Έθιμα και παραδόσεις που έχουν τις ρίζες τους βαθιά πίσω στο χρόνο είθισται να αναβιώνουν αυτές τις γιορτινές ημέρες σε κάθε περιοχή της Ελλάδας. Κάποια είναι πολύ γνωστά, άλλα λιγότερο διαδεδομένα. Καλικάντζαροι, φωτιές, γλέντια, παραδοσιακά παιχνίδια και γλυκίσματα είναι μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά ελληνικά Χριστουγεννιάτικα έθιμα.
Ας ταξιδέψουμε σε όλη την Ελλάδα για να πάρουμε μια γεύση.
ΘΡΑΚΗ
Τα έθιμα των Χριστουγέννων και τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια αποτέλεσαν κομμάτι της συλλογικής μνήμης του Θρακικού ελληνισμού, διέφεραν πολλές φορές από χωριό σε χωριό,σχηματίζοντας έναν πυρήνα μιας χειμαρρώδους λαϊκής παράδοσης που εστιαζόταν κυρίως στα χωριά του βόρειου Έβρου και διατηρήθηκε αναλλοίωτη μέχρι την δεκαετία του 1970.
Το πρωί της παραμονής των Χριστουγέννων, κυρίως τα μικρά παιδιά με τους μπαμπάδες τους, ξεχύνονταν μέσα στα χωριά κρατώντας χοντρά και μακριά ξύλα τις γνωστές μας «τζουμάκες» ή «ζουπανίκες». Τα ξύλα αυτά δεν συμβόλιζαν μόνο τα ραβδιά των ποιμένων της Βίβλου, ήταν και τα προστατευτικά τους από τις επιθέσεις των σκυλιών. Με αυτές τις «ζουπανίκες» χτυπούσαν τις πόρτες των σπιτιών για να τους ανοίξουν.
Στο Πύθιο, χωριό της επαρχίας Διδυμοτείχου, τα μικρά παιδιά έβγαιναν στους δρόμους του χωριού, για να πουν τα «κόλιντα».
Λέγαν λοιπόν τα Πυθιωτάκια:«Κόλιντα μπάμπου,τσικ,τσικ,τσικ».
Στη Νέα Βύσσα, της επαρχίας Ορεστιάδας, τα μικρά παιδιά, κρατώντας το καθένα από μακριά βέργα, που στην άκρη κατέληγε σε θύσανο, την παραμονή των Χριστουγέννων, λέγανε το: «Κο,κο,κο-Μπι,μπι,μπι-Τικ,τικ, τικ-Κόλιντρα-Να τη φαν τα σκυλιά-Κι την αλιπούς-Πούφαγε μια πουλιά-Κι έναν κουτσοπέτεινου».
Στα χωριά των προσφύγων από την Ανατολική Θράκη τα αγόρια έλεγαν τα δικά τους «κόλιντα», σαν αυτό που λένε ακόμα στο Φυλακτό, χωριό του δήμου Σουφλίου στο νομού Έβρου: «Κόλιντα μπάμπου-Δος μας μια κλουρίτσα-Ας είνι σταρίσια-Ας είνι καλαμποκίσια-Κόλιντα μπάμπου».
«Μπάμπω»: Ήταν το πρώτο φαγητό που θα έτρωγε η οικογένεια μετά από τη νηστεία των 40 ημερών, μάλιστα το έβραζαν όλη τη νύχτα σε σιγανή φωτιά για να είναι έτοιμο όταν θα γύριζε η οικογένεια από την εκκλησία.
«Πουρπούρς»: Πρόκειται για προσφυγικό έθιμο που το έφεραν το 1922 οι «Σακπασιώτες» από τα εφτά απέναντι χωριά της Ανατολικής Θράκης, όταν μετεγκαταστάθηκαν στις καινούργιες τους πατρίδες στη Δυτική Θράκη. Ο «Πουρπούρης», φορούσε προβιά ή κάπα τσομπάνη μια μάσκα από νεροκολοκύθα και κουδούνια στη μέση, πήγαινε από σπίτι σε σπίτι, με τη συνοδεία νέων του χωριού και έλεγε τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια.
Τσιτσί (Τυχερό Έβρου)
Τα “τσιτσί” συνδέονται με τον ερχομό των καλικάντζαρων στον επάνω κόσμο και παρομοιάζονται με πολύ μεγάλες γάτες, οι οποίες εμφανίζονται το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων και προκαλούν ζημιές σε όσα σπίτια δεν προσφέρουν λεφτά, όταν χτυπούν στους τοίχους τους. Ανήμερα τα Χριστούγεννα χτυπούν οι καμπάνες σημαίνοντας το τέλος της κυριαρχίας αυτών των πλασμάτων, ενώ τα παιδιά του χωριού περιφέρονται με το τσατάλ, βέργα με διχάλα στο ένα άκρο της, και ένα ταψί στο οποίο συγκεντρώνουν τα κεράσματα και τραγουδούν “Τσιτσί κολουντρί χάπε ντέρε σε ιγκούδιν” (δηλαδή: Τσιτσί κολουντρί ανοίξτε την πόρτα, γιατί ξημέρωσε). Στο παρελθόν, εκείνοι που δεν άνοιγαν την πόρτα τους τιμωρούνταν παραδειγματικά με τη μεταφορά κάποιου αντικειμένου από την αυλή τους στο δρόμο ή στην πλατεία του χωριού.
