Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2024

Γ. Ξανθούλης : «Πρέπει κάθε μέρα να γιορτάζουμε τη ζωή»

Εχει κρατήσει στη μνήμη του στιγμές από το παρελθόν και τις αφηγείται με τρόπο απολαυστικό, γλυκόπικρο. Ακούγοντάς τες γελάς – ή μήπως θέλεις να κλάψεις; Θυμάται, για παράδειγμα, ένα σούρουπο στη βεράντα του πατρικού του σπιτιού, στην Αλεξανδρούπολη, που ο αέρας έφερνε από μακριά τη φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη στο «Σαββατόβραδο» του Μίκη Θεοδωράκη και του Τάσου Λειβαδίτη. «Παιδί ήμουν κι ένιωσα να με κυριεύει μια συγκίνηση, χωρίς να καταλαβαίνω γιατί»… Αλλά και την πρώτη και μοναδική φορά που συνάντησε τον Γιώργο Σεφέρη, στο θέατρο του Λυκαβηττού. «Βλέπαμε τη “Βαβυλωνία” του Βυζάντιου, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν, και καθόταν δίπλα μου. Γελούσε τόσο πολύ, που πνιγόταν! Τον χτυπούσε στην πλάτη η γυναίκα του να συνέλθει, τον χτυπούσα κι εγώ. Πότε θα είχα την ευκαιρία να ακουμπήσω ξανά τον Σεφέρη;».

Τον Απρίλιο συμπληρώνει σαράντα χρόνια συγγραφικής πορείας. Ηταν 1981 όταν εκδόθηκε «Ο μεγάλος θανατικός» (ετοιμάζεται από τις εκδόσεις Διόπτρα μια συλλεκτική έκδοση με σχέδια του Θανάση Δήμου). «Ευκαιρία να μου κάνετε τα σαράντα ενώ είμαι ακόμη ζωντανός», λέει γελώντας ο Γιάννης Ξανθούλης, ο οποίος μέσα σε αυτές τις δεκαετίες έχει γράψει δεκάδες μυθιστορήματα και θεατρικά έργα, για ενηλίκους και παιδιά. Στο καινούργιο βιβλίο του, «Ζωή μέχρι χθες» (Διόπτρα), η 72χρονη ηρωίδα, Αμφιτρίτη (Ρίτα) Βράνη, αυτοσαρκάζεται για τη μοναξιά και τις ήττες της. Ως εισαγωγή στο μυθιστόρημα, ο συγγραφέας επέλεξε μια φράση του Γερμανού φιλοσόφου Βάλτερ Μπένγιαμιν: «Αληθινό μέτρο της ζωής είναι η ανάμνηση»

– Είστε άνθρωπος της νοσταλγίας, κύριε Ξανθούλη;
– Δεν θα το έλεγα. Γράφω για το παρελθόν, αλλά δεν το νοσταλγώ. Απλώς ανατρέχω συχνά σε αυτό προσπαθώντας να βρω το νήμα που ενώνει το χθες με το σήμερα. Στην πραγματικότητα, είμαι προσηλωμένος στον ενεστώτα, στην καθημερινότητά μου, όπως η νέα ηρωίδα μου, η Ρίτα Βράνη: δεν νοσταλγεί, πασχίζει να ταξινομήσει τα πράγματα. Το ίδιο κάνω κι εγώ, ιδιαίτερα τώρα που έχω μεγαλώσει. Είμαι εβδομήντα τεσσάρων ετών. «Είναι μια αξιοπρεπής ηλικία για να φεύγουμε σιγά σιγά», όπως λέει ο φίλος μου, Άγγελος Παπαδημητρίου. Βέβαια, αυτή η ταξινόμηση είναι επιλεκτική. Μερικές περιοχές της ζωής μου αποφεύγω να τις αγγίζω. Όπως τα εφηβικά μου χρόνια, που ήταν άσχημα. Ήμουν απροετοίμαστος να ενηλικιωθώ και πολύ ανασφαλής.

