Δευτέρα 20 Μαΐου 2024

Ανησυχία για τα χαμηλά ποσοστά εμβολιασμού άνω των 60 ετών – Τι γίνεται στον Έβρο

Ο σημαντικότερος, ίσως, παράγοντας που καθορίζει την πίεση στο ΕΣΥ είναι η εμβολιαστική κάλυψη στα άτομα άνω των 60 ετών.

Η νέα απόφαση της κυβέρνησης να συνδυάζεται η πρόσβαση σε όλες τις δραστηριότητες με την τρίτη δόση για τα άτομα άνω των 60 ετών μόνο τυχαία δεν είναι, καθώς από αυτήν την ηλικία και πάνω αυξάνεται κατακόρυφα η πιθανότητα βαριάς νόσησης και θανάτου από την Covid-19.

Οι επιστήμονες τονίζουν ότι η χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη στους πολίτες άνω των 60 ετών σε συγκεκριμένες περιοχές – ακόμη και εάν στις ίδιες περιοχές τα ποσοστά εμβολιασμού στον συνολικό πληθυσμό είναι περισσότερο ικανοποιητικά – οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε γεμάτα νοσοκομεία. Υπάρχουν, ωστόσο, πολλές παράμετροι που επηρεάζουν, τελικά, το επίπεδο συναγερμού στις δομές Υγείας μιας περιοχής.

Παραδείγματα

Αναλύοντας τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του ο Ελεύθερος Τύπος της Κυριακής για ποσοστά εμβολιασμών των 60άρηδων και στις 74 Περιφερειακές Ενότητες της χώρας, γίνεται εύκολα αντιληπτό γιατί σε ορισμένες περιοχές τα νοσοκομεία πιέζονται και σε άλλες όχι. Τα παραδείγματα της Δυτικής Αττικής και του Ρεθύμνου έχουν αναλυθεί εκτενώς από την καθηγήτρια Παιδιατρικής – Λοιμωξιολογίας, Βάνα Παπαευαγγέλου. Όπως φαίνεται από τα επικαιροποιημένα στοιχεία, στη Δυτική Αττική το ποσοστό πλήρως εμβολιασμένων για όλο τον πληθυσμό συνολικά ανέρχεται σε 45%, ενώ για τους άνω των 60 ετών σε 69%. Αντίστοιχα, στο Ρέθυμνο το ποσοστό πλήρως εμβολιασμένων συνολικά στον πληθυσμό είναι 57%, ενώ για τους κατοίκους άνω των 60 ετών το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται σε 75%. Σε αυτές τις περιοχές, παρά το γεγονός ότι καταγράφονται πολλαπλά κρούσματα, δεν υπάρχει τόση ένταση του τέταρτου κύματος σε επίπεδο νοσηλειών, διασωληνώσεων και θανάτων ακριβώς επειδή οι πιο «επικίνδυνοι» να νοσήσουν βαριά είναι εμβολιασμένοι σε έναν βαθμό.

Αντίστοιχες τέτοιες διαφορές ανάμεσα στο συνολικό ποσοστό εμβολιαστικής κάλυψης και σε εκείνο που αφορά στα άτομα άνω των 60 ετών καταγράφονται και αλλού. Ενδεικτικά, στον Έβρο το ποσοστό εμβολιασμού συνολικά για τον πληθυσμό είναι 51% αλλά στους άνω των 60 ετών είναι 70%. Παρόμοια τέτοια παραδείγματα είναι η Μαγνησία (70% στους πολίτες άνω των 60 ετών έναντι 55% στον γενικό πληθυσμό), η Κοζάνη (70% έναντι 56%), η Εύβοια (70% έναντι 55%), η Ημαθία (71% έναντι 53%), η Πιερία (65% έναντι 46%).

Γεωγραφική κατανομή

Παρ’ όλα αυτά, περιοχή με περιοχή διαφοροποιείται ακόμη και εάν «ακολουθεί» τον παραπάνω… κανόνα, καθώς σημαντικό ρόλο στη δύσκολη εξίσωση έχει ο ίδιος ο πληθυσμός άνω των 60 ετών αλλά και η γεωγραφική κατανομή του. Για παράδειγμα, όπως αναφέρει στον «Ε.Τ.» της Κυριακής η κ. Παπαευαγγέλου, η Ευρυτανία, που εμβολιαστικά είναι πολύ χαμηλά (38% στον γενικό πληθυσμό, 37% στους άνω των 60 ετών), δεν έχει τόσους θανάτους, καθώς οι κάτοικοί της είναι διασκορπισμένοι και απομονωμένοι. «Στη Φωκίδα, επίσης, δεν έχουν κρούσματα και θανάτους, καθώς ζουν σε μικρά χωριά χωρίς να καταγράφεται κινητικότητα. Δεν είναι το ίδιο, π.χ., με τη Δράμα και την Κατερίνη, που είναι πεδινές περιοχές. Επίσης, στη Δυτική Αττική δεν υπάρχει μεγάλο ποσοστό ηλικιωμένων πολιτών που ζουν εκεί», αναφέρει η κ. Παπαευαγγέλου και προσθέτει: «Αυξημένο αριθμό κρουσμάτων και κατ’ επέκταση νοσηλειών παρατηρούμε στην Πέλλα, στο Κιλκίς, στην Πιερία, στην Ημαθία, στη Δράμα. Εκεί συνυπάρχουν οι εξής παράγοντες: Είναι αυξημένος ο δείκτης θνησιμότητας, η εμβολιαστική κάλυψη είναι χαμηλή συνολικά, η εμβολιαστική κάλυψη στους μεγαλύτερους επίσης. Βλέπουμε ότι αυτές οι περιοχές έχουν καταγράψει αύξηση μόλις 4% τον τελευταίο μήνα στην εμβολιαστική κάλυψη».

Είναι, όμως, το 70%-75% των εμβολιασμένων άνω των 60 ετών ένα «ικανοποιητικό» ποσοστό;

Η απάντηση, σύμφωνα με τους ειδικούς, είναι ξεκάθαρη και είναι αρνητική. «Ας πάρουμε ένα από τα υψηλότερα ποσοστά εμβολιασμού στους πολίτες άνω των 60 ετών, για παράδειγμα τον Βόρειο Τομέα Αθηνών (83% στους άνω των 60), που είναι ένα καλό ποσοστό. Ωστόσο, για να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος θανάτου θέλουμε απόλυτο αριθμό σε αυτές τις ηλικίες. Δηλαδή, 95% και πλέον», εξηγεί στον «Ε.Τ.» της Κυριακής ο αναπληρωτής καθηγητής Επιδημιολογίας του ΕΚΠΑ, Δημήτρης Παρασκευής.

Facebook
Twitter
WhatsApp
Email

◉ Διαβάστε ακόμη