Σήμερα η σκανταλιά έχει μεγαλύτερη σημασία από αυτό καθαυτό το κέρασμα
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Κόλιντα Μπάμπω: Είναι ιδιαίτερα προσφιλές έθιμο στις περιοχές της Πέλλας και της Ημαθίας. Η ονομασία του σημαίνει «σφάζουν γιαγιά» και σύμφωνα με αυτό οι κάτοικοι μιας περιοχής ανάβουν φωτιές και φωνάζουν «Κόλιντα Μπάμπω» για να μάθουν οι άνθρωποι για τη σφαγή του Ηρώδη και να προστατευτούν. Πρόκειται όμως, ουσιαστικά, για κάλαντα που ψάλλονται στις περισσότερες περιοχές της Μακεδονίας, άλλοτε από παιδιά, άλλοτε από νέους, άλλοτε από ηλικιωμένους που δέχονται για κέρασμα γλυκίσματα, μελομακάρονα, καρύδια και κρασί.
Μεταμφιέσεις: Λέγονται ραγκούτσια στη Χαλάστρα της Θεσσαλονίκης, ρουγκάτσια στην Ημαθία, ραγκουτσάρια στην Καστοριά, μπουμπουσάρια στη Σιάτιστα Κοζάνης, μωμόγεροι στο Κιλκίς και την Κοζάνη, κουδουνοφόροι στο Σοχό, αράπηδες και μπομπόγερα στη Δράμα.
Η παράδοση της Μακεδονίας για τα ραγκούτσια αναφέρει ότι επί τουρκοκρατίας οι τουρκικές αρχές αδυνατούσαν να αστυνομεύσουν τις περιοχές από τις επιθέσεις ληστών και για το λόγο αυτό ανέθεταν σε ομάδες Ελλήνων να προφυλάξουν τους κατοίκους. Έτσι, νέοι από χωριά της περιοχής γύριζαν τις μέρες του 12ήμερου τα χωριά, ντυμένοι με φουστανέλες, φέροντας σπαθιά και παίζοντας ζουρνάδες και νταούλια. Ο ρόλος τους ήταν να προστατεύουν τα χωριά και για το έργο αυτό εισέπρατταν ως αντίτιμο δώρα ή οτιδήποτε είχαν οι χωρικοί: κρασί, κρέας, καλαμπόκι και σιτάρι.
Μωμόγεροι: Το έθιμο προέρχεται από Πόντιους πρόσφυγες και η ονομασία του προέρχεται από τις λέξεις μίμος ή μώμος και γέρος. Οι πρωταγωνιστές του φορούν προβιές ζώων και μάσκες ενώ ιδιαίτερο είναι το ενδιαφέρον ενός δρώμενου όταν συναντώνται διαφορετικές ομάδες μωμόγερων που οφείλουν να αντιπαρατεθούν σε μια μάχη όπου θα κερδίσει ο καλύτερος και ο χαμένος θα δηλώσει υποταγή.
Το Χριστόξυλο, έθιμο της Μακεδονίας
Στα χωριά της βορείου Ελλάδας, ο νοικοκύρης ψάχνει στα χωράφια τις παραμονές των γιορτών και διαλέγει το Χριστόξυλο, δηλαδή το πιο όμορφο, γερό και χοντρό ξύλο από πεύκο ή ελιά, που θα το πάει σπίτι του, με σκοπό να καίει συνέχεια στο τζάκι από τα Χριστούγεννα μέχρι και τα Φώτα. Ο λαός πιστεύει ότι καθώς καίγεται το Χριστόξυλο, ζεσταίνεται ο Χριστός στην κρύα σπηλιά της Βηθλεέμ.
Πριν ο νοικοκύρης φέρει το Χριστόξυλο, κάθε νοικοκυρά φροντίζει να έχει καθαρίσει καλά το σπίτι και με ιδιαίτερη προσοχή το τζάκι, ώστε να μη μείνει ούτε ίχνος από την παλιά στάχτη. Καθαρίζουν ακόμη και την καπνοδόχο, για να μη βρίσκουν πατήματα να κατέβουν οι καλικάντζαροι, τα κακά δαιμόνια, όπως λένε στα παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα παραμύθια.
Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, όταν όλη η οικογένεια θα είναι μαζεμένη γύρω από το τζάκι, ο νοικοκύρης του σπιτιού θα ανάψει την καινούρια φωτιά και θα μπει στην πυροστιά το Χριστόξυλο, με ευχή όλων να αντέξει για όλο το δωδεκαήμερο των γιορτών.
ΗΠΕΙΡΟΣ
Τα έθιμα των Χριστουγέννων για κάθε οικογένεια άρχιζαν με το σφάξιμο του χοίρου, που σε ορισμένες περιοχές ήταν ιεροτελεστία. Το χοιρινό είχε εξέχουσα θέση στο γιορτινό τραπέζι αλλά και στα γλέντια που γίνονταν ανήμερα των Χριστουγέννων στις πλατείες των χωριών.
«Τα σπάργανα του Χριστού», είναι το γλύκισμα – έθιμο που συναντάμε σε όλη την Ήπειρο και αναβιώνει έως σήμερα. Σε κάθε σπίτι ετοιμάζουν τα σπάργανα για το τραπέζι της παραμονής. Πρόκειται για χυλό από σταρένιο αλεύρι, που ψήνεται σε πυρωμένη πέτρα μέσα στο τζάκι, ενώ στη συνέχεια τις «τηγανίτες» αυτές μελώνουν σε ζαχαρόνερο, με καρύδια και κανέλα.
