κλαυθμώνος». Όλοι έτρεχαν προς την παραλία. Η φωτιά άρχισε να προωθείται προς τα ανατολικά. Πολλοί κάηκαν ζωντανοί μέσα στην εκκλησία της Παναγίας και στα σπίτια τους.

Η φωτιά αφού κατέκαψε τα πάντα έσβησε μόνη της τα μεσάνυχτα. Όσοι σώθηκαν κατέφυγαν στην παραλία με τα λίγα ρούχα που είχαν διασώσει. Όπως γράφτηκε χαρακτηριστικά: «Εδώ νύστεις (νηστικοί) από της πρωίας τρέμουν ως οι κορυδαλλοί (ενν. τα πτηνά) υπό την παγίδα του γεωργού». Την επόμενη μέρα οι μεν εμπρηστές αφέθηκαν ελεύθεροι, ενώ τα θύματα της πυρκαγιάς περικυκλώθηκαν από τον στρατό, συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν (!) (Εφημ. «Εκκλησιαστική Αλήθεια», 26 Αυγούστου 1906). Τα συλλαλητήρια συνεχίστηκαν ως τις 6 Αυγούστου. Η λέξη meeting γνωστή κι από την ευρεία χρήση της στα Ελληνικά, με την έννοια «σύσκεψη», «μπήκε» στα Βουλγαρικά με ιδιάζουσα όμως έννοια: βιαιοπραγία και λεηλασία οτιδήποτε ελληνικού, με την ανοχή των Αρχών (Κ. Βάρναλης, «Φιλολογικά», 1981, κ.ά.). Ο απολογισμός των γεγονότων της Αγχιάλου ήταν τραγικός: 79 άτομα, κυρίως γυναικόπαιδα, σφαγιάστηκαν, 1.000 σπίτια, 200 καταστήματα, η Μητρόπολη, η Βιβλιοθήκη και 2 σχολεία καταστράφηκαν ή κάηκαν. Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών έστειλε τηλεγράφημα διαμαρτυρίας στον Αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπερι (επικεφαλής της Αγγλικανικής Εκκλησίας), ο οποίος απάντησε ότι «η Αγγλικανική Εκκλησία ουδέποτε ενεργεί εις ζητήματα άτινα έχουσιν πολιτικόν χαρακτήρα». Η πυρπόληση της Αγχιάλου το 1906 και όσα έγιναν τότε θυμίζουν τις εικόνες από τα γεγονότα της Σμύρνης το 1922. Όσα συνέβησαν στον οικισμό Μέγα Βογιαλίκιο ή Κώμη το 1906, περιγράφονται στην έκθεση του αρχιερατικού επιτρόπου του προς τη Μητρόπολη Φιλιππουπόλεως, την 1/11/1906: «Τα σχολεία κατελήφθησαν, αι Εφορείαι επαύθησαν. Απόπειραι καταλήψεως εκκλησιών εγένοντο, προτάσεις αποκηρύξεως του Πατριαρχείου και αναγνωρίσεως της Εξαρχίας και παντοία μέσα ως καταιγίς φοβερά θα κατέστρεφον την μικράν όασίν μας εάν μη κατά την στιγμήν εκείνην η αρχαία και ένδοξος Αγχίαλος προσέφερεν εαυτήν θύμα επί του βωμού του Ελληνισμού. Τότε μόλις αναπνεύσαμεν και έκτοτε γενική επικρατεί τάσις προς εγκατάστασιν εν Θεσσαλία της μητρός Ελλάδος. Πανοσιολογιότατε (προσφώνηση Αρχιμανδρίτη), η κατάστασις είναι τοιαύτη ώστε νομίζει τις ότι ευρισκόμεθα εν αποκλεισμώ ή εν φυλακή. Δεν γνωρίζομεν τι συμβαίνει έξω, δεν δυνάμεθα να έχωμεν σχέσεις μετ’ ουδενός. Παντού επίβλεψις».

Ποιοι οργάνωσαν τον διωγμό του Ιουλίου;

