Τα οφέλη αλλά και τους κινδύνους από το επικείμενο άνοιγμα των σχολείων περιγράφει σε συνέντευξη του στο kathimerini.gr ο διδάκτωρ μοριακής βιολογίας, Γιάννης Πρασσάς. Ο μόνιμος ερευνητής στο τμήμα παθολογίας του πανεπιστημιακού νοσοκομείου Mount Sinai Ηospital στο Τορόντο, εξηγεί ποιες είναι οι τρέχουσες εξελίξεις της πανδημίας και αναλύει όλα τα ενδεχόμενα ενόψει της 13ης Σεπτεμβρίου.
«Θα πρέπει να θεωρηθεί ηθική μας υποχρέωση απέναντι στα παιδιά να εξαντλήσουμε κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε τα σχολεία να είναι τα τελευταία που θα ξανακλείσουν στις επόμενες φάσεις διαχείρισης της πανδημίας», υπογραμμίζει εμφατικά.
Αναφερθείς στον εμβολιασμό των παιδιών άνω των 12 ετών, σημειώνει ότι με βάση τα στοιχεία που έχουμε, «το κόστος του εμβολιασμού είναι μικρότερο σε σχέση με τα οφέλη του» και πως το μόνο πραγματικό δίλημμα είναι το «εμβόλιο ή ιός», καθώς η πανδημία θα παραμείνει για καιρό και «είναι απλά θέμα χρόνου να μας συναντήσει όλους».
Τέλος, «βλέπει» να κλείνει ο πρώτος κύκλος της πανδημίας το προσεχές καλοκαίρι και προειδοποιεί ότι μπροστά μας έχουμε μια εξαιρετικά δύσκολη άσκηση ισορροπίας.
Αναλυτικά η συνέντευξη
Με αφορμή το επικείμενο άνοιγμα των σχολείων, πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος τους στη διασπορά του ιού;
Σε αντίθεση με την αρχική εντύπωση ότι τα παιδιά κολλάνε λιγότερο τον ιό, ξέρουμε πλέον ότι τα παιδιά και οι έφηβοι μπορεί να μολυνθούν και να μεταδώσουν τον ιό SARS-CoV-2 και να μετέχουν εξίσου σημαντικά στις αλυσίδες μετάδοσης του. Συμφωνά με το CDC, στις Ηνωμένες Πολιτείες έως τον Μάρτιο του 2021, τα εκτιμώμενα αθροιστικά ποσοστά μόλυνσης SARS-CoV-2 σε παιδιά ηλικίας 5-17 ετών ήταν συγκρίσιμα με τα ποσοστά μόλυνσης σε ενήλικες ηλικίας 18-49 ετών και υψηλότερα από τα ποσοστά μόλυνσης σε ενήλικες ηλικίας 50 ετών και άνω.
Το ότι στα σχολεία και στα νηπιαγωγεία γίνεται μεγάλη μετάδοση ιογενών λοιμώξεων δεν νομίζω να προκαλεί έκπληξη σε κανέναν. Όσοι ζούμε με παιδιά στον κύκλο μας γνωρίζουμε καλά ότι το άνοιγμα των σχολείων παραδοσιακά σημαίνει χαρτομάντιλα, συνάχι και απανωτές ιώσεις -πέρυσι ήταν η μονή χρόνια που θυμάμαι να μην έχουμε αρρωστήσει. Ειδικά με το υπέρ-μεταδοτικό δέλτα -που δίνει πολύ εύκολα μεγάλα outbreaks-, τα σχολεία μπορεί να αποτελέσουν σημαντικά κέντρα μετάδοσης, ειδικά απουσία σοβαρών μέτρων.
Τον τελευταίο καιρό υπάρχουν αρκετές αναφορές από μεγάλα ενδοσχολικά ξεσπάσματα. Χαρακτηριστικότερη ίσως περίπτωση το outbreak σε δημοτικό σχολείο στην Καλιφόρνια, στο οποίο η ανεμβολίαστη δασκάλα παρερμηνεύοντας τα συμπτώματα της ως αλλεργικής φύσης, προκάλεσε την μετάδοση του ιού σε δεκάδες μαθητές -παρά τη χρήση μάσκας- τα οποία με τη σειρά τους το μετέδωσαν στις οικογένειες τους.