Είναι το γλύκισμα που τρώγεται το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων. Το έθιμο συμβολίζει τα σπάργανα του Ιησού στη φάτνη. Τα «σπάργανα του Χριστού» σε χωριά του Πωγωνίου τα λένε «λαλαγγίτες» και είναι το γλύκισμα για το τραπέζι της παραμονής.
Στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι έως και σήμερα, σε πολλά σπίτια οι νοικοκυρές μαγειρεύουν τα «γιαπράκια». Είναι λαχανοντολμάδες με φύλλα από λάχανο και το φαγητό συμβολίζει το ‘φάσκιωμα’ του νεογέννητου Χριστού.
Το αναμμένο πουρνάρι και το έθιμο της φωτιάς
Το έθιμο ,συμβολίζει τους βοσκούς που πήγαν να προσκυνήσουν το θείο βρέφος και είχαν ανάψει ένα ξερό κλαδί για να βλέπουν μέσα στην νύχτα. Ένα πολύ παλιό έθιμο στην Ήπειρο, που συναντάται με μικρές παραλλαγές στις διάφορες περιοχές της.
Το έθιμο τηρείται κυρίως, στα χωριά της Άρτας. Ανήμερα Χριστούγεννα, όποιος επισκεφτεί φιλικό ή συγγενικό σπίτι για να ευχηθεί χρόνια πολλά, καθώς και οι παντρεμένοι, που θα πάνε στο πατρικό τους, κρατούν ένα κλαρί από πουρνάρι που το ανάβουν στον δρόμο. Τα φύλλα του καθώς καίγονται τρίζουν και η ευχή στον κάθε οικοδεσπότη είναι να μεγαλώνει η φαμίλια και να προκόβουν τα κοπάδια.
Στα Γιάννενα, δεν κρατούν το πουρνάρι αναμμένο στο χέρι τους, αλλά στη χούφτα τους έχουν δαφνόφυλλα και πουρναρόφυλλα. Όταν μπουν στο σπίτι, τα πετούν μέσα στο τζάκι και καθώς τα φύλλα καίγονται, πετάνε σπίθες. Τότε δίνεται η καλύτερη ευχή στον νοικοκύρη: «Αρνιά, κατσίκια, νύφες και γαμπρούς!». Δηλαδή, να προκόβουν τα κοπάδια του, να πληθαίνει η φαμελιά του, να μεγαλώνουν τα κορίτσια και τα παλικάρια του, να του φέρνουν στο σπίτι νύφες και γαμπρούς, να του δώσουν εγγόνια που δε θ’ αφήσουν τ’ όνομα το πατρικό να σβήσει.
Στο χωριό Πουρνιά της Κόνιτσας την παραμονή των Χριστουγέννων το παραδοσιακό «έθιμο της φωτιάς» δημιουργεί γιορτινή διάθεση. Το πρωί στην πλατεία του χωριού ανάβει μια μεγάλη φωτιά και ο κόσμος κρατώντας μαγκούρες στα χέρια, πηγαίνει σε όλα τα σπίτια του χωριού για τα κάλαντα . Οι νοικοκυρές προσφέρουν φρεσκοψημένα καρβέλια ψωμί.
Στην Αγία Παρασκευή της Κόνιτσας τα παιδιά την παραμονή έπαιρναν τις «τζιουμάκες», ξύλα από κρανιά, σαν μπαστούνι και χτυπούσαν με αυτό τις πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών για τα κάλαντα.
Τα περασμένα χρόνια στα χωριά της Ηπείρου επέστρεφαν για τις γιορτινές μέρες οι ξενιτεμένοι και στηνόταν το «Ζιαφέτι», ένα μεγάλο πανηγύρι στις πλατείες και τις αυλές των εκκλησιών με τα κλαρίνα να αντηχούν στα βουνά και το γλέντι να κρατά ακόμη και δύο μέρες.
Το «αμίλητο νερό» είναι έθιμο χριστουγεννιάτικο στην Άρτα. Ανήμερα των Χριστουγέννων, και νωρίς το πρωί, πριν ξημερώσει, οι γυναίκες πήγαιναν χωρίς να μιλάνε, να πάρουν νερό από ξένη βρύση και έλεγαν, «όπως τρέχει το νερό στη βρυσούλα μου, έτσι να τρέχει και η σοδιά μου». Από το «αμίλητο νερό», έπιναν όλοι στο σπίτι για το καλό. Στη βρύση η γυναίκα άφηνε εδέσματα, «για να την ταΐσει», όμως στην πραγματικότητα για να βρουν οι φτωχοί συγχωριανοί φαγητό.
ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ
Το αρραβώνιασμα της φωτιάς: Γίνεται ξημερώματα των Χριστουγέννων την ώρα που ο λαός την αποκαλεί «ανοιχτή ώρα». Η νοικοκυρά βάζει ένα μεγάλο ξύλο στο τζάκι και σύμφωνα με την παράδοση εκείνη την ώρα ό,τι ζητήσεις – βεβαίως θα πρέπει να αφορά τα παιδιά και όχι τους παντρεμένους – μπορεί να γίνει. Τα συγκεκριμένα έθιμα συναντώνται σε πάρα πολλά σημεία της Ρούμελης ιδιαίτερα όμως στη δυτική Φθιώτιδα και στην ορεινή Δωρίδα.