Ο διωγμός των Ελλήνων του 1906 οργανώθηκε μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια από τη βουλγαρική κυβέρνηση του Ράτσο Πετρόφ και εκτελέστηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών Ν. Γενάδιεφ που ήταν Βούλγαρος, γεννημένος στη Μακεδονία. Οι Γρηγόριος Νάτσεβιτς και Ιβάν Γκέσοφ υποστηρίζουν ότι τα γεγονότα του Ιουλίου 1906 δεν έγιναν από τον βουλγαρικό λαό, αλλά από τον πρωθυπουργό Πετρόφ, τους συνεργάτες του Γενάδιεφ και Ντραγκούλεφ και άλλων πολιτικών. Τους διαψεύδει όμως ο Εξαρχικός Μητροπολίτης Φιλιππουπόλεως Μάξιμος, που αναφέρει σε έγγραφό του ότι μετατέθηκε από το Λόβετς στη Φιλιππούπολη και διατάχθηκε από τον Υπουργό Πετκόφ να εγκατασταθεί στην κατοικία του Έλληνα Μητροπολίτη, κοντά στην Αγία Μαρίνα. Η εγκατάσταση εκεί του Μάξιμου αποτελούσε λαϊκή απαίτηση, την οποία εξέφρασε ο Δήμαρχος Φιλιππούπολης Κεσιάκοφ. Οι Βούλγαροι Ορθόδοξοι Φιλιππουπολίτες απέκτησαν την κυριότητα ναών και κτημάτων «κλαπέντων υπό των Ελλήνων ». Τις βουλγαρικές τρομοκρατικές ενέργειες στην Ανατολική Ρωμυλία, υπέθαλψε και ο Χιλμί πασάς που ήταν ντονμές, δηλαδή εξισλαμισμένος Εβραίος.

Ο ξεριζωμός των Ελλήνων

Από τους Έλληνες της Αγχιάλου που διασώθηκαν παρέμειναν στην πόλη περίπου 2.000. Οι υπόλοιποι ήρθαν στη Θεσσαλία και ίδρυσαν τη Νέα Αγχίαλο, εκεί που βρισκόταν η αρχαία πόλη των Φθιώτιδων Θηβών. Για τον σκοπό αυτό απαλλοτριώθηκαν τα τσιφλίκια Τοπάλη και Ζαρίφη. Λόγω της ελώδους περιοχής και του ανθυγιεινού κλίματος, 2.500 από τους Αγχιαλίτες πέθαναν. Έτσι, 200 οικογένειες προτίμησαν να επιστρέψουν στη γενέθλια γη τους και να εκβουλγαριστούν. Το 1918 στη Νέα Αγχίαλο ζούσαν 1.500 περίπου πρόσφυγες. Οι κάτοικοι της Μεσημβρίας, καθώς στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1829 δεινοπάθησαν και 5.000 από αυτούς είχαν μεταναστεύσει γιατί εκδηλώθηκαν φανερά υπέρ των Ρώσων και φοβήθηκαν την εκδίκηση των Τούρκων, παρέδωσαν την πόλη τους και προσχώρησαν στην Εξαρχία.

Η Σωζόπολις και η περιφέρεια του Καβακλή παραδόθηκαν και αυτές. Έλληνες της Αγχιάλου και του Στενήμαχου εγκαταστάθηκαν στην περιφέρεια της Αδριανούπολης και των Σαράντα Εκκλησιών, απ’ όπου ξεριζώθηκαν και πάλι το 1922. Πολλοί κάτοικοι της Φιλιππούπολης προτίμησαν τη Θεσσαλία όπου ίδρυσαν τη Νέα Φιλιππούπολη, συνοικία της Λάρισας, ενώ 900 Σωζοπολίτες μαζί με άλλους Έλληνες από την περιοχή του Εύξεινου Πόντου εγκαταστάθηκαν κοντά στον Αλμυρό και ίδρυσαν την Ευξεινούπολη. Παρά τους διωγμούς, το 1910 οι Βούλγαροι ήταν οι μισοί από τους Έλληνες και Τούρκους της Ανατολικής Ρωμυλίας. Ο Βούλγαρος καθηγητής Γεωγραφίας στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας Ischirkoff αναφέρει, ότι «… είναι ασθενές το Βουλγαρικόν στοιχείον εις την Ανατολικήν Νότιον Βουλγαρίαν (δηλ. Ανατολική Ρωμυλία) όπου εκτός των Τούρκων ζώσι και Έλληνες. Εκεί, οι Βούλγαροι δεν φθάνουν ούτε το ήμισυ του πληθυσμού κερδίζουν όμως σπουδαίως κατά τα τελευταία έτη δια της αναχωρήσεως Τούρκων και Ελλήνων ως και δια της προσελεύσεως Βουλγάρων». Σύμφωνα με στοιχεία του Πατριαρχείου ως τον Ιούλιο του 1906 ζούσαν στην Ανατολική Ρωμυλία και την υπόλοιπη Βουλγαρία περίπου 100.000 Έλληνες. Κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο οι συνθήκες για τους Έλληνες βελτιώθηκαν, καθώς πρωθυπουργός της γειτονικής χώρας ήταν ο Ιβάν Γκέσοφ (1849-1924), η μητέρα του οποίου ήταν Ελληνίδα και ο ίδιος είχε φοιτήσει στη Μεγάλη του Γένους Σχολή.