Στο Ισραήλ, πριν από την εισαγωγή του εμβολίου, ένα σχολείο έκλεισε λιγότερο από δύο εβδομάδες μετά την επαναλειτουργία, όταν δύο συμπτωματικοί μαθητές προκάλεσαν 153 μολύνσεις μεταξύ μαθητών και 25 μεταξύ των μελών του προσωπικού.
Γενικά πάντως το ρίσκο ενδοσχολικής μετάδοσης του ιού σχετίζεται άμεσα με τον γενικότερο βαθμό κυκλοφορίας του ιού στην κοινότητα. Εκεί που ο ιός κυκλοφορεί πολύ στην τοπική κοινότητα, εκεί είναι που το ρίσκο ενδοσχολικής μετάδοσης μεγιστοποιείται. Γι’ αυτό και δυστυχώς το ρίσκο ενδοσχολικών outbreaks είναι ακόμη μεγαλύτερο στις φτωχότερες γειτονιές. Το κακό με τις ενδοσχολικές μεταδόσεις είναι ότι σχεδόν πάντα οδηγούν σε ενδοοικογενειακές μεταδόσεις.
Βάσει των παραπάνω και του πανδημικού timing, συμφωνείτε με την απόφαση να ανοίξουν τώρα τα σχολεία;
Ναι, συμφωνώ. Η εκπαίδευση είναι ένας καθοριστικός παράγοντας για την υγεία και την ευημερία των παιδιών. Τα σχολεία παρέχουν ένα ασφαλές περιβάλλον στα παιδιά για να αναπτύξουν εργαλεία κοινωνικοποίησης, να μετέχουν σε αθλητικές/ομαδικές δραστηριότητες και να ανακαλύψουν ενδιαφέροντα σε εξωσχολικές δραστηριότητες. Η εμπειρία της περσινής χρονιάς απέδειξε ότι η εκπαίδευση από απόσταση δεν μπορεί να προάγει στον ίδιο βαθμό τα πολύπλευρα οφέλη της παρουσίας των παιδιών στην σχολική αίθουσα.
Με αυτό κατά νου και δεδομένης της μιας ήδη (σχεδόν) χαμένης χρονιάς, θεωρώ ότι θα έπρεπε να θεωρηθεί ηθική μας υποχρέωση απέναντι στα παιδιά να εξαντλήσουμε κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε τα σχολεία να είναι τα τελευταία που θα ξανακλείσουν στις επόμενες φάσεις διαχείρισης της πανδημίας. Δυστυχώς όμως δεν έγιναν πολλά πράγματα προς αυτή την κατεύθυνση. Προσωπικά δεν άκουσα ούτε για προσπάθειες ανανέωσης εξαερισμών των σχολικών αιθουσών -κάτι που έχει γίνει για παράδειγμα εδώ στο Οντάριο-, ούτε για εγκατάσταση ανιχνευτών CO2 -που να σηματοδοτούν άμεση ανάγκη για ανανέωση αέρα-, ούτε για κάποιο μακρόπνοο στρατηγικό σχεδιασμό προγράμματος επαναληπτικών διαγνωστικών τεστ, ούτε για προσπάθειες εκμετάλλευσης εξωτερικών χώρων στο μέγιστο δυνατό, ούτε συγκεκριμένα πλάνα για μεγιστοποίηση αποστάσεων στις αίθουσες και περιορισμό ενδοσχολικής κινητικότητας, ούτε θέσπιση κινήτρων για παραμονή στο σπίτι ακόμη και με υποψία συμπτωμάτων και ούτε είδα και καμία πολύ αποτελεσματική επικοινωνιακή προσπάθεια να εξηγηθούν τα οφέλη του εμβολιασμού στους μαθητές άνω των 12 ετών. Εύχομαι κάποια από αυτά να έχουν γίνει και να μην έχουν πέσει απλά στην αντίληψη μου.