– Τα παιδικά σας χρόνια, πάντως, είχαν μια γλύκα, το λέτε συχνά.
– Πράγματι. Ήμασταν μια κανονική, ευτυχισμένη οικογένεια: ο πατέρας μου ηλεκτρολόγος –κάποια στιγμή διορίστηκε στη ΔΕΗ–, η μητέρα μου νοικοκυρά. Ήταν τόσο ερωτευμένοι, που συχνά αισθανόμουν σαν το τρίτο πρόσωπο στη σχέση τους. (Γέλια) Πηγαίναμε στο θέατρο και στο σινεμά, τραγουδούσαμε, γελούσαμε. Οι γονείς μου ήταν άξιοι άνθρωποι και «έξω καρδιά». Ο πατέρας μου είχε καταδικαστεί σε θάνατο από τους Βούλγαρους, γιατί έκανε σαμποτάζ. Σώθηκε στο παρά ένα. Αλλά εκείνη η γενιά είχε κάτι αξιοθαύμαστο: δεν τους λύγιζαν οι δυστυχίες, κοιτούσαν μόνο μπροστά. «Περάσαμε πολλά αλλά ζούμε και πρέπει κάθε μέρα να γιορτάζουμε τη ζωή» – αυτό ήταν το μότο στο σπίτι μας. Η σκοτεινή πλευρά της ζωής υπάρχει έτσι κι αλλιώς. Το ζητούμενο είναι να ρίχνεις φως στο σκοτάδι. Γι’ αυτό κι εγώ προσπαθώ να είμαι… η Ελευθερία Ντεκώ της καθημερινότητας, να φωτίζω τον ζόφο.

– Η «περιπέτεια» της συγγραφής πώς ξεκίνησε για εσάς;
– Εκείνη η εποχή, τέλη του ’70 και αρχές του ’80, ήταν μια εκδοτική άνοιξη. Δεν σας κρύβω, βέβαια, ότι αντιμετώπισα αρκετή καχυποψία. Ίσως επειδή δεν ανήκα σε κάποιο κόμμα, σε αντίθεση με άλλους συγγραφείς που για τον λόγο αυτό είχαν ειδική περιποίηση. Μπορεί να φταίει και το ότι ήμουν πολυπράγμων. Είχα τη στήλη μου στην «Ελευθεροτυπία», έγραφα θεατρικά έργα που ενδεχομένως τους φαίνονταν ελαφρά, έκανα ραδιόφωνο, οπότε δυσκολεύονταν να με κατατάξουν κάπου. Δεν έχει σημασία. Παλαιότερα «σκόνταφτα» σε αυτή τη σοβαροφάνεια, με στενοχωρούσε που χαρακτήριζαν εύπεπτα τα βιβλία μου. Αλλά μετά το ξεπέρασα. Εκείνα τα χρόνια, λοιπόν, του ξεκινήματός μου, ήθελα να γράφω μυθιστορήματα που θα πωλούνταν και στα περίπτερα. Την εποχή που κυκλοφόρησε «Ο μεγάλος θανατικός» έμενα στην Πατησίων, κοντά στο Ράδιο Σίτι, και στην πλατεία Κολιάτσου υπήρχαν δύο υπέροχα περίπτερα που διέθεταν κυρίως αστυνομικά βιβλία – του Ζεράρ ντε Βιλιέ, της Αγκαθα Κριστι, του Σαρλ Εσμπραγιά και άλλων. Έσπευδαν εκεί οι διψασμένοι αναγνώστες, αναζητώντας κάτι για να περάσει η νύχτα τους. Σαν διανυκτερεύον φαρμακείο… Ανέκαθεν με συγκινούσε η παρηγορητική λειτουργία της ανάγνωσης στους απεγνωσμένους.