Η διάλυση της συμμαχίας κατά τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο διέψευσε τις όποιες προσδοκίες των Ελλήνων. Μετά τον Α’ Π.Π. οι Έλληνες της Αν. Ρωμυλίας ζήτησαν, μέσω του Κ. Μαζαράκη Αινιάν, την επαναφορά του καθεστώτος αυτονομίας. Με τη Συνθήκη του Νεϊγί όμως το 1919, η Ελλάδα δέχθηκε εθελουσία ανταλλαγή πληθυσμών Ελλάδας και Βουλγαρίας στις περιοχές Βόρειας και Δυτικής Θράκης. Ο Βενιζέλος τόνιζε σε τηλεγράφημά του, ότι ήταν αναγκασμένος εκ των πραγμάτων στη θυσία αυτή «χάριν» υψίστων εθνικών συμφερόντων. Έτσι ήρθε το οριστικό τέλος του ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας. Οι υπόλοιποι κάτοικοι της Αγχιάλου εγκαταστάθηκαν κοντά στη Σίνδο του ν. Θεσσαλονίκης (Νέα Αγχίαλος). Οι Σωζοπολίτες, στη Γέφυρα του ίδιου νομού και στη Χαλκιδική (Νέα Σωζόπολη). Οι Καβακλιώτες ίδρυσαν το Νέο Καβακλή, τη σημερινή Αίγειρο, κοντά στην Κομοτηνή, ενώ οι Έλληνες του Στενήμαχου, που το 1906 ανέρχονταν σε 9.000 εγκαταστάθηκαν στην Ημαθία το 1925 και ίδρυσαν τη Στενήμαχο (Χωροπάνι κατά τους ντόπιους).

Οι φαιδρές μετονομασίες των πόλεων της Ανατολικής Ρωμυλίας

Σε πολλά άρθρα μας, ορισμένοι γραφικοί αναγνώστες κατηγορούν την Ελλάδα για αλλαγές τοπωνυμίων, σαν να πρόκειται για μοναδικό φαινόμενο παγκοσμίως. Το 1934 οι Βούλγαροι μετονόμασαν 1.500 τοπωνύμια, με βάση το σχέδιο του καθηγητή Ζαγκόφ, παρά τη σύσταση του καθηγητή Ιβάνοφ να διατηρηθούν τα ονόματα για να αποφευχθεί η γελοιοποίηση. Η Φιλιππούπολη έγινε Πλόβντιβ, ο Στενήμαχος Ασάνοβγκραντ, η Μεσημβρία η Ποντική Νέσεβιρ, ο Πύργος Μπουργκάς, η Σήλυμνος Σλίβεν, η Βερόη ή Ειρηνούπολις Στάρα Ζαγόρα και η Αγαθούπολις Ακχτοπόλ. Ο καζάς της Αγαθουπόλεως, με πληθυσμό 8.050 Έλληνες, 1.700 Βούλγαρους και 1.250 Τούρκους, υπαγόμενος στο σαντζάκι Σαράντα Εκκλησιών περιήλθε στη Βουλγαρία με τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης το 1913. Οι Βούλγαροι υποστηρίζουν ότι η λέξη Μεσημβρία προέρχεται από τη λ. Νεσεβίρ < νις + εβέρ = ρις, μύτη, άκρη του Έβρου! Θυμίζει η φαιδρή αυτή προσπάθεια, τους Τούρκους που θεωρούν ότι η λ. Ιστα(ν)μπούλ (Κωνσταντινούπολη) προέρχεται από τις λέξεις «Ισλάμ + αμπούλ» = πολύ Ισλάμ (!) και όχι παραφθορά των λέξεων «εις την Πόλιν». Ο δε Ταγίπ Ερντογάν που επέκτεινε κατά πολύ τα σύνορα της καρδιάς του, ας μην ξεχνά ότι στο Δορύλαιο (σημερινό Εσκί Σεχίρ) απ’ όπου εκστόμιζε τις εθνικιστικές του κορόνες, τα κεμαλικά στρατεύματα έπαθαν πανωλεθρία το καλοκαίρι του 1921. Και ας αφήσει τους λεονταρισμούς και τις μεγαλοστομίες, καθώς μπορεί να γυρίσουν μπούμερανγκ σε βάρος δικό του, αλλά και του λαού του…

Πηγή: protothema.gr









Facebook
Twitter
WhatsApp
Email

◉ Διαβάστε ακόμη