Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2024

Υπόθεση 37χρονης Δέσποινας: Ράγισε καρδιές η μητέρα της Δέσποινας

Για τη Δευτέρα 3 Απριλίου διακόπηκε η δίκη για την υπόθεση του θανάτου της 37χρονης Δέσποινας Καραγεωργίου και του 7 μηνών αγέννητου γιου της, που έλαβε χώρα στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο της Αλεξανδρούπολης, τη νύχτα της 14ης προς 15ης Απριλίου 2021.

Στη δικάσιμο της 8ης Μαρτίου, στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αλεξανδρούπολης, κατέθεσαν οι δύο τελευταίοι μάρτυρες υπεράσπισης της πρώτης κατηγορούμενης, ενώ λόγω συμμετοχής της συνηγόρου της στην αποχή που κήρυξε ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών για την τραγωδία των Τεμπών, από τις 12 ως τις 3 το μεσημέρι, αλλά κι ενός προβλήματος υγείας της συνηγόρου της οικογένειας της Δέσποινας, η δίκη διεκόπη χωρίς να απολογηθούν οι 4 κατηγορούμενες.

Υπενθυμίζεται ότι στο εδώλιο του κατηγορουμένου κάθονται δύο γιατροί, η μία ειδική – υπεύθυνη βάρδιας και η άλλη ειδικευόμενη, και οι δύο μαιευτήρες – γυναικολόγοι, καθώς επίσης μία μαία και μία βοηθός νοσηλεύτριας. Οι κατηγορίες αναφέρουν ότι οι θάνατοι προκλήθηκαν από αμέλεια και παραλείψεις τους. Επιπλέον, η μαία κατηγορείται και για πλαστογραφία και παραποίηση εγγράφων.

Πρώτος κατέθεσε ο  Καθηγητής Μαιευτικής-Γυναικολογίας-Εμβρυομητρικής Ιατρικής και Διευθυντής της Γ΄ Μαιευτικής Γυναικολογικής Κλινικής του ΑΠΘ, Απόστολος Αθανασιάδης, ο οποίος εκτίμησε ότι από τα πρωταρχικά ευρήματα και τα συμπτώματα, ορθώς η αρχική διάγνωση αφορούσε λοίμωξη του ουροποιητικού και πιθανή πυελονεφρίτιδα, ενώ η επέμβαση αφαίρεσης αδενομυώματος, στην οποία είχε υποβληθεί η θανούσα πριν 1,5 χρόνο, σαφώς και άφηνε ανοικτό το ενδεχόμενο για πιθανή ρήξη μήτρας, γι’ αυτό, όπως είπε, αποφασίστηκε η εισαγωγή της για νοσηλεία και η παρακολούθηση των ζωτικών της σημείων ανά τρίωρο. Ωστόσο, σημείωσε πως δεν υπήρχαν συμπτώματα προς αυτή την κατεύθυνση, παρά μόνο τις τελευταίες ώρες. Εξάλλου, ανέφερε πως υπάρχουν περιπτώσεις που δεν εντοπίζονται εμφανή συμπτώματα ρήξης, παρά μόνο όταν αυτή γίνει τελεία.

Επεσήμανε ακόμη πως οι γιατροί δεν προκρίνουν την καισαρική τομή σε πρόωρες κυήσεις, καθώς το 90% των πρόωρων νεογνών αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας και το 8% αυτών, σοβαρές εγκεφαλικές βλάβες. Σε ερώτηση αναφορικά με τους σφοδρούς πόνους και την πολύ κακή κλινική εικόνα της Δέσποινας (κάτωχρη, ιδρωμένη, ανήμπορη να σταθεί στα πόδια της), ο κ. Αθανασιάδης σημείωσε ότι ο πόνος είναι υποκειμενικός για τον κάθε άνθρωπο, επισημαίνοντας πως σύμφωνα με όσα έχει διαβάσει για την υπόθεση, ενώ οι πόνοι ξεκίνησαν στις 9 το βράδυ, η ασθενής πήγε στο νοσοκομείο στις 10.30.