Το «τάισμα» της βρύσης: Τα μεσάνυχτα της παραμονής των Χριστουγέννων, στα χωριά της Κεντρικής Ελλάδας, γίνεται το λεγόμενο «τάισμα» της βρύσης. Οι κοπέλες του χωριού, λίγες ώρες πριν ξημερώσει Χριστούγεννα, πηγαίνουν στις βρύσες του χωριού και τις αλείφουν με βούτυρο και μέλι, με την ευχή όπως τρέχει το νερό να τρέχει και η προκοπή στο σπίτι τον καινούργιο χρόνο και όπως γλυκό είναι το μέλι, έτσι γλυκιά να είναι και η ζωή τους. Μ’ αυτή την κίνηση παίρνουν από τη βρύση το «αμίλητο» νερό.
Για να έχουν καλή σοδειά έφερναν στη βρύση βούτυρο, τυρί, ή ψημένο σιτάρι ή κλαδί ελιάς, ή όσπρια και φρόντιζαν να φτάσουν εκεί όσο το δυνατόν νωρίτερα, γιατί, όπως έλεγαν, όποια θα πήγαινε πρώτη στη βρύση, αυτή θα στεκόταν και η πιο τυχερή ολόκληρο το χρόνο.
Επιστρέφοντας στο σπίτι, οι γυναίκες, έφερναν το καινούργιο νερό, αφού πρώτα είχαν αδειάσει από τα βαρέλια τους το παλιό. Η διαδικασία αυτή της μετάβασης και της επιστροφής στη βρύση, γίνεται σιωπηλά- για αυτό και ονομάστηκε αμίλητο νερό. Με το «αμίλητο» νερό οι γυναίκες ραντίζουν τα σπίτια τους, για ευρωστία και καλή τύχη.
ΘΕΣΣΑΛΙΑ
“Έλα, έχουμε γουρουνοχαρά”
Ένα από τα σημαντικότερα χριστουγεννιάτικα έθιμα της Θεσσαλίας είναι το σφάξιμο του γουρουνιού.
Η προετοιμασία για το σφάξιμο του γουρουνιού γινόταν με εξαιρετική φροντίδα, ενώ επακολουθούσε γλέντι μέχρι τα ξημερώματα, για να επαναληφθεί η ίδια διαδικασία την επόμενη και τη μεθεπόμενη μέρα. Τρεις-τέσσερις συγγενικές οικογένειες καθόριζαν με τη σειρά ποια ημέρα θα έσφαζε το γουρούνι της. Για κάθε σφαγή μεγάλου γουρουνιού απαιτούνταν 5-6 άνδρες, εκτός των παιδιών, που είχαν ηλικία πολλές φορές 20-25 ετών. Επειδή όμως η όλη εργασία είχε ως επακόλουθο το γλέντι και τη χαρά, γι’ αυτό και η ημέρα αυτή καθιερώθηκε ως “γουρουνοχαρά ή γρουνουχαρά”.
Μετά το γδάρσιμο, αρχίζει το κόψιμο του λίπους και στην συνέχεια το κόψιμο του κρέατος σε μικρά κομμάτια. Το λίπος λιώνεται και αποθηκεύεται σε μεγάλα δοχεία λαδιού για να χρησιμοποιηθεί αφού παγώσει από τις νοικοκυρές στα φαγητά τους κατά την διάρκεια της χρονιάς. Στις περισσότερες περιοχές της Θεσσαλίας, τα γουρούνια σφάζονται την ημέρα του Αγίου Στεφάνου στις 27 Δεκεμβρίου, γι’ αυτό και η γιορτή αυτή ονομάζεται Γρουνοστέφανος.
«Η κοτόσουπα»
Κύριο πιάτο την ήμερα των Χριστουγέννων είναι η γαλοπούλα. Την πρωτοχρονιά η συνήθεια ήταν να φτιάχνουν κότα ή “κούρκο” (γαλοπούλα) γεμιστό με κάστανα, καρύδια, σταφίδες, κιμά, κρεμμύδιπιπέρι και μαϊντανό, όλα καβουρδισμένα. Το έθιμο της γαλοπούλας έφτασε στην Ευρώπη από το Μεξικό το 1824 μ.Χ. Ενα άλλο συνηθισμένο πιάτο είναι το ψητό χοιρινό κρέας (το ψήσιμο γινόταν στη χόβολη του τζακιού). Υπήρχε όμως και η εποχή που τη μέρα αυτή έτρωγαν χοιρινό με πρασοσέλινο ή όποιο άλλο κρέας με πιλάφι.
Ωστόσο, σε αρκετές περιοχές της χώρας μας διατηρείται το έθιμο της κοτόσουπας, ιδιαίτερα στη Θεσσαλία και στην Κρήτη. Παλαιότερα η κοτόσουπα αποτελούσε το κυρίως πιάτο που έτρωγαν οι Έλληνες όταν επέστρεφαν από την εκκλησία.
ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ
Το κυνήγι τα Χριστούγεννα στα χωριά Μάνης
Κατά τη διάρκεια της σαρακοστής τα περισσότερα παιδιά βγαίνανε κυνήγι. Τα βράδια, όταν το σούρουπο έπεφτε για καλά και το κρύο άρχιζε να τσούζει, παίρνανε το “φακό” με καινούργια “πλάκα” και γυρίζανε στα χαλάσματα και στα σπήλια κοντά στο χωριό. Στόχος τους οι γουργουγιάννηδες, τα μικρά πουλάκια που κούρνιαζαν εκεί. Τα θαμπώνανε με το φακό και τα πιάνανε. Αν ήταν πολύ ψηλά, τα χτυπούσανε με τις λαστιχιέρες (σφεντόνες). Η μάνα ή κάποια μεγάλη αδερφή, μετά από πολλή γκρίνια τους, τα καθάριζαν και τα πάστωναν. Τα βάζανε σε πήλινα ή γυάλινα βάζα, για να τα φάνε τα Χριστούγεννα.
Πολλά παιδιά μάζευαν είκοσι και περισσότερα πουλάκια και καμάρωναν για τις … κυνηγετικές ικανότητες τους και για την σοδειά τους. Και όταν πλησίαζαν οι γιορτές, άρχιζαν οι παραδοσιακές ετοιμασίες. Το σπίτι έπρεπε να βάλει τα γιορτινά του και όλο το χωριό να καθαριστεί και να ετοιμαστεί, για να υποδεχτεί τους ξενιτεμένους του που θα έρχονταν να κάνουν γιορτές με τους δικούς τους.
Οι τηγανίδες (Χωριά της Έξω Μάνης)
Σε όλα τα σπίτια, παραμονές Χριστουγέννων θα έπλαθαν και θα έψηναν τις τηγανίδες, τα μανιάτικα λαλάγγια. Στο σοφρά ή σε κάποιο τραπέζι κοντά στην φωτογονία, η μητέρα και τα κορίτσια έπλαθαν το έτοιμο ζυμάρι σε χοντρό μακαρόνι, τις τηγανίδες, και το δίπλωναν τεχνικά στα τέσσερα. Μετά το έριχναν στη μεγάλη τηγάνα που ήταν γεμάτη καυτό λάδι πάνω στη φωτιά, για να ψηθεί. Η πρώτη τηγανίδα, μεγάλη και στρογγυλή με σταυρό στη μέση ήταν του Χριστού, η δεύτερη παρόμοια του σπιτιού κ.λ.π. Τις ψημένες τηγανίδες τις έβαζαν μέσα σε μπουρέκια (στρογγυλά μπακιρένια ταψιά) και σε λεκάνες. Όταν στράγγιζαν καλά τις έβαζαν σε κοφίνια και τις κρεμούσαν ψηλά. Η ποσότητα του ζυμαριού που θα γινόταν τηγανίδες ήταν αρκετή και πάντοτε ανάλογη με τον πληθυσμό της φαμελιάς. Η φωτιά για τις τηγανίδες έπρεπε να είναι δυνατή και να έχει διάρκεια. Γι αυτό ο πατέρας είχε σκίσει σκίζες τα χοντρά κούτσουρα. Ήταν η καλλύτερη καύσιμη ύλη για την περίπτωση. Τα παιδιά παρακολουθούσαν και όλοι, αν δεν ήταν Τετάρτη ή Παρασκευή, δοκίμαζαν και έκαναν τις κρίσεις τους. Και κάθε χρόνο σχεδόν εύρισκαν τα ίδια ελαττώματα στο πλάσιμο και το ψήσιμο, όταν μάλιστα κάποιος ήθελε να πιει νερό του έλεγαν να γυρίσει την πλάτη προς το τηγάνι για να μην …τον βλέπουν οι τηγανίδες και ρουφάνε το λάδι. Οι “λυπημένοι”, που είχαν πρόσφατο θάνατο, δεν έψηναν τηγανίδες, τους πήγαιναν όμως συγγενείς και φίλοι. Άλλα γλυκά που έφτιαχναν στο σπίτι την περίοδο αυτή ήταν οι κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα.
(Από το περιοδικό «Μάνη, χθες, σήμερα, αύριο»)
Τα Τσιλικρωτά (Δυτική Μάνη)
Και στη Μάνη ακούγονται δοξασίες για τα δαιμονικά και άλλα υπερφυσικά όντα, που βγαίνουν τα δωδεκαήμερα από του Χριστού ως τα Φώτα. Πρόκειται για τους Καλικάντζαρους. Πολλοί λαογράφοι υποστηρίζουν πως είναι οι Καλικάντζαροι απόγονοι του τραγοπόδη θεού Πάνα ή των Σατύρων, που πηδήσανε από την μυθολογία στη χριστιανική ζωή. Ο πατέρας της Ελληνικής Λαογραφίας Νικ. Γ. Πολίτης στις «Παραδόσεις» του αναφέρεται σε Λυκοκατζαραίους, Σκαλικαντζέρια, Καρκαντζέλια, Κωλοβελώνηδες, Πλανηταρούδια, Κάηδες, Παγανά. Στην περιοχή της Αντρούβιτσας (Δ. Μάνη) ονομάζουν τους Καλικάντζαρους Τσιλικρωτά. Ο Πασαγιάννης στο ομώνυμο χριστουγεννιάτικο διήγημά του αναφέρεται με ένα χαριτωμένο τρόπο σε θρύλους για τα ξωτικά αυτά.
