Το Διδυμότειχο, την πιο αρχαία πόλη της Θράκης που έγινε πασίγνωστη από το «Διδυμότειχο μπλουζ» του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα παρουσιάζει σε ένα ξεχωριστό αφιέρωμα ταξιδιωτικό site. Μία πόλη που απέχει ελάχιστα από τα σύνορα με την Τουρκία με ιδιαίτερη ομορφιά.
“Το μακρινό και ιδιαίτερο Διδυμότειχο απέχει 950 ολόκληρα χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα, 85 από την Αλεξανδρούπολη, 40 από τη Βουλγαρία και μόλις 2 την Τουρκία. Αυτές είναι μερικές συντεταγμένες της αρχαιότερης πόλης της Θράκης. Την εποχή της μεγάλης δόξας του, το Διδυμότειχο, δέσποζε δυτικά σε ολόκληρη την κοιλάδα του Ερυθροπόταμου και βόρεια στον εύφορο και εκτεταμένο κάμπο της σημερινής Ορεστιάδας. Η μεγάλη και βαρυσήμαντη ιστορία του είναι σήμερα εμφανής σε κάθε γωνιά της μικρής, ιστορικής αυτής πόλης. Την τελευταία δεκαετία τη ζωή του Διδυμότειχου «ανανέωσαν» οι φοιτητές του Τμήματος Νοσηλευτικής του ΤΕΙ Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης. Πολύ πριν από αυτό το γεγονός βέβαια, το Διδυμότειχο είχε προλάβει να γίνει διάσημο σε όλη την Ελλάδα, μέσα από το τραγούδι του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, Διδυμότειχο μπλουζ, ένα κλασικό πια ροκ ελληνικό τραγούδι, το οποίο σύμφωνα με τον δημιουργό του γράφτηκε μέσα σε λίγες ώρες και περιγράφει τη στρατιωτική θητεία του ερμηνευτή στο Διδυμότειχο.
Διδυμότειχο: Η ιστορία του
Η πιο κοντινή – σε αυτό που αντικρίζουμε σήμερα- «εκδοχή» του Διδυμότειχου δημιουργήθηκε στον 9ο μ.Χ. αιώνα, στην καλά οχυρωμένη θέση που είχαν φτιάξει οι Θρακοπελασγοί όταν όρθωσαν πανύψηλα τείχη στην περιοχή του λόφου Καλέ, για να προφυλάξουν την περιοχή από βαρβαρικές επιδρομές. Το όνομα της πόλης συμβολίζει ακριβώς αυτή την γερή οχύρωση: ένα διπλό τείχος που περιέβαλε τα ευάλωτα σημεία του λόφου. Στην αρχαιότητα, το Διδυμότειχο είχε έντονα αναπτυγμένες εμπορικές σχέσεις τόσο με την Αθήνα, όσο και με άλλες Ελληνικές πόλεις αλλά και τα νησιά του Αιγαίου.
Αρχαιολογικά ευρήματα (κεραμικά και λίθινα) στο λόφο της Αγίας Πέτρας, όπως και στο δυτικό άκρο του Κάστρου, καταδεικνύουν ότι η ιστορία του Διδυμότειχου ξεκινά από τη νεολιθική περίοδο ήδη, όταν Θρακικά φύλα εγκαταστάθηκαν στους δύο λόφους. Κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους, το Διδυμότειχο ήταν διοικητικό κέντρο, γεγονός που αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι ο Τραϊανός επέλεξε την πόλη, για να ιδρύσει εδώ μια νέα Ρωμαϊκή πόλη, την Πλωτινόπολη- το όνομα δόθηκε προς τιμήν της συζύγου του Τραϊανού, Πλωτίνης.
Σε εκείνη τη φάση, η πόλη έλεγχε ένα σπουδαίο πέρασμα του παραπόταμου Ερυθροπόταμου, απ’ όπου περνούσε υποχρεωτικά ο ρωμαϊκός δρόμος (παρακλάδι της Εγνατίας), ο οποίος οδηγούσε στη μέση και άνω κοιλάδα του Έβρου ποταμού.