Στο σημείο αυτό, η μητέρα της Δέσποινας, Δήμητρα Καραγεωργίου, ξέσπασε μέσα σε λυγμούς, λέγοντας απευθυνόμενη προς τον μάρτυρα ότι «στο  νοσοκομείο πήγαμε στις 9.15, να μη λέει ψέματα». Ακολούθως, ο καθηγητής ζήτησε συγνώμη από την οικογένεια, αν κάνει λάθος για την ώρα, λέγοντας πως καταθέτει όσα διάβασε. Λίγα λεπτά αργότερα, αναφέρθηκε και πάλι στην προωρότητα του μωρού και τους κινδύνους που ελλόχευαν από έναν πρόωρο τοκετό, με τη μητέρα της Δέσποινας να λέει πως έτσι «θα σωζόταν η μάνα» (αν είχε γίνει εγκαίρως η καισαρική).

Ο κ. Αθανασιάδης σημείωσε ότι μία εγκυμονούσα μπαίνει σε διαρκή παρακολούθηση με καρδιοτοκογράφο, μόνο επί τοκετού. Σχολιάζοντας τις μετρήσεις των ζωτικών σημείων της 37χρονης κατά τη διάρκεια της μοιραίας νύχτας, σημείωσε πως οι τελευταίες μετρήσεις που έγιναν μεταξύ 5 και 6 το πρωί (διπλάσιες σφίξεις, αύξηση πίεσης) δείχνουν ότι είχε συντελεστεί λίγο νωρίτερα η ρήξη της μήτρας.

Στη συνέχεια κατέθεσε ο Γρηγόρης Γκριμπίζης, καθηγητής Μαιευτικής – Γυναικολογίας του ΑΠΘ και διευθυντής της Α΄ Μαιευτικής – Γυναικολογικής κλινικής του νοσοκομείου “Παπαγεωργίου”. Σημείωσε ότι κατά την προσέλευση της ασθενούς στα ΤΕΠ, δεν υπήρχαν ενδείξεις για κάτι άλλο πέρα από ουρολοίμωξη, ενώ τα ζωτικά της σημεία ήταν φυσιολογικά, όπως και το καρδιοτοκογράφημα στο οποίο υπεβλήθη. Επιπλέον, το υγρό στον υπέρηχο, ο ίδιος εκτίμησε πως δεν ήταν αίμα, ούτε αμνιακό υγρό, για να κινητοποιήσει τους γιατρούς, αλλά αντιδραστικό υγρό που συνηθίζεται να υπάρχει σε τέτοιες φλεγμονές.

Η επέμβαση στην οποία είχε υποβληθεί η Δέσποινα, από μόνη της, δεν αποτελούσε λόγο νοσηλείας, αφού, όπως σημείωσε, η επέμβαση αυτή οδηγεί μόλις το 1% των γυναικών σε ρήξη μήτρας, η οποία, επιπλέον, μπορεί να συμβεί οποτεδήποτε μέσα σε μία εγκυμοσύνη. «Δεν σημαίνει αυτό ότι θα έχουμε τις γυναίκες αυτές διαρκώς σε νοσηλεία», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Εμφανίστηκε κατηγορηματικός πως οι έγκυες δεν υποβάλλονται σε παρακολούθηση με διαρκή καρδιοτοκογραφήματα, καθώς αυτά αφορούν μόνο γυναίκες που βρίσκονται σε διαδικασία τοκετού: «Δεν γίνεται πουθενά στην Ελλάδα συνεχής παρακολούθηση με καρδιοτοκογράφο, τελεία».  Αυτή η αναφορά προκάλεσε την αντίδραση της συνηγόρου της 4ης κατηγορούμενης που μοιράστηκε προσωπική  της εμπειρία, σύμφωνα με την οποία, σε δική της εγκυμοσύνη, όταν αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα, στο ίδιο νοσοκομείο, είχε τεθεί υπό διαρκή παρακολούθηση με καρδιοτοκογράφο, μετά από εντολή γιατρού. Ακολούθησε αντιπαράθεση μεταξύ μάρτυρα και συνηγόρου, με τον καθηγητή να εμμένει στην αρχική του τοποθέτηση για το συγκεκριμένο ζήτημα.

