του Δρς Πέτρου Γκανάτσα*
Η πυρκαγιά στο Εθνικό Πάρκο Δάσους Δαδιάς ήταν εξαιρετικά μεγάλη, όχι μόνο για τα ελληνικά δεδομένα, και κατέκαψε πληθώρα διαφορετικών εκτάσεων και τύπων δασικών οικοσυστημάτων. Συνεπώς, δεν μπορεί να αναμένεται η ίδια συμπεριφορά σε όλα τα καμένα οικοσυστήματα. Γι΄αυτό θα πρέπει να επισημανθούν ορισμένα στοιχεία τα οποία πρέπει να αξιολογηθούν κατάλληλα, ώστε να υπάρξει μια συνολική θετική εξέλιξη, κατά το δυνατόν σε συντομότερο χρονικό διάστημα, και να επιτευχθεί μακροπρόθεσμα η επαναδημιουργία ενός δάσους με τα προϋπάρχοντα της πυρκαγιάς χαρακτηριστικά, και τις συνολικές οικοσυστημικές υπηρεσίες που αυτό παρείχε.
Σοβαρά ζητήματα τα οποία πιθανόν να δημιουργήσουν αρνητικές συνέπειες στην αποκατάσταση του καμένου δάσους:
· Για την αποτελεσματική μεταπυρική αναγέννηση των δασών και τη γρήγορη επαναδημιουργία του δάσους, είναι υποχρεωτική η προστασία των καμένων δασών από τη βοσκή, αλλά και από άλλες ανθρώπινες επεμβάσεις. Η απαγόρευση της βοσκής τα πρώτα χρόνια θα βοηθήσει επίσης και την επιτάχυνση της επανόδου της άγριας πανίδας στην περιοχή, καθώς θα είναι μειωμένος ο ανταγωνισμός για εύρεση της τροφής, δεδομένων των συνθηκών που δημιουργήθηκαν με την φωτιά (πλήρης καταστροφή τη φυτικής βιομάζας).
· Αν και είναι εξαιρετικά επείγον, δεν υπάρχει σχέδιο για την αποκατάσταση των καμένων συστάδων μαύρης πεύκης. Η μαύρη πεύκη είναι ένα είδος που υπήρχε φυσικά σε μικρή έκταση στην περιοχή, δεν είναι χαρτογραφημένος με ακρίβεια ο οικότοπός του, παρότι είναι οικότοπος προτεραιότητας σύμφωνα με την οδηγία 92/43 (Habitat Directive). Παρουσιάζει δυσκολίες στην χαρτογράφηση στην συγκεκριμένη περιοχή, καθώς σε πολλές θέσεις δεν συνιστά αμιγείς συστάδες, αλλά βρίσκεται ως διάσπαρτα άτομα. Πολλά από τα καμένα δένδρα μαύρης πεύκης ήταν μεγάλης ηλικίας δηλ. άνω των 100-120 ετών (εν αντιθέσει με το υπόλοιπο δάσος που ήταν σχετικά μικρότερης ηλικίας), και συνιστούν μεγάλη απώλεια βιολογικής αξίας. Οι μετρήσεις που διεξήχθησαν από την ερευνητική μας ομάδα, επιβεβαιώνουν την ύπαρξη πολλών καμένων υπεραιωνόβιων δένδρων μαύρης πεύκης στη περιοχή. Το σημαντικότερο, η μαύρη πεύκη δεν έχει την δυνατότητα μεταπυρικής αναγέννησης. Οι κώνοι ωριμάζουν τον χειμώνα και τα σπέρματα απελευθερώνονται την άνοιξη, οπότε τον Αύγουστο που έγινε η πυρκαγιά δεν υπήρχαν ώριμα σπέρματα που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν την φυσική αναγέννηση μετά την πυρκαγιά. Συνεπώς δεν υπάρχει πιθανότητα μεταπυρικής αναγέννησης του καμένων συστάδων μαύρης πεύκης, εκτός εάν υπάρχουν παρακείμενες άκαυτες συστάδες. Σε αντίθετη περίπτωση, η επαναδημιουργία του δάσους μπορεί να επιτευχθεί αποκλειστικά και μόνο με την φύτευση σποροφύτων που θα παραχθούν από τη σποροσυλλογή που πρέπει να λάβει χώρα μετά από ενδελεχή έρευνα για τον εντοπισμό ώριμων άκαυτων ατόμων μαύρης πεύκης του φυσικού πληθυσμού στην περιοχή (και όχι από συστάδες που προέρχονται από παλαιότερες αναδασώσεις, καθώς στη δεύτερη περίπτωση δεν γνωρίζουμε την προέλευση του πολλαπλασιαστικού υλικού που χρησιμοποιήθηκε για την δημιουργία τους, και δεν πρέπει να επαναληφθούν τα ίδια λάθη).
· Συνεπώς αναδύεται ένα σημαντικό πρόβλημα απώλειας της βιοποικιλότητας, καθώς ένας ολόκληρος φυσικός πληθυσμός μαύρης πεύκης, ειδικά προσαρμοσμένος στις συνθήκες της περιοχής, μικρού μεγέθους βέβαια, με ηλικία μέχρι και πάνω από 120 έτη, έχει καταστραφεί σχεδόν ολοκληρωτικά και δεν φαίνεται να έχει ληφθεί μέχρι σήμερα καμιά ενέργεια αποτροπής της εξαφάνισής του.
