Η αναφορά του CEO της Pfizer, Άλμπερτ Μπουρλά, από το βήμα του 7ου Φόρουμ Δελφών, ότι χάρη στην τεχνολογία mRNA μέσα στα επόμενα τρία χρόνια μπορεί να έχουμε εμβόλιο για τον καρκίνο αποτέλεσε αναμφισβήτητα ένα πολύ ελπιδοφόρο μήνυμα γα την ανθρωπότητα. Μιλώντας στο iatronet.gr καθηγητής Φαρμακολογίας, Φαρμακογονιδιωματικής και Ιατρικής Ακριβείας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, Ευάγγελος Μανωλόπουλος, διασαφηνίζει ποιες θα μπορούσαν να είναι οι προσδοκίες μας τα επόμενα χρόνια στη μάχη κατά της επάρατης νόσου. Εξηγεί τους μηχανισμούς με τους οποίους η συγκεκριμένη τεχνολογία θα οδηγήσει σε εμβόλια – κυρίως, όπως εκτιμά, στην πρόληψη της δημιουργίας μεταστατικών όγκων – αλλά και σε θεραπείες ορισμένων μορφών καρκίνου.
Εμβόλιο για τους μεταστατικούς καρκίνους
“Γενικώς, συμμερίζομαι την αισιοδοξία του κ. Μπουρλά”, επισημαίνει ο κ. Μανωλόπουλος, διευκρινίζοντας, ωστόσο, πως ο καρκίνος δεν είναι μία νόσος ενιαία, ούτε μια ασθένεια όπως ο κορωνοϊός που προκαλείται από έναν ιό. “Είναι ουσιαστικά πολλές νόσοι που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό τον πολλαπλασιασμό και αποδιαφοροποίηση κυττάρων”, σημειώνει. Όπως εκτιμά, εμβόλιο θα μπορούσε να προκύψει σε περιπτώσεις καρκίνων που οφείλονται σε ιικές λοιμώξεις όπως ο HPV που προκαλεί τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, όπου υπάρχει ήδη εμβόλιο, ή κάποιους ηπατικούς καρκίνους που οφείλονται στην ηπατίτιδα Β, όπου επίσης γίνονται προσπάθειες για την ανάπτυξη εμβολίου. Όμως, οι περισσότεροι όγκοι δεν οφείλονται σε ιούς ή σε λοιμώξεις, αλλά σε ενδογενή χαρακτηριστικά του οργανισμού, το γενετικό background του ατόμου σε συνδυασμό με συνθήκες του περιβάλλοντος. Σε αυτούς, όπως εξηγεί, για να αναπτυχθεί ένα εμβόλιο πρέπει να έχουμε γνώση του αιτίου που τον προκαλεί.
Με αυτό το δεδομένο, σύμφωνα με τον καθηγητή, το εμβόλιο θα μπορούσε να το σκεφτεί κανείς κυρίως για την αποτροπή δημιουργίας μεταστατικών όγκων, σε ασθενείς στους οποίους έχει γίνει χειρουργική αφαίρεση όγκου, αλλά υπάρχει ο κίνδυνος δημιουργίας νέου όγκου. “Εκεί λοιπόν, έχοντας τα χαρακτηριστικά του όγκου, αν βρει κανείς συγκεκριμένες πρωτεϊνες που εκφράζουν τα καρκινικά κύτταρα που έχουν δώσει τον αρχικό όγκο, θα μπορούσε να φτιάξει ένα εμβόλιο, που να έχει αυτή τη χαρακτηριστική πρωτεϊνη του όγκου, να την χορηγήσει με mRNA τεχνολογία στον οργανισμό, ο οποίος θα ετοιμάσει αντισώματα και ανοσιακή απόκριση για αυτή την πρωτεϊνη”, εξηγεί και προσθέτει: “Όταν, λοιπόν, καρκινικά κύτταρα εμφανιστούν και έχουν αυτή την πρωτεϊνη, ο οργανισμός θα έχει έτοιμη την ανοσιακή απόκριση να τα αντιμετωπίσει και να τα αποτρέψει από το να δώσει μεταστάσεις σε άλλα όργανα”.
Θεραπεία καρκίνων με την τεχνολογία mRNA
Σε άλλες περιπτώσεις, σημειώνει ο κ. Μανωλόπουλος, μπορούμε να περιμένουμε θεραπευτική χορήγηση συγκεκριμένων πρωτεϊνών μέσω της ίδιας τεχνολογίας. “Αυτή η τεχνολογία έχει συγκεκριμένες δυνατότητες και μπορεί να μας δώσει τρόπους να χορηγούμε την πρωτεϊνη που θέλουμε στα κύτταρα εξειδικευμένα και εκεί να ενεργοποιείται η διαδικασία που έχουμε μάθει με το mRNA: το κύτταρο να παράγει αυτή την πρωτεϊνη, να την εκφράζει και αν αυτή καταστρέφει τα καρκινικά κύτταρα, θα μπορούσε εκεί τοπικά να παράγεται αυξημένη συγκέντρωση μιας πρωτεϊνης που να είναι ογκολυτική και να δίνει αντιμετώπιση σε συγκεκριμένους τύπους όγκου”, αναφέρει, διευκρινίζοντας πως αυτή η προσέγγιση δεν είναι θεωρητική, αλλά υπάρχουν ήδη ουσίες που δοκιμάζονται σε κλινικές μελέτες, για το μελάνωμα, για τον καρκίνο του παγκρέατος και για τον καρκίνο του παχέος εντέρου.