Τη μεγαλύτερη ακμή του, το Διδυμότειχο, την πέτυχε κατά τους Βυζαντινούς χρόνους. Μάλιστα, το 1325, με τον πρώτο διχασμό της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, έγινε η δεύτερη πρωτεύουσα του Βυζαντίου, με βασιλιά τον Ανδρόνικο Γ’. Το 1341, με τον δεύτερο διχασμό, ο Ιωάννης Καντακουζηνός, μέσα στο ναό του Αγίου Γεωργίου του Παλαιοκαστρίτη, στο κάστρο, χρίσθηκε αυτοκράτορας κάνοντας το Διδυμότειχο πρωτεύουσα του κράτους του. Στο Διδυμότειχο γεννήθηκαν επίσης ο αυτοκράτορας του κρατιδίου της Νικαίας Ιωάννης Γ Βατάτζης, ο αυτοκράτορας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας Ιωάννης Ε Παλαιολόγος και ο σουλτάνος των Τούρκων Βαγιαζίτ Α ο Κεραυνός. Το 1361 η πόλη κατακτιέται από τους Τούρκους επί Μουράτ Α και γίνεται πρωτεύουσα του Οθωμανικού κράτους στην Ευρώπη μέχρι το 1368. Την περίοδο των Βαλκανικών πολέμων, καταλήφθηκε διαδοχικά από Βουλγάρους και Τούρκους. Απελευθερώθηκε το Μάη του 1920, οπότε και περιήλθε οριστικά στην Ελλάδα.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστορφή και με την ανταλλαγή πληθυσμών που επέβαλε η συνθήκη της Λωζάνης, εγκαταστάθηκαν στο Διδυμότειχο πολλοί Έλληνες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη και την Ανατολική Ρωμυλία (Βόρεια Θράκη). Επίσης στην πόλη υπήρχε μια από τις αρχαιότερες εβραϊκές κοινότητες της Ελλάδας. Στις 4 Μαΐου 1943, 731 Εβραίοι του Διδυμοτείχου μεταφέρθηκαν στην Πολωνία όπου εξοντώθηκαν από τους Γερμανούς κατακτητές. Όσο για την αρμενική κοινότητα, αυτή εμφανίστηκε τον 18ο αιώνα και είναι παρούσα και στη σύγχρονη εποχή, ενταγμένη στην κοινωνία της πόλης.
Το σημερινό Διδυμότειχο
Κατά μήκος του μεγάλου άξονα του Έβρου, 1 μόλις χλμ. από τον ομώνυμο ποταμό, το Διδυμότειχο είναι ένα φυσικό σύνορο με την Τουρκία, ένα σημείο που η καρδιά της Ελλάδας, χτυπά δυνατά. Ο σημερινός οικισμός με την έντονα παραδοσιακή σφραγίδα απλώνεται τόσο πάνω στα κάστρα, εκεί όπου βρίσκεται και το πιο γραφικό κομμάτι του, αλλά και έξω από τα τείχη. Στην ουσία, η σημερινή εικόνα του Διδυμότειχου είναι το αποτέλεσμα διαδοχικών επεκτάσεων του αρχικού ιστορικού πυρήνα της ακρόπολης.
Τα κάστρα είναι ίσως το πιο όμορφο κομμάτι της πόλης και είναι και το σημείο που μπορεί να δει κανείς βυζαντινές εκκλησίες αλλά και λαξεμένες σπηλιές υπόγεια των σπιτιών του Βυζαντιακού Διδυμότειχου.
Στην κάτω πλευρά της πόλης επικρατεί το υγρό στοιχείο μιας και εκεί τον τόνο δίνει ο κατάφυτος στις όχθες του Ερυθροπόταμος, παραπόταμος του Έβρου, ο οποίος περιρρέει το Διδυμότειχο. Την τελική πινελιά δίνει το δάσος «Τσίχλα», μια θαυμάσια τοποθεσία, φυσικός πνεύμονας της περιοχής.
Η βαρύτητα της πόλης για τον χριστιανισμό, είναι πολύ μεγάλη. Το Διδυμότειχο είναι έδρα της Μητροπόλεως Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίο στον Καθεδρικό Ναό της Παναγίας Ελευθερώτριας στο κέντρο της πόλης. Επίσης στην πόλη έχει έδρα η Μουφτεία Διδυμοτείχου.
Τι να δείτε στο Διδυμότειχο
– Το Κάστρο στο οποίο διατηρούνται σήμερα 24 πύργοι και μεταβυζαντινοί ναοί είναι το πιο βασικό αξιοθέατο και σήμα-κατατεθέν της πόλης. Σε κάποιος πύργους υπάρχουν μονογράμματα βυζαντινών αυτοκρατόρων και αξιωματούχων, όπως του Μιχαήλ Δούκα Γλαβά Ταρχανειώτη. Το πολύ ενδιαφέρον στοιχείο στο κάστρο είναι πως υπάρχουν διασκορπισμένες λαξευμένες σπηλιές οι οποίες χρησιμοποιούνταν κάποτε ως τμήματα κατοικιών.