Τους Καλικάντζαρους που μπαίνουν στα σπίτια από τις καπνοδόχους, γιατί τους προσελκύει η μυρωδιά του λαδιού από τις τηγανίδες, ο λαός τους έχει πλάσει ψηλούς, μαυριδερούς, ισχνούς, άσχημους με κόκκινα άγρια μάτια και τριχωτό όλο το σώμα.
Θεωρούνται «μαγαρισμένοι» και σιχαμεροί, κάνουν ζημιές όπως: σβήνουν τη φωτιά, μαγαρίζουν τα εδέσματα, παρενοχλούν τους ανθρώπους, κυρίως τα παιδιά και τις γριές και χοροπηδάνε στους δρόμους. Τρώνε βατράχους, χελώνες, φίδια, σκουλήκια κ.ά. Οι άνθρωποι προσπαθούν να εξολοθρεύσουν τις βλαπτικές τους ενέργειες με εξορκισμούς ή προσφορά γλυκισμάτων, τηγανίδων κ.τ.λ. Ο μεγάλος τους φόβος είναι ο αγιασμός.
Στη Μάνη ακούγονται και στην εποχή μας κάποια λαϊκά στιχουργήματα για τους Καλικάντζαρους:
Αρορίτες είμαστε,
αραρά γυρεύουμε
τηγανίδες θέλομε
τα παιδιά τα παίρνουμε
ή το (γ)κούρο ή τη (γ)κότα
ή θα σπάσαμε τη (μ)πόρτα.
Φοβούνται τον αγιασμό, γιατί, όποιος βραχεί με αγιασμένο νερό, αφανίζεται. Όταν βλέπουν τον παπά που αγιάζει, τρέχουν φωνάζοντας:
Φεύγετε να φεύγουμε
τι έφτασε ο σκυλόπαπας
με την αγιαστούρα του
ΚΡΗΤΗ
Χριστούγεννα με Κρητική λύρα και… μπουγάτσα
Ήθη και έθιμα που οι ρίζες τους φθάνουν μέχρι την αρχαία εποχή αναβιώνουν κάθε Χριστούγεννα στην Κρήτη.
Από αυτά τα έθιμα ξεχωρίζουν: το σφάξιμο του χοίρου, το χριστόψωμο, τα γλυκίσματα, το ποδαρικό, η μπουγάτσα και τα κάλαντα που λένε τα παιδιά γυρίζοντας από σπίτι σε σπίτι κρατώντας μια κρητική λύρα στο χέρι.
Εκτός από τα παιδιά τα οποία φέρνουν στο σπίτι την καλοτυχία, ανάλογες ιδιότητες έχουν κατά τη λαϊκή μας παράδοση και τα ζώα. Μάλιστα έβαζαν στο σπίτι ένα από τα ζώα τους, είτε αυτό ήταν βόδι είτε αιγοπρόβατο μέχρι να ουρήσει. Σε πολλές περιοχές της Κρήτης το βόδι είναι ευλογία και εξασφαλίζει την καλή χρονιά. Σε άλλες πάλι περιοχές έβαζαν τα παιδιά να χτυπούν στην πλάτη τη νεόνυμφη γυναίκα για να κάνει παιδιά. Πίστευαν μάλιστα ότι με το χτύπημα μεταδίδεται στη γυναίκα η γονιμοποιός δύναμη, την οποία κρύβει μέσα του χλωρό κλαρί.
Παλιότερα στα χωριά, δεν υπήρχε οικογένεια που να μην εκτρέφει όλο το χρόνο ένα γουρούνι για να το σφάξει τις γιορτινές μέρες. Ο χοίρος σφάζονταν την παραμονή των Χριστουγέννων, την ημέρα των Αγίων Δέκα και ήταν το κύριο Χριστουγεννιάτικο έδεσμα. Με το κρέας του έφτιαχναν: λουκάνικα, απάκια, πηχτή ή τσιλαδιά, σύγλινα (δηλαδή το κρέας του γουρουνιού κομμένο σε μικρά κομμάτια, που το έψηναν και το έβαζαν σε μεγάλα δοχεία και το κάλυπταν με το λιωμένο λίπος του ζώου), ομαθιές (έντερα χοίρου γεμισμένα με ρύζι, σταφίδες και κομματάκια συκώτι), τσιγαρίδες (κομμάτια μαγειρεμένου λίπους με μπαχαρικά που το έτρωγαν με ζυμωτό ψωμί για κολατσιό, όταν μάζευαν τις ελιές).
Τα καρακατζόλια
Η κρητική άποψη για τα καρακατζόλια είναι ότι τα παιδιά που γεννιούνται την ημέρα των Χριστουγέννων (άρα έχουνε συλληφθεί την ημέρα του Ευαγγελισμού, που καλό είναι, από σεβασμό στην Παναγία, να αποφεύγει κανείς την ερωτική πράξη) μεταμορφώνονται σε καρακατζόληδες κάθε χρόνο την παραμονή των Χριστουγέννων και, την ημέρα τ’ Αγιασμού (όπου ο καθαγιασμός της φύσης διώχνει όλα τα κακά –αρχαία δοξασία κι αυτό), ξαναγίνονται άνθρωποι –αυτό συνεχίζεται κι όταν μεγαλώνουν.