Ένα από τα βασικά συνθήματα του αντιεμβολιαστικού τόξου είναι το «Κάτω τα χέρια από τα παιδιά μας». Προφανώς αντιτάσσονται στον εμβολιασμό και των παιδιών. Πόσο ασφαλές είναι να εμβολιαστούν τα παιδιά και ιδανικά από ποια ηλικία;
Το σύνθημα «κάτω τα χεριά από τα παιδιά μας» θα έπρεπε νοερά να το απευθύνουμε όλοι μαζί στον ιό και να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας ώστε να μειώσουμε τις επιπτώσεις του πανδημικού κύματος στην μελλοντική υγεία των παιδιών μας. Η σχετική συζήτηση είναι πολύ σημαντική αλλά δυστυχώς τις περισσότερες φόρες γίνεται με έντονο συναισθηματικό χρώμα που υπονομεύει μια πιο νηφάλια προσέγγιση.
Τα νούμερα μας λένε ότι τα παιδιά είναι πολύ λιγότερο ευάλωτα στον ιό σε σχέση με τους ηλικιωμένους όσον αφορά την πιθανότητα βαριάς νόσησης από COVID-19. Στην τεράστια πλειονότητα τους, ακόμη και αν κολλήσουν τα παιδιά μας θα το περάσουν ελαφριά. Αλλά χαμηλό ρίσκο δεν σημαίνει καθόλου ρίσκο. Ενδεικτικά, τις τελευταίες εβδομάδες έχουμε σταθερά περίπου 2.000 νοσηλείες παιδιών στην Αμερική από COVID-19.
Συμφωνά με το CDC, τα αναλυτικά στοιχεία από 14 πολιτείες δείχνουν ότι ο σωρευτικός δείκτης παιδιατρικών νοσηλειών είναι περίπου 1 στα 2.000 παιδιά. Από τις παιδιατρικές αυτές νοσηλείες το 26,5% κατέληξαν σε ΜΕΘ, το 6% χρειάστηκαν διασωλήνωση και το 0,7% των παιδιών που χρειάστηκαν νοσηλεία απεβίωσαν.
Επιπλέον, υπολογίζεται ότι περίπου 1 στα 50 παιδιά που θα μολυνθεί θα εξακολουθεί να παρουσιάζει συμπτώματα νόσησης για πάνω από 3 μήνες (μακροχρόνιο COVID) με οτιδήποτε μπορεί κάτι τέτοιο σημαίνει για την ομαλή τους σχολική συμμετοχή, εκπαιδευτική εξέλιξη αλλά και την μετέπειτα υγεία τους.
Ένα προς ένα, τα νούμερα αυτά μπορεί να ακούγονται μικρά, αλλά αν αναλογιστούμε ότι μπορεί να μιλάμε για εκατοντάδες χιλιάδες μολύνσεις τα επόμενα χρόνια τότε το πραγματικό συνολικό διακύβευμα δεν είναι καθόλου αμελητέο. Ο μόνος τρόπος να μειωθεί το διακύβευμα αυτό είναι ο εμβολιασμός των παιδιών -για την ώρα από 12 ετών και πάνω.
Οι κλινικές μελέτες για τις ηλικίες αυτές έχουν ολοκληρωθεί κανονικά και έχουν δείξει θετικό ισοζύγιο οφέλους/κόστους υπέρ του εμβολιασμού. Το υγειονομικό κόστος του εμβολιασμού για τα παιδιά και τους νέους δεν είναι μηδέν. Γνωρίζουμε ότι τα mRNA εμβόλια που έχουν πάρει έγκριση (Pfizer/Μoderna) δημιουργούν σχετικά σπάνια (συχνότητα που φτάνει μέχρι και 1: 6,000 σε αγόρια 18-24 ετών) φλεγμονή στον καρδιακό ιστό (μυοκαρδίτιδα, περικαρδίτιδα).