· Έπρεπε ήδη να έχουν πραγματοποιηθεί:
Α) Η ακριβής καταγραφή του οικοτόπου προτεραιότητας της μαύρης πεύκης στην περιοχή και των απωλειών αυτού από την πυρκαγιά.
Δ) Η συλλογή κώνων από τα εναπομείναντα άτομα μαύρης πεύκης (τώρα είναι αργά για την φετινή χρονιά), για την ανάπτυξη φυταρίων μαύρης πεύκης και μεταφύτευση τους στις θέσεις του καμένου δάσους που προϋπήρχε ο πληθυσμός της. Να ληφθεί υπόψη ότι σύμφωνα με έρευνες μας, τα φυτάρια μαύρης πεύκης πρέπει να φυτεύονται ως διετή ή τριετή, καθώς τον πρώτο χρόνο αποκτούν πολύ μικρές διαστάσεις και δεν μπορούν να φυτευτούν στο πεδίο. Εφόσον χάθηκε η φετινή χρονιά, το συντομότερο που μπορεί να γίνουν φυτεύσεις είναι το φθινόπωρο του 2026. Η συλλογή κώνων μαύρης πεύκης από τα εναπομείναντα άτομα μαύρης πεύκης της ευρύτερης περιοχής του Δάσους Δαδιάς-Λευκίμης-Σουφλίου,αποτελεί τη σπουδαιότερη ενέργεια που κρίνεται άκρως απαραίτητη. Μάλιστα, πρέπει να οργανωθεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί η επόμενη γενιά που θα προκύψει με την αναδάσωση να αντιπροσωπεύει κατά το δυνατόν όλη την ποικιλότητα του φυσικού πληθυσμού της μαύρης πεύκης που υπήρχε στην περιοχή. Προτείνεται, αν είναι εφικτό, η συλλογή επιπλέον ποσοτήτων σπόρων για πιθανόν μελλοντική χρήση τους σε περίπτωση επανάληψης της πυρκαγιάς, σε μικρότερο διάστημα από την ηλικία ωρίμανσης των φυταρίων που θα φυτευτούν.
Γ) Η διερεύνηση της απώλειας βιοποικιλότητας σε άλλους σημαντικούς τύπους οικοτόπων, όπως του οικοτόπου προτεραιότητας 91ΕΟ–αλλουβιακά δάση σκλήθρων, ο οποίος καταλαμβάνει μικρή έκταση στην περιοχή.
Δ) Η επαναλειτουργία και συστηματική οργάνωση του κρατικού δασικού φυτώριουΔαδιάς και να γίνουν οι απαραίτητες προετοιμασίες για την παραγωγή των απαιτούμενων φυτών μαύρης πεύκης τοπικής προέλευσης, αλλά και άλλων ειδών που πιθανόν να απαιτηθούν.
Σχετικά με τον προγραμματισμό των δράσεων της ερευνητικής μας ομάδας, του Εργαστηρίου Δασοκομίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,στην περιοχή, θα θέλαμε να προσθέσουμε ότι:
· Ήδη η ερευνητική μας ομάδα σχεδιάζει τη μελέτη των απωλειών του οικοτόπου της μαύρης πεύκης, την εκτίμηση της δυναμικής εξέλιξης του είδους καθώς και την εκτίμηση του κινδύνου εξαφάνισής του στην περιοχή και τις προτάσεις για την διατήρησή του.
Τι θα πρέπει να αποφευχθεί
1. Η χρησιμοποίηση πρωτογενούς πολλαπλασιαστικού υλικού (σπέρματα, ή φυτάρια) προέλευσης από άλλες περιοχές, έτσι ώστε να αποφευχθεί με κάθε τρόπο η γενετική μόλυνση της τοπικής βιοποικιλότητας σε όλα τα επίπεδα.
2. Η αθρόα διενέργεια αναδασώσεων από ιδιωτικές εταιρίες, φαινόμενο των τελευταίων ετών, που διακηρύσσουν την αγάπη τους για το περιβάλλον και τις αναδασώσεις, αλλά στην ουσία ενδιαφέρονται μόνο για τα Carbon credits. Αν θέλουν να κάνουν χορηγίες, να τις κάνουν, όμως προς τη σωστή κατεύθυνση υπό την καθοδήγηση της επιστημονικής κοινότητας και υπό την ευθύνη της αρμόδιας δημόσιας υπηρεσίας (τοπική δασική υπηρεσία).
3. Οι μεγάλες μεταπυρικές επεμβάσεις και τα εκτεταμένα αντιπλημμυρικά έργα, τα οποία και κοστοβόρα είναι, και η αποτελεσματικότητά τους είναι αμφισβητήσιμη σε διεθνές επίπεδο. Για παράδειγμα στην Κινέτα (δυτική Αττική) οι μεγάλες πλημμύρες έγιναν το 2ο έτος μετά την πυρκαγιά και αφού είχαν γίνει τα αντιδιαβρωτικά/αντιπλημμυρικά έργα. Να γίνουν λοιπόν μόνο σε επιλεγμένες θέσεις, εκεί που υπάρχει πράγματι το πρόβλημα της διάβρωσης και της εμφάνισης πλημμυρικών φαινομένων.
*Ο Δρ. Πέτρος Γκανάτσας είναι καθηγητής της Σχολής Γεωπονίας, Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του ΑΠΘ
Πηγή: greenagenda.gr