Το Χριστόψωμο
Το ζύμωμα είναι μια ιεροτελεστία. Χρησιμοποιούν, ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι, ροδόνερο, μέλι, σουσάμι, κανέλα και γαρίφαλα. Πλάθουν το ζυμάρι και παίρνουν τη μισή ζύμη και φτιάχνουν μια κουλούρα. Με την υπόλοιπη φτιάχνουν σταυρό με λουρίδες από τη ζύμη. Στο κέντρο βάζουν ένα άσπαστο καρύδι. Στην υπόλοιπη επιφάνεια σχεδιάζουν σχήματα με το μαχαίρι ή με το πιρούνι, όπως λουλούδια, φύλλα, καρπούς, πουλάκια. Το κόβουν ανήμερα τα Χριστούγεννα, δίνοντας πολλές ευχές. Παλαιότερα στην Κρήτη τα ζώα είχαν μερίδα και στο Χριστόψωμο. Το ανακάτευαν με τα πίτουρα και το έδιναν στα ζώα να το φάνε, για να ευλογηθούν κι αυτά.
Αναπαράσταση της φάτνης
Στην σπηλιά του Αϊ Γιάννη στην Μαραθοκεφάλα Κισάμου στα Χανιά την παραμονή των Χριστουγέννων τελείται Αρχιερατική θεία λειτουργία. Η αναπαράσταση της φάτνης όπου γεννήθηκε ο Χριστός με πρόβατα, βοσκούς φωτιές σήμαντρα και το αστέρι να λάμπει στην κορυφή της σπηλιάς δίνουν ιδιαίτερο χρώμα. Παλιότερα, από την παραμονή των Χριστουγέννων οι γεωργοί, οι βοσκοί και οι ναυτικοί έλεγαν «πώς παλεύουν οι καιροί και οι αέρηδες ποιος θα γεννηθεί και ποιος θα βαπτισθεί». Οποίος γεννηθεί, όποιος δηλαδή υπερισχύσει και βγει νικητής την ημέρα των Χριστουγέννων, αυτός θα υπερισχύσει μέχρι και τα Φώτα, αλλα και ολόκληρο τον καινούργιο χρόνο.
Γλυκίσματα
Τα παραδοσιακά γλυκά των γιορτών είναι τα μελομακάρονα οι κουραμπιέδες, τα σαρίκια, οι λουκουμάδες, οι γλυκοκουλούρες, η Βασιλόπιτα. Τα μελομακάρονα βουτιούνται σε μέλι και πασπαλίζονται με κοπανισμένο καρύδι, σησάμι και κανέλα. Οι κουραμπιέδες έχουν αγνό βούτυρο, ρακί, αμύγδαλα, ζάχαρη άχνη. Η ζάχαρη συμβολίζει τα χιονισμένα βουνά της εποχής. Τα σαρίκια είναι από φύλλο ζύμης, τηγανίζονται σε καυτό λάδι και πασπαλίζονται με κανέλα και σησάμι. Τα ξεροτήγανα είναι περίπου ίδια με τα σαρίκια αλλά τυλίγονται στα δάκτυλα.
Τα κάλαντα
Με την Κρητική διάλεκτο μνημονεύουν τα γεγονότα των εορτών, καταλήγουν με ευχές για τον νοικοκύρη του σπιτιού και λέγονται την παραμονή της κάθε γιορτής συνήθως από παιδιά που γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι και τα τραγουδούν κρατώντας τρίγωνα, λύρες και λαούτα.
Χαρακτηριστικό το παρακάτω απόσπασμα από Κρητικά Κάλαντα:
«Ταχειά ταχειά ν’αρχιχρονιά κι αρχή του Γεναρίου
αύριο ξημερώνεται τ” αγίου Βασιλείου
Πρώτα που βγήκεν ο Χριστός
– άγιος και πνευματικός –
στη γη να περπατήσει
βγήκε και χαιρέτησε όλους τους ζευγολάτες.
Τον πρώτο που χαιρέτησε ήτον Άγιο Βασίλης
– Καλώς τα κάνεις Βασιλειό, καλόν ζευγάριν έχεις »
ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ
Κύριο φαγητό στα περισσότερα νησιά της Δωδεκανήσου ήταν και σε γενικές γραμμές παραμένει, παράλληλα με τη γαλοπούλα τα τελευταία χρόνια, το χοιρινό κρέας. Σε αρκετά χωριά της Ρόδου, το σφάξιμο του χοίρου που μεγάλωναν οι οικογένειες γινόταν σε παρέες και με ειδική ιεροτελεστία.
Από τα Χριστουγεννιάτικα φαγητά ήταν επίσης τα παραδοσιακά «γιαπράκια» (ντολμαδάκια) τα οποία δεν έλειπαν από το τραπέζι. Σε ό,τι αφορά τα γλυκά τόσο στη Ρόδο όσο και στα υπόλοιπα νησιά το χαρακτηριστικό είναι οι δίπλες, οι οποίες εξακολουθούν να κατασκευάζονται και σήμερα.
Στη Νίσυρο, το βράδυ των Χριστουγέννων ο ιερέας τελεί τρισάγιο και κατόπιν προσφέρει στους πιστούς «ευλογημένα» τα οποία μόλις έφταναν στο σπίτι, τα τοποθετούσαν στο γιορτινό τραπέζι και τα έτρωγαν πρώτα.
