Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2024

“12 λεπτά”

12 λεπτά. Η Ανθή ακούμπησε τους αγκώνες στον ξύλινο πάγκο, στήριξε το σαγόνι της με τις παλάμες της και κοίταξε την υπάλληλο. «Αυτό το κρουασάν, ε, χμ, κι έναν φρέντο εσπρέσο μέτριο, με καστανή και λίγο πάγο». 

11 λεπτά. Η Πετρίνα μπήκε στο Spotify, φόρεσε τα airpods, ανέβασε τον ήχο στο τέρμα κι έβγαλε τα ασπρόμαυρα Vans· τα φορούσε τόσες ώρες κι είχαν πρηστεί τα πόδια της. Ένωσε τις φτέρνες, έκλεισε τα γόνατα κι αγκάλιασε τα πόδια της από τα καλάμια, ακουμπώντας τις πολύχρωμες κάλτσες στη μπλε βελουτέ επένδυση του καθίσματος. Έπιασε το iphone και σκρόλαρε, να βρει τι θ’ ακούσει μετά.

10 λεπτά. Η Μυρσίνη έπιασε το κινητό να δει την ώρα κι αγχώθηκε, γιατί πλησίαζαν μεσάνυχτα. «Μαμά, σε καμιά ώρα φτάνω, πες τον μπαμπά να ξεκινήσει σιγά-σιγά γιατί δεν θα ‘χει λεωφορεία όταν φτάσω».

9 λεπτά. Ο Δημήτρης συζητούσε με τον Αντώνη πόσο γαμάτα πέρασαν στην Πάτρα. «Φίλε, δεν παίζει, θα κατεβούμε και του χρόνου. Αλλά όχι Σάββατο, τόσο αργά. Θα το κανονίσουμε να φύγουμε από Σαλόνικα από Πέμπτη, θα πούμε και τον μαλάκα τον Αλέξη!».

8 λεπτά. Ο 8χρονος Βασίλης πάλευε να σηκώσει τον αναδιπλούμενο βραχίονα που τους χώριζε. Όταν τα κατάφερε, έγειρε κι ακούμπησε στο δεξί μπράτσο της μάνας του, χασμουρήθηκε κι έκλεισε τα μάτια – ήταν περασμένες 11, συνήθως τέτοια ώρα κοιμάται, όταν έχει σχολείο την επομένη. Η Ζωή έστρεψε το κεφάλι προς το μέρος του, του ‘δωσε ένα φιλί στα μαλλιά και κοίταξε έξω από το πλατύ παράθυρο. Πίσσα σκοτάδι.

7 λεπτά. Ο Σπύρος, που είναι μηχανοδηγός σε εμπορικές αμαξοστοιχίες κι ανέβαινε Θεσσαλονίκη για να παραλάβει μια από αυτές, δεν ήξερε κανέναν από τους συναδέλφους, οπότε δίσταζε να πάει στην καμπίνα για να συστηθεί και να ρωτήσει τι στο καλό έγινε πάλι και φάγανε τόση ώρα στον Παλαιοφάρσαλο. Σταύρωσε το πόδι, βυθίστηκε στο κάθισμα και προτίμησε να σερφάρει στο κινητό