Η μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων αυτών δείχνουν να αναρρώνουν πλήρως και σχετικά εύκολα με την χρήση κοινών αντιφλεγμονωδών για λίγες μέρες. Ταυτόχρονα όμως φαίνεται ότι η φυσική νόσηση δημιουργεί αντίστοιχες μυοκαρδίτιδες/περικαρδίτιδες 6-7 φόρες πιο συχνά (περίπου 1: 1,000 μολύνσεις). Και όπως είπαμε, εκτός από μυοκαρδίτιδες, η μόλυνση με SARS-COV2 μπορεί να επιφέρει στα παιδιά και ένα σωρό άλλες επιπλοκές, συνήθως πολύ σπάνιες αλλά ενίοτε πολύ σοβαρές (π.χ. το σοβαρό σύνδρομο πολυσυστημικης φλεγμονής MIS, σε συχνότητα 1: 5,000).
Κάποιο κόστος λοιπόν υπάρχει και από τις δυο επιλογές. Αλλά, στη βάση των στοιχείων που έχουμε, το κόστος του εμβολιασμού είναι μικρότερο σε σχέση με τα οφέλη του. Είναι σε αυτή τη βάση που περίπου το 82% των παιδιών 12-17 ετών και το >95% των 18-24 ετών στο Τορόντο είναι ήδη εμβολιασμένοι.
Τι θα λέγατε σε κάποιον νέο/νέα (12+ ετών) που δυσκολεύεται ακόμη να ζυγίσει τις επιλογές του;
Θα έλεγα ότι τη στιγμή που έσκασε ένας νέος πανδημικός ιός ένα εξτρά πακέτο υγειονομικού ρίσκου προσγειώθηκε αυτόματα στα κεφάλια όλων μας. Για κάποιους το πακέτο αυτό είναι πολύ μεγάλο και για άλλους πολύ μικρότερο. Είναι αλήθεια ότι εσύ είσαι πολύ πολύ λιγότερο ευάλωτος να νοσήσεις σοβαρά από τον ιό, σε σχέση με τους ηλικιωμένους και ευπαθείς. Αλλά το «μειωμένο ρίσκο» δεν σημαίνει «καθόλου ρίσκο».
Και ότι το μόνο πραγματικό δίλημμα είναι το «εμβόλιο ή ιός». Γιατί, το τίποτα από τα δυο, δυστυχώς δεν φαίνεται να προκύπτει σαν επιλογή. Ένας ιός που έχει γίνει τόσο μεταδοτικός -σε επίπεδα σχεδόν ανεμοβλογιάς- και που από ό,τι όλα δείχνουν θα παραμείνει ενδημικά μαζί μας για καιρό, είναι απλά θέμα χρόνου να μας συναντήσει όλους.
Θα του θύμιζα ότι για τόσο σημαντικά και πολύπλοκα θέματα, όπως είναι η προστασία της υγείας μας, έχουμε εξειδικευμένα θεσμικά όργανα που τα έχουμε βάλει εκεί όλοι μας για να μπορούν να αναλύουν πιστά τα δεδομένα και να μας ενημερώνουν υπεύθυνα και με διαφάνεια για το τι είναι αυτό που μας λένε τα υπάρχοντα δεδομένα ότι είναι προς το συμφέρον μας να κάνουμε.
Θα του έδειχνα ότι σχεδόν όλα τα αρμόδια θεσμικά όργανα (ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, οι παιδιατρικοί σύλλογοι των περισσότερων χώρων και οι περισσότερες παιδιατρικές επιστημονικές κοινότητες στις χώρες της Δύσης) μας λένε ότι στη βάση των δεδομένων που έχουμε προκύπτει θετικό ισοζύγιο οφέλους/κόστους για τον εμβολιασμό σου και ότι ο εμβολιασμός είναι ο αποτελεσματικότερος τρόπος για να μειωθεί περαιτέρω το ήδη μικρό πακετάκι ρίσκου που σου αναλογεί.