– Τα δεσμωτήρια όπου είχε φυλακιστεί ο βασιλιάς της Σουηδίας Κάρολος ΙΒ’, το 1713 από τους Οθωμανούς.
– Το Τέμενος Μεχμέτ ή Τέμενος Βαγιαζήτ στην πλατεία της πόλης. Θεωρείται ένα από τα πιο μεγαλόπρεπα οθωμανικά τεμένη στην Ευρώπη. Εγκαινιάστηκε το 1420. Το εσωτερικό του έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Ο κεντρικός χώρος καλύπτεται από έναν θαυμάσιο διακοσμητικό θόλο, ο οποίος αποτελείται από μικρές σανίδες, κατάλληλα συναρμοσμένες μεταξύ τους και αναρτάται από τον ξύλινο σκελετό της στέγης, καταλήγοντας σε τέσσερις πεσσούς μέσω ισάριθμων διακοσμητικών, ξύλινων τριγώνων. Μία μοναδική τοιχογραφία, σώζεται μέχρι σήμερα στον νότιο τοίχο, επάνω από το ιερό. Πρόκειται για αναπαράσταση της ουράνιας πόλης, η οποία επαναλαμβάνει το θέμα του περίφημου ψηφιδωτού του Τεμένους Ομάρ, στη Δαμασκό.
– Ο ναός της Παναγίας Ελευθερώτριας. Ο συγκεκριμένος ναός έχει ιδιαίτερη σημασία για την πόλη. Ήρθε μετά από πρωτοβουλία του Μητροπολίτη Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου, Νικηφόρου, ο οποίος μετά την ενθρόνισή του στο Διδυμότειχο στις 29 Ιανουαρίου 1989 διεπίστωσε την έλλειψη ενός ναού στο κέντρο της πόλης. Οι πάρχοντες, περιορίζονταν όλοι στο κάστρο. Η θεμελίωση του μεγαλοπρεπούς ναού έγινε στις 17 Ιουλίου 1992. Τα σχέδια ανέλαβε και εκπόνησε το επιτελείο του Καθηγητή της Πολυτεχνικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Νικολάου Μουτσοπούλου. Το πλάτος του ναού είναι 28 μέτρα, το μήκος 42 μέτρα και το ύψος 35 μέτρα, ενώ το κωδωνοστάσιο έχει 33 μέτρα ύψος. Το επιχρυσωμένο τέμπλο του, μοναδικό στην Ελλάδα, έχει μήκος 30 μετρά και ύψος 5,5 μέτρα.
– Το Βυζαντινό Μουσείο Διδυμοτείχου. Παρουσιάζει την ιστορία της πόλης σε μια παράλληλη αφήγηση ξεκινώντας από τον 2ο αι. μ.Χ. όταν ιδρύθηκε στον λόφο της Αγίας Πέτρας η Πλωτινόπολη από τον αυτοκράτορα Τραϊανό.
– Το Λαογραφικό Μουσείο Διδυμοτείχου. Δημιουργήθηκε από εκπαιδευτικούς της περιοχής και στεγάζεται στο νεοκλασικό κτίριο Χατζηρβασάνη, χτισμένο το 1900. Εκτός από τις πλούσιες συλλογές και το αρχειακό υλικό, το μουσείο έχει έντονη κοινωνική δράση. Διοργανώνει ημερίδες, εκδηλώσεις, παρουσιάσεις βιβλίων κ.α
– Φεστιβάλ Γκάιντας. Διοργανώνεται το Σαββατοκύριακο της γιορτής του Αγίου Πνεύματος και είναι ένα φεστιβάλ διάσημο αφού συγκεντρώνει πλήθος μουσικών που ξεχωρίζουν στο παίξιμο της θρακιώτικης γκάιντας. Τα θρακιώτικα γλέντια, δίνουν και παίρνουν αυτό το διήμερο στην πόλη.
– Τα δύο φυσικά σπήλαια. Το σπήλαιο Καγιάλι και το σπήλιο Βούβα εντοπίστηκαν και εξερευνήθηκαν σε ένα μεγάλο τμήμα τους στις αρχές της δεκαετίας του 1960 από την Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία. Το πρώτο, έχει είσοδο στη δυτική πλευρά του λόφου της ακρόπολης, ενώ το δεύτερο βρίσκεται ανάμεσα στο Διδυμότειχο και στο Κουφόβουνο, με σταλακτίτες και σταλαγμίτες μεγάλων διαστάσεων.”
ΠΗΓΗ: exploringgreece.tv