Η δίκη διεκόπη λίγο μετά τις 12 το μεσημέρι και θα συνεχιστεί τη Δευτέρα 3 Απριλίου με τις απολογίες των κατηγορουμένων. Θα ακολουθήσει η πρόταση της Εισαγγελέως, οι αγορεύσεις των συνηγόρων και η ανακοίνωση της απόφασης από την Πρόεδρο. Επειδή δεν θεωρήθηκε βέβαιο ότι θα ολοκληρωθεί η διαδικασία στη συγκεκριμένη δικάσιμο, ζητήθηκε από τους δικηγόρους όλων των πλευρών, να σημειώσουν και την ημερομηνία της 26ης Απριλίου.

Προηγούμενες καταθέσεις γιατρών

Μετά και τις χθεσινές καταθέσεις, διαπιστώνεται πως υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις αναφορικά με τη διαχείριση του περιστατικού, μεταξύ των ιατρών που κατέθεσαν χθες και όσων είχαν καταθέσει σε προηγούμενες δικάσιμους.

Ο μαιευτήρας γυναικολόγος (ιδιώτης) Παναγιώτης Δεληγεώργης, που παρακολουθούσε τη Δέσποινα μέχρι τον 6ο μήνα της εγκυμοσύνης της είχε αναφέρει μεταξύ άλλων πως όταν υπάρχει τόσο οξύς πόνος, η ασθενής θα πρέπει τουλάχιστον να τεθεί υπό στενή επιτήρηση, αυτό σημαίνει παραμονή στη μαιευτική, με ανοιχτή πόρτα, να είναι συνδεδεμένη με μηχανήματα, να λαμβάνεται η πίεση και να γίνονται οι εργαστηριακές εξετάσεις κάθε μισή ώρα.

Ο διευθυντής της πανεπιστημιακής γυναικολογικής – μαιευτικής κλινικής Νικόλαος Νικολέττος είχε εκτιμήσει,  μεταξύ άλλων, κατά την κατάθεσή του, πως η τραγική αυτή κατάληξη θα μπορούσε να είχε προληφθεί «αν υπήρχε πιο τακτική παρακολούθηση… Το καρδιοτοκογράφημα θα έδειχνε ότι το έμβρυο δυσφορεί… Θα ζητούσα νέο καρδιοτοκογράφημα, τακτική παρακολούθηση… Υποεκτιμήθηκε η πληροφορία ότι είχε χειρουργηθεί. Η ένταση των συμπτωμάτων δεν συνάδει με τη διάγνωση για πυελονεφρίτιδα, για την οποία έπαιρνε ήδη αγωγή…».

Ο καθηγητής γυναικολογίας και μαιευτικής του ΔΠΘ και διευθυντής του εργαστηρίου οικογενειακού προγραμματισμού του ΠΓΝΑ Παναγιώτης Τσικούρας είχε καταθέσει πως εφόσον η θανούσα ενημέρωσε για την εγχείρηση αδενομυώματος στην οποία είχε υποβληθεί, η εγκυμοσύνη της ήταν υψηλού κινδύνου και θα έπρεπε να είχε τεθεί σε συνεχή παρακολούθηση, στη μαιευτική κλινική, όπου υπάρχουν αξιόπιστα μηχανήματα, κι όχι σε θάλαμο νοσηλείας, όπως έγινε λόγω και των περιορισμών του κορωνοϊού. Όπως είπε, μεταξύ άλλων, με βάση το ιστορικό αυτό και τους έντονους πόνους της, ο ίδιος, αν ήταν στη θέση των συναδέλφων του, θα έβαζε αμέσως τη γυναίκα στο χειρουργείο, ώστε η διπλή αυτή τραγωδία να είχε αποφευχθεί.

ΠΗΓΗ: Εφημερίδα Γνώμη – Κική Ηπειρώτου

Facebook
Twitter
WhatsApp
Email