Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2024

Διαβατήρια «Ανοσίας»: αβεβαιότητες και προβληματισμοί

Μεγάλη συζήτηση γίνεται παγκοσμίως για το “πιστοποιητικό ανοσίας” ή “διαβατήριο ανοσίας” ή “διαβατήριο αντισωμάτων”, το οποίο θα προκύψει από τα μαζικά τεστ IgG αντισωμάτων έναντι του κορωνοϊού SARS-CoV-2. Τα test αυτά θα δείξουν ποιοι έχουν νοσήσει, ποιοι έχουν αποκτήσει ανοσία και μπορούν να επιστρέψουν στην εργασία τους ή και να ταξιδέψουν.

Το παρακάτω άρθρο προσπαθεί να διασαφηνίσει όσο είναι δυνατόν το θέμα. 

Το άρθρο συνυπογράφουν η κυρία  Μαριάννα Νταλαμάγκα Ιατρός Βιοπαθολόγος-Επιδημιολόγος, Αν. Καθηγήτρια Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, Visiting Fulbright Scholar/Professor Harvard Medical School και η κυρία Χριστίνα Τσίγαλου, Ιατρός Βιοπαθολόγος, Επ. Καθηγήτρια Ιατρικής Σχολής ΔΠΘ

Πηγή: https://www.liberal.gr/news/diabatiria-anosias-abebaiotites-kai-problimatismoi/301492

Στο πλαίσιο της στρατηγικής για την επόμενη ημέρα, υπάρχει μεγάλη συζήτηση παγκοσμίως για το “πιστοποιητικό ανοσίας” ή “διαβατήριο ανοσίας” ή “διαβατήριο αντισωμάτων”, το οποίο θα προκύψει από τα μαζικά τεστ IgG αντισωμάτων έναντι του κορωνοϊού SARS-CoV-2, τα οποία θα δείξουν ποιοι έχουν νοσήσει, ποιοι έχουν αποκτήσει ανοσία και μπορούν να επιστρέψουν στην εργασία τους.

Όσο απλή κι αν φαίνεται ως διαδικασία, γνωστή από πολλά χρόνια σε άλλα μεταδοτικά νοσήματα, τα δεδομένα δεν είναι ξεκάθαρα για αυτόν τον συγκεκριμένο κορωνοϊό. Η επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος υπονομεύεται από σοβαρούς προβληματισμούς σχετικά με το αν οι ασθενείς αναπτύσσουν αντισώματα, αν αυτά είναι προστατευτικά σε νέα λοίμωξη και για πόσο χρονικό διάστημα παραμένουν δραστικά. Έτσι, μεταξύ των πολλών αβεβαιοτήτων που εξακολουθούν να υπάρχουν σχετικά με τη λοίμωξη Covid-19 συγκαταλέγονται οι ακόλουθες:

  1. Ο τρόπος με τον οποίο το ανοσοποιητικό σύστημα ανταποκρίνεται στη λοίμωξη και τι σημαίνει αυτό για τη μετάδοση της νόσου. Ως γνωστό, η ανοσία μετά από οποιαδήποτε λοίμωξη μπορεί να είναι μόνιμη (όπως συμβαίνει στην ιλαρά και την ερυθρά) ως σχεδόν ανύπαρκτη. Μέχρι στιγμής, όμως, υπάρχουν λίγα αλλά περίπλοκα δεδομένα σχετικά με την ανοσία που καταλείπει ο ιός SARS-CoV-2. Με βάση τα δεδομένα από τις άλλες επιδημίες κορωνοϊών που προκάλεσαν το SARS και το MERS, φαίνεται ότι τα περισσότερα άτομα που θα μολυνθούν από τον ιό SARS-CoV-2 θα έχουν μια ανοσοαπόκριση-κάποια καλύτερα από άλλα-η οποία πιθανώς θα προσφέρει μια μεσοπρόθεσμη προστασία (περίπου 1-3 χρόνια) με ενδεχόμενη σταδιακή μείωση της αποτελεσματικότητάς της.
  2. Η πιθανότητα επαναμόλυνσης, η οποία όμως συγκεντρώνει μικρές πιθανότητες. Το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων της Νότιας Κορέας ανέφερε στις 17/4  ότι 163 ασθενείς που είχαν μολυνθεί με τον ιό SARS-CoV-2 και στη συνέχεια ήταν αρνητικοί για τον ιό, εξετάστηκαν αργότερα και βρέθηκαν θετικοί. Είναι πολύ πιθανό αυτοί οι ασθενείς να είχαν μια ψευδώς αρνητική εξέταση στη μέση της λοίμωξης ή η λοίμωξη να είχε προσωρινά υποχωρήσει και στη συνέχεια να επανεμφανίστηκε ή να ανιχνεύθηκαν κομμάτια του νεκρού πλέον ιού έναν έως δύο μήνες μετά την αρχική μόλυνση των κυττάρων του αναπνευστικού από τον κορωνοϊό. Όπως έδειξε μια κινεζική μελέτη σε 4 πιθήκους, η αρχική μόλυνση με τον ιό SARS-CoV-2 μπόρεσε να προστατεύσει από τις επακόλουθες εκθέσεις στον ιό δημιουργώντας εξουδετερωτικά αντισώματα. Άρα, η νέα οροθετικότητα δεν οφείλεται σε επαναμόλυνση, γεγονός σημαντικό για την πρόγνωση της νόσου και τον σχεδιασμό εμβολίων.
  3. Η ανοσολογική απόκριση των ασυμπτωματικών ατόμων που έχουν μολυνθεί από τον  SARS-CoV-2. Είναι χρήσιμο να προσδιοριστεί εάν η σοβαρότητα των συμπτωμάτων συσχετίζεται με την ανοσοποίηση των ατόμων που έχουν προσβληθεί από τον ιό. H πιθανότητα όπου οι ήπιες λοιμώξεις δεν παράγουν ανιχνεύσιμα αντισώματα θα περιόριζε την χρησιμότητα του ελέγχου στους ασυμπτωματικούς ασθενείς ή στους ασθενείς με ήπιες εκδηλώσεις της νόσου. Σε πολλές ιογενείς λοιμώξεις το μέγεθος της αντισωματικής απόκρισης σχετίζεται με την βαρύτητα της λοίμωξης. Αυτή η γνώση είναι σημαντική για να δούμε εάν ορισμένοι άνθρωποι μπορούν να επανέλθουν στην κοινωνία με ασφάλεια χωρίς να μολυνθούν πάλι και να μεταδώσουν τον ιό σε άλλους. Σύμφωνα, όμως, με μια πολύ πρόσφατη μελέτη 1300 προσβληθέντων ατόμων, διαπιστώθηκε η παρουσία αντισωμάτων ανεξάρτητα από τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων. Έτσι λοιπόν άτομα με θετικά αντισώματα θα έχουν μια μορφή ανοσίας, αλλά δεν γνωρίζουμε τη διάρκειά της.
  4. Το προηγούμενο ιστορικό έκθεσης σε κορωνοϊούς. Χρειάζεται να διερευνηθεί κατά πόσο ορισμένα άτομα διατρέχουν μεγαλύτερο ή μικρότερο κίνδυνο μόλυνσης από τον ιό SARS-CoV-2 εξαιτίας ενός προηγούμενου ιστορικού έκθεσης σε κορωνοϊούς πχ στα 4 είδη κορωνοϊών του κοινού κρυολογήματος. Για παράδειγμα, στις λοιμώξεις από φλαβοϊούς (πχ δάγκειος πυρετός) μπορούν να προκληθούν σοβαρότερα συμπτώματα εάν ένα άτομο έχει εκτεθεί στο παρελθόν σε ένα παραπλήσιο στέλεχος του ιού έχοντας αναπτύξει μερική ανοσία. Τα αντισώματα που έχουν δημιουργηθεί ενδέχεται να αντιδράσουν στον παρόμοιο εισβολέα και να προκαλέσουν μια υπερβολική ανοσοποιητική αντίδραση που ενισχύεται από τα προϋπάρχοντα αντισώματα. Έτσι, θα μπορούσε να εξηγηθεί εν μέρει ο λόγος που ο ιός SARS-CoV-2 είναι πιο επικίνδυνος στους ηλικιωμένους και λιγότερο στα παιδιά, τα οποία δεν έχουν ακόμα εκτεθεί σε άλλους κορωνοϊούς.
  5. Η χρονική διάρκεια για την ανάπτυξη συλλογικής ανοσίας (ανοσία αγέλης) που καθιστά μη χρήσιμο το διαβατήριο ανοσίας. Αν η ανοσία διαρκεί για παραπάνω από ένα χρόνο, τότε η σταδιακή μόλυνση ατόμων θα μπορούσε να οδηγήσει στην ανάπτυξη συλλογικής ανοσίας. Με βάση το γεγονός ότι η μεταδοτικότητα του κορωνοϊού είναι 2,5 μολύνσεις ανά άτομο, τότε το 60-70% του πληθυσμού πρέπει να αναπτύξει ανοσία για να σταματήσει η πανδημία. Προς το παρόν, το ποσοστό των περιπτώσεων Covid-19 έχει υποτιμηθεί ίσως και κατά 50 φορές σε ορισμένες περιοχές σε σχέση με τα επιβεβαιωμένα κρούσματα αλλά και πάλι μόνο μια μειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού είναι ανοσοποιημένη έναντι του ιού, ακόμη και σε περιοχές που πλήττονται σκληρά. Χωρίς την ανάπτυξη ασφαλούς και αποτελεσματικού εμβολίου, δεν μπορούμε να στοχεύουμε ή να αναμένουμε συλλογική ανοσία με αυτά τα ποσοστά.
  6. Η αξιοπιστία των γρήγορων δοκιμασιών ανίχνευσης αντισωμάτων έναντι του SARS-COV-2. Πρόκειται για τεστ που είναι ποιοτικά ή ημιποσοτικά, πραγματοποιούνται σε ολικό αίμα, πλάσμα ή ορό και μπορούν μέσα σε 10 έως 30 λεπτά να αποτυπώσουν την αντισωματική απάντηση χωρίς να προϋποθέτουν ιδιαίτερη εκπαίδευση και τεχνογνωσία. Βέβαια, τα τεστ που είναι διαθέσιμα μπορούν να δείξουν ψευδώς αρνητικά αλλά και ψευδώς θετικά αποτελέσματα καθώς το 90% των ενηλίκων παρουσιάζει ήδη αντισώματα έναντι των κοινών κορωνοϊών. Αλλά ακόμη και ένα τεστ που είναι 95% ακριβές δεν είναι πρακτικά και τόσο χρήσιμο. Ακόμη και τα μικρότερα σφάλματα μπορούν να είναι σημαντικά σε έναν μεγάλο πληθυσμό. Ας υποθέσουμε ότι ο κορωναϊός έχει μολύνει το 5% του πληθυσμού. Εάν εξεταστούν 1.000.000 άτομα τυχαία, θα πρέπει να βρούμε 50.000 θετικά αποτελέσματα και 950.000 αρνητικά αποτελέσματα. Εάν όμως το τεστ είναι 95% ευαίσθητο, θα αναγνωρίσει σωστά μόνο 47.500 θετικά αποτελέσματα και 902.500 αρνητικά αποτελέσματα. Αυτό αφήνει 50.000 άτομα με ψευδή αποτελέσματα: 2.500 άνθρωποι που είναι πραγματικά θετικοί-ανοσοποιημένοι-δεν θα πάρουν «διαβατήριο ανοσίας» μένοντας στο σπίτι. Αλλά ακόμα χειρότερο είναι ότι σημαντικός αριθμός ανθρώπων (47.500) που είναι πραγματικά αρνητικοί-όχι άνοσοι- θα έχουν ανιχνευθεί λανθασμένα θετικοί με κίνδυνο να μολυνθούν και να εξαπλωθεί η νόσος.