Τέλος, θα του θύμιζα ότι πέραν του προσωπικού οφέλους, με τον εμβολιασμό του/της θα συνείσφερε και στην συλλογική προσπάθεια αντιμετώπισης της πανδημίας.
Η τελική ερώτηση κ. Πρασσά μοιάζει με κλισέ, αλλά είναι αυτό που τριβελίζει το μυαλό όλων. Υπάρχει φως στην άκρη του τούνελ; Πότε θα το δούμε;
Θα σας πω ότι η συζήτηση για τα σχολεία που κάνουμε τώρα θα πρέπει να την δούμε μέσα από το μεγαλύτερο πλαίσιο της συνολικής προσπάθειας αντιμετώπισης της πανδημίας. Κάλο είναι όλοι να θυμόμαστε ότι η πανδημία είναι πρωταρχικά ένα πρόβλημα δημοσιάς υγείας, εξ ορισμού δηλαδή ένα συλλογικό πρόβλημα. Το μεγάλο ρίσκο στην διαχείριση μιας πανδημίας είναι να μην κολλήσει τον ιό ταυτόχρονα ένας μεγάλος αριθμός πολιτών -ιδιαίτερα ηλικιωμένων- γιατί τότε μπορεί να μην αντέξει το σύστημα υγείας μας, να μπουκώσουν οι ΜΕΘ και να εκτοξευθούν δραματικά οι απώλειες.
Ο πρώτος μεγάλος κύκλος της πανδημίας θα κλείσει όταν σχεδόν όλοι μας (και ιδιαίτερα οι ηλικιωμένοι) χτίσουν ένα πρώτο γύρο ανοσίας -είτε μέσω ασφαλούς εμβολιασμού είτε μέσω επικίνδυνης φυσικής έκθεσης. Ο δρόμος μέχρι να φτάσουμε εκεί -που κατά την πρόβλεψη μου οριοθετείται προς το ερχόμενο καλοκαίρι– είναι μια πολύ δύσκολη άσκηση ισορροπίας μεταξύ της διαρκώς αυξανόμενης ανάγκης για ανάκτηση ελευθερίων και του φόβου οι ελευθερίες αυτές να μην τροφοδοτήσουν κατάρρευση του συστήματος υγείας.
Η εκθετική φύση λειτουργίας των πανδημιών κάνει την άσκηση αυτή ακόμη πιο δύσκολη και επικίνδυνη. Στον δρόμο αυτό μπορούμε να φανταστούμε ότι συνολικά σαν κοινωνίες έχουμε ένα συγκεκριμένο αριθμό καθημερινών επαφών που μπορούμε να «ξοδέψουμε» με σχετική ασφάλεια. Ο αριθμός αυτός διαθεσίμων επαφών όλο και θα αυξάνεται καθώς το συνολικό διακύβευμα για πιθανές εισαγωγές σε ΜΕΘ θα μειώνεται καθώς ολοένα και περισσότεροι ηλικιωμένοι θα αποκτούν ανοσία.
Θεωρώ ότι το άνοιγμα των σχολείων θα φέρει κόστος σε αριθμό επαφών και μεταδοτικότητα, αλλά είναι ένα κόστος που οφείλουμε να υπερασπιστούμε. Για να το πετύχουμε αυτό θα πρέπει, πέραν των παραπάνω μέτρων για τον περιορισμό των ενδοσχολικων μεταδόσεων, να προσπαθήσουμε όλοι -εμβολιασμένοι και μη- να περιορίσουμε τις επαφές μας, να τηρήσουμε τις αποστάσεις μας και να εμβολιαστούμε όσοι δεν το έχουμε κάνει ακόμη, ώστε να δώσουμε τον απαραίτητο «χώρο μεταδόσεων» στα σχολεία μας να λειτουργήσουν για το μέγιστο δυνατό χρόνο.
Είναι κάτι που το οφείλουμε στα παιδιά μας, που έχουν ήδη πληρώσει δυσανάλογα πολύ τις επιπτώσεις της διαχείρισης της πανδημίας.
Πηγή: kathimerini.gr