– Ποια βιβλία είχαν παρηγορητική λειτουργία σε εσάς;
– «Οι άθλιοι» του Βίκτωρος Ουγκό. Σε όλες τις εκδοχές τους, από κλασικά εικονογραφημένα μέχρι το μιούζικαλ «Les miserables», που είδα μεγάλος πια στο Μπρόντγουεϊ. Το πρόσωπο με το οποίο ταυτιζόμουν, βέβαια, δεν ήταν ούτε ο Γιάννης Αγιάννης ούτε ο Μάριος Πομερσί, αλλά η Επονίνη, η κόρη του Θερναδιέρου, που ήταν ερωτευμένη με τον Μάριο. Μολονότι ήξερε ότι δεν θα την αγαπούσε ποτέ, θυσιάστηκε για να τον σώσει, έφαγε τη σφαίρα αντί για εκείνον.

– Εσείς για ποιον θα τρώγατε μια σφαίρα;
– Για τους ανθρώπους που αγαπώ. Ίσως να μη μου φαίνεται, αλλά έχω κάτι ηρωικό μέσα μου. Από παιδί θαύμαζα τους Ιερολοχίτες. Δεν μπορείτε να φανταστείτε με πόσο ενθουσιασμό πήγα στον στρατό. Είκοσι επτά μήνες διήρκεσε η θητεία μου. Τρία Πάσχα γιόρτασα ως φαντάρος, με ισάριθμα αρνιά Αργεντινής, κατεψυγμένα από τον Μεσοπόλεμο…

Η αρρώστια και η απώλεια μάς εξασφαλίζουν ένα είδος αγιοσύνης

– Τι σας δένει με τους ανθρώπους που επιλέγετε ως φίλους σας;
– Το ότι δεν περιμένω τίποτα. Αυτό με δένει περισσότερο. Πάντα, εγώ έδινα πιο πολλά. Όπως και στον έρωτα. Είναι σημαντικό να είσαι ερωτευμένος χωρίς να περιμένεις σώνει και καλά την ανταπόκριση, χωρίς να φοβάσαι ότι θα πληγωθείς. Αυτό σε διαφοροποιεί, σε εξυψώνει.

– Με τη σύζυγό σας είστε μαζί από το 1968. Πώς αντέχει μια σχέση στον χρόνο;
– Με την πεποίθηση ότι η ισχύς εν τη ενώσει. Ως μοναχοπαίδι, από πολύ μικρός ένιωθα την ανάγκη να έχω ένα λιμάνι και να το προστατεύω με όλες μου τις δυνάμεις. Βέβαια, μέσα στις πέντε και πλέον δεκαετίες της συμβίωσής μας σίγουρα υπήρξαν κλυδωνισμοί. Δεν είμαι και ο πιο εύκολος άνθρωπος στον κόσμο! Αλλά σταθερά ήταν πάντα η Γιώτα και η οικογένειά μας. Απορώ με εκείνους που παντρεύονται, χωρίζουν, ξαναπαντρεύονται, αλλάζουν κουμπάρους και συμπεθέρους. Δεν βαριούνται; Για σεξουαλικούς λόγους νομίζω ότι γίνονται όλα αυτά. (Γέλια)
 
– Η υστεροφημία σάς απασχολεί;
– Καθόλου. Δεν με ενδιαφέρει αν θα διαβάζονται ή όχι τα βιβλία μου στο μέλλον. Τόσοι συγγραφείς χάθηκαν. Ποιος διαβάζει πια την Περλ Μπακ, τον Α. Τζ. Κρόνιν, τον Χάουαρντ Σπρινγκ ή τον Παύλο Νιρβάνα και τον Κοσμά Πολίτη; Εδώ κοντεύουν να ακυρώσουν στις ΗΠΑ τον Μαρκ Τουέιν και τη Χάριετ Μπίτσερ Στόου, κατηγορώντας τους ως ρατσιστές…

– Φοβάστε τον θάνατο;
– Όχι, ειλικρινά σας το λέω. Από έφηβος έχω απoλέσει αυτόν τον φόβο. Στα δεκαπέντε μου νοσηλεύτηκα επί σαράντα μέρες στον Ευαγγελισμό με πολύ σοβαρή ασθένεια. Κόντεψα να πεθάνω. Από το παράθυρο του δωματίου μου έβλεπα το Χίλτον, που χτιζόταν τότε. Η αρρώστια και η απώλεια είναι για τους ανθρώπους σαν δωρεά, μας εξασφαλίζουν ένα είδος αγιοσύνης. Μας κάνουν να αντιμετωπίζουμε διαφορετικά τη ζωή, μας ωριμάζουν. Μόλις πήρα εξιτήριο, είδα την πρώτη μου θεατρική παράσταση, το «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» με τη Βούλα Ζουμπουλάκη και τον Δημήτρη Μυράτ στο Θέατρο Αθηνών. Με τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, ο οποίος ήταν «κλειδί» για μένα σε πολλά πράγματα.