Συμπερασματικά, ίσως είναι πολύ πρώιμο να προσδιορίσουμε τον ακριβή ρόλο των αντισωμάτων για τον ιό SARS-CoV-2 και τη χρησιμότητα των διαβατηρίων ανοσίας. Επειδή δεν ξέρουμε ποιο είναι το πραγματικό ποσοστό της λοίμωξης COVID-19 (1%, 3%, 5% κ.λπ.), δεν γνωρίζουμε ποιο ποσοστό των «διαβατηρίων ανοσίας» θα εκδοθεί λανθασμένα. Ο κίνδυνος λαθών θα μειωνόταν με επανειλημμένους ελέγχους για αρκετές εβδομάδες με τη χρήση πολλαπλών τεστ, πριν να εκδοθούν τα εν λόγω διαβατήρια. Η έκδοση διαβατηρίων ανοσίας μπορεί να οδηγήσει και σε ανεύθυνες συμπεριφορές όπως η μη τήρηση των κάνονων υγιεινής, η μη χρήση μάσκας ή η σκόπιμη μόλυνση για την απόκτηση αντισωμάτων. Προς το παρόν, οι κύριοι λόγοι που γίνονται οι εξετάσεις για τον έλεγχο αντισωμάτων είναι η εκτίμηση του κινδύνου λοίμωξης με επιδημιολογικά μοντέλα, η εκτίμηση του ποσοστού των ασυμπτωματικών ατόμων, η αναγνώριση των ατόμων που θα μπορούσαν να δώσουν πλάσμα πλούσιο σε αντισώματα σε ασθενείς που βρίσκονται σε κρίσιμη κατάσταση αλλά και η παροχή πληροφοριών σχετικά με τη διάρκεια της ανοσίας έναντι του ιού (πολύ χρήσιμη πληροφορία για τα μελλοντικά εμβόλια). Η συνετή και οργανωμένη προσπάθεια όλων των κρατών με την χρηματοδότηση, την ανταλλαγή πληροφοριών και την ενίσχυση επιστημονικών φορέων και κατασκευαστών διαγνωστικών και θεραπευτικών προϊόντων μπορεί να οδηγήσει γρήγορα σε αποτελεσματική και μακροπρόθεσμη αντιμετώπιση την πανδημίας.

Η Μαριάννα Νταλαμάγκα είναι Ιατρός Βιοπαθολόγος-Επιδημιολόγος, Αν. Καθηγήτρια Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, Visiting Fulbright Scholar/Professor Harvard Medical School

H Χριστίνα Τσίγαλου είναι Ιατρός Βιοπαθολόγος, Επ. Καθηγήτρια Ιατρικής Σχολής ΔΠΘ

Facebook
Twitter
WhatsApp
Email