Στον Αρχάγγελο, στη Σάλακο και σε πολλά άλλα από τα χωριά της Ρόδου, το «Χριστόψωμο» είναι το πρόσφορο που πάνε στον παπά τα Χριστούγεννα. Το γιορτινό τραπέζι των Χριστουγέννων στρώνεται από το βράδυ της παραμονής. Στο κέντρο τοποθετείται το Χριστόψωμο και δίπλα το μέλι με πολλούς ξηρούς καρπούς.
ΚΕΡΚΥΡΑ
Η Κέρκυρα, παραμονή των εορτών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, μεταμορφώνεται, φοράει τα καλά της και ντύνεται στα κόκκινα, με τα λαμπιόνια σε κάθε παραθυρόφυλλο να μοιάζουν σα πολύτιμα πετράδια στο φόρεμά της.
Τα κάλαντα: Σε κάθε Φιλαρμονική Εταιρεία από νωρίς το απόγευμα, από τις αρχές του Νοέμβρη γίνεται η προετοιμασία για τη μεγάλη μέρα. Την παραμονή των δύο εορτών Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς. πρέπει όλα να είναι τέλεια, καθώς από νωρίς το πρωί οι Φιλαρμονικές, θα πλημμυρίσουν την πόλη που θα γεμίσει χρώμα και μελωδία. Κάθε χρόνο είναι σαν ένα νέο ντεμπούτο μιας μεγάλης παράστασης.
ΝΗΣΙΑ
Τα αγιοβασιλιάτικα καραβάκια (Χίος)
Στην Χίο, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς υπάρχει ένα έθιμο, τα αγιοβασιλιάτικα καραβάκια. Σύμφωνα με αυτό, οι ενορίες κατασκευάζουν πλοία, σε σμύκρινση. Αυτά συναγωνίζονται μεταξύ τους ως προς την ποιότητα κατασκευής και ως προς την ομοιότητα με τα πραγματικά πλοία, ενώ οι ομάδες, το πλήρωμα, του κάθε πλοίου τραγουδούν κάλαντα.
Το σπόρδισμα των φύλλων (Θάσος)
Στη Θάσο, έως σήμερα, οι οικογένειες κρατούν ένα πολύ παλιό έθιμο είναι το σπόρδισμα των φύλλων και γίνεται ως εξής: Κάθονται όλοι γύρω από το αναμμένο τζάκι, τραβούν την ανθρακιά προς τα έξω και ρίχνουν γύρω στ’ αναμμένα κάρβουνα, φύλλα ελιάς, βάζοντας στο νου τους από μια ευχή, χωρίς όμως να την πουν στους άλλους. Όποιου το φύλλο γυρίσει περισσότερο, εκείνου θα πραγματοποιηθεί και η ευχή του.
Το έθιμο της “κολόνιας” (Επτάνησα)
Στα Επτάνησα, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τηρείται το έθιμο της “κολόνιας”. Οι άνθρωποι κατεβαίνουν στους δρόμους κρατώντας μπουκάλια με κολόνια και “ραίνουν” ο ένας τον άλλο. Με τον τρόπο αυτό, γιορτάζουν τον ερχομό του νέου έτους, και τραγουδούν: “ Ήρθαμε με ρόδα και ανθούς να σας ειπούμε Χρόνους Πολλούς”.
Το γλέντι (Λήμνος)
Στη Λήμνο, τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων σφάζουν γουρουνόπουλα, ενώ το βράδυ της ίδια μέρας στήνουν χορούς στους δρόμους και στα σπίτια.
«Ευλογημένα» ( Νίσυρος)
Στη Νίσυρο, το βράδυ των Χριστουγέννων ο ιερέας τελεί τρισάγιο και κατόπιν προσφέρει στους πιστούς «ευλογημένα» τα οποία μόλις έφταναν στο σπίτι, τα τοποθετούσαν στο γιορτινό τραπέζι και τα έτρωγαν πρώτα. Όσα φαγητά και αν υπήρχαν στο τραπέζι σχεδόν ποτέ δεν έλλειπε το ρύζι , σύμβολο ευμάρειας.
«Χριστόψωμο» (Ρόδος)
Στον Αρχάγγελο και στη Σάλακο της Ρόδου, το «Χριστόψωμο» είναι το πρόσφορο που πάνε στον παπά τα Χριστούγεννα. Το γιορτινό τραπέζι των Χριστουγέννων στρώνεται από το βράδυ της παραμονής. Στο κέντρο τοποθετείται το Χριστόψωμο και δίπλα το μέλι με πολλούς ξηρούς καρπούς.
«Μαγικές» δυνάμεις έχει σύμφωνα με τη λαϊκή μας παράδοση και το νερό, το οποίο αντλείται «αμίλητο» πριν από την ανατολή του ηλίου. Με το «αμίλητο νερό» παρασκευάζεται το προζύμι για το επόμενο έτος.
Φυσικά ανήμερα των Χριστουγέννων οι επισκέψεις μεταξύ των συγγενών και φίλων αλλά και οι ανταλλαγές δώρων είναι συνηθισμένες.
“Γίπλα”(Κάρπαθος)
Στην Κάρπαθο κάθε Χριστούγεννα οι νύφες πλάθουν για τις πεθερές τους μια «γίπλα», ένα μεγάλο κουλούρι που έχει στολίδια. Στη συνέχεια την καλοψήνουν και την προσφέρουν ως δώρο.
ΠΗΓΗ: nextdeal.gr