– Η πανδημία θα μας αλλάξει με τον ίδιο τρόπο; Πώς την αντιμετωπίζετε;
– Την ξορκίζω και την καταριέμαι. Ανυπομονώ να μπορέσω να πάω στη Νορβηγία, να δω τον γιο μου και την οικογένειά του, τα εγγόνια μου. Ξέρετε τι μου έχει λείψει πολύ; Τα διόδια! Από τότε που πήρα δίπλωμα οδήγησης, στα 59 μου, απολαμβάνω τα οδικά ταξίδια όσο πιο συχνά μπορώ. Δεν βάζω ούτε ραδιόφωνο να παίζει, θέλω να ακούω τον θόρυβο της μηχανής.

Τα παιδικά χρόνια

«Από παιδί λαχταρούσα να ζήσω στην Αθήνα. Έστω και από μακριά, γιατί εκείνα τα χρόνια η απόσταση από την Αλεξανδρούπολη φάνταζε μεγαλύτερη, παρακολουθούσα τα πάντα, άκουγα ραδιόφωνο, διάβαζα εφημερίδες, μπορούσα έστω και νοερά να σας κάνω ξενάγηση στο Α΄ Νεκροταφείο. Ήμουν ένας μικρός Βατόπουλος! (Γέλια) Ιδιαίτερα βέβαια με ενδιέφερε ό,τι αφορούσε το θέατρο. Περίμενα με λαχτάρα το λεωφορείο που έφερνε τις “Εποχές” του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη ή το “Θέατρο” του Κώστα Νίτσου. Όλο το χαρτζιλίκι μου σε αυτά πήγαινε. Θλίβομαι πολύ για τα πρόσφατα γεγονότα στο ελληνικό θέατρο. Ήξερα ότι υπήρχαν άνθρωποι αυταρχικοί, κυρίως από τελειομανία για τη δουλειά, αλλά δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι υπέβοσκε τέτοιος σεξουαλικός αναβρασμός, τέτοια ορμονική αναστάτωση. Από τη μία η πανδημία, από την άλλη αυτό το μεγάλο πλήγμα, φοβάμαι ότι θα αργήσει πολύ να πάρει τα πάνω του το θέατρο».

Η συνάντηση

Η Γιώτα, η σύζυγός του, μας σέρβιρε καφέ και κουλουράκια, λουκούμια, κυδωνόπαστο. «Είναι αρκετά φωτογενή ή να φέρω κάτι άλλο;» ρώτησε τον φωτογράφο μας. Εκείνος μου έδειξε τους πίνακές του, με λουλούδια, τοπία της Πόλης και τρένα («ζωγράφιζα πολύ πριν αρχίσω να γράφω») και κάθισε κάτω από το πορτρέτο της στενής φίλης του, ιδρύτριας του θεάτρου «Αποθήκη», Αλίκης Γεωργούλη. Από όλους τους ανθρώπους που έχει γνωρίσει, μεγαλύτερη σταρ ήταν η Μελίνα Μερκούρη. «Δεν υπήρχε άλλη σαν εκείνη. Έμπαινε σε ένα χώρο και διαλύονταν τα πάντα. Όταν πήγαινα στο σπίτι τους και έπιανα κουβέντα με τον Ντασσέν για το θέατρο, εκνευριζόταν. “Πάλι αυτά τα πληκτικά θα λέτε; Πες μου τι έμαθες για την Αλίκη και τον Μπονάτσο”, έλεγε. Ήθελε κουτσομπολιά!».

Πηγή: kathimerini.gr

Facebook
Twitter
WhatsApp
Email