“Άρα, δεν το αποκλείουμε σε 2 – 3 χρόνια κάποιο από αυτά ή κάποιο άλλο να φτάσει στο στάδιο να κυκλοφορεί ως κανονική εγκεκριμένη θεραπεία. Βέβαια, αυτό δεν αποκλείει να έχουμε θεραπεία και σε άλλες νόσους, πέρα από τον καρκίνο, που είναι η προφανής πρώτη επιλογή”, υπογραμμίζει. Συνοψίζοντας, επισημαίνει πως “η mRNA τεχνολογία απέδειξε την χρησιμότητά της, λύθηκαν τα τεχνικά προβλήματα σε μεγάλο βαθμό χάρη στην επιτυχημένη προσπάθεια για την ανάπτυξη των εμβολίων, δοκιμάστηκε αυτή η τεχνολογία σε ένα σκεύασμα που χορηγήθηκε σε εκατομμύρια ανθρώπους με επιτυχία και ασφάλεια. Άρα άνοιξε ο δρόμος για την χρήση αυτής της τεχνολογίας και σε άλλα νοσήματα”.
Νέα εμβόλια για τον κορωνοϊό και 4η δόση
Αναφερόμενος στα εμβόλια κατά του νέου κορωνοϊού, ο καθηγητής Φαρμακολογίας διατυπώνει την ελπίδα πως τα βελτιωμένα εμβόλια που έχουν αναπτύξει οι Pfizer και Moderna και σήμερα δοκιμάζονται σε κλινικές μελέτες θα παρέχουν μεγαλύτερη προστασία από τα υπάρχοντα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, τονίζει πως τον Σεπτέμβριο θα εμβολιαστούμε με 4η δόση, είτε με το νέο εμβόλιο είτε με τα υπάρχοντα, που είναι ήδη αποτελεσματικά απέναντι σε σοβαρή νόσο και θάνατο.
Η δεύτερη ενισχυτική δόση θα γίνει τόσο λόγω της φθίνουσας πορείας της ανοσίας όσο και προφυλακτικά, ενόψει του χειμώνα, που θα επανέλθουμε σε εσωτερικούς χώρους και δεν γνωρίζουμε για την συμπεριφορά του ιού. Ο ίδιος ξεκαθαρίζει πως δεν είναι ακόμη σαφής η διάρκεια ανοσίας της 3ης δόσης. “Έχουν περάσει περίπου 6 μήνες από τότε που άρχισε να χορηγείται η τρίτη δόση στην Ελλάδα. Η ανοσία φαίνεται πως κρατάει, σε ό,τι αφορά σοβαρή νόσο και θάνατο. Το πόσο θα κρατήσει δεν το ξέρουμε, ξέρουμε όμως ότι υπάρχει μια αργή και βαθμιαία πτώση της ανοσίας”, σημειώνει, ενώ διευκρινίζει πως η σύσταση για 4η δόση σήμερα στους άνω των 60 ετών δεν σχετίζεται με τη μικρότερη διάρκεια ανοσίας σε αυτές τις ηλικίες, αλλά στον μεγαλύτερο κίνδυνο να νοσήσουν σοβαρά.
Εμβόλια επόμενης γενιάς
Ο κ. Μανωλόπουλος χαρακτηρίζει ως υπόθεση εργασίας την προσδοκία ότι το βελτιωμένο εμβόλιο θα έχει διάρκεια ενός έτους. “Αυτό δεν είναι σαφές, η διάρκεια ανοσίας της 4ης δόσης είναι ζητούμενο και ο ένας χρόνος πιο πολύ προκύπτει από την εμπειρία της 3ης δόσης, η οποία βλέπουμε ότι εξακολουθεί να παρέχει σοβαρή προστασία και μετά από έξι μήνες, ελπίζουμε και περισσότερο”, αναφέρει. Ο καθηγητής θεωρεί πως η μεγαλύτερη διάρκεια ανοσίας θα επιτευχθεί από τα εμβόλια επόμενης γενιάς, που θα αναπτυχθούν ενόψει της περιόδου της χρόνιας διαχείρισης του ιού. “Αυτά είναι εμβόλια που δεν θα πιάνουν μόνο την πρωτεϊνη ακίδα, όπως τα σημερινά, αλλά και σημεία άλλων πρωτεϊνών του ιού, όπως η νουκλεϊνοπρωτείνη. Όμως δεν προβλέπεται να τα έχουμε μέσα στο 2022”, υπογραμμίζει και προσθέτει: “θα διατηρούν τις ιδιότητες των σημερινών εμβολίων, αλλά θα έχουν και τα δύο επιπλέον κρίσιμα χαρακτηριστικά, της μεγαλύτερης ανθεκτικότητας στις νέες μεταλλάξεις και της μεγαλύτερης διάρκειας”.
Πηγή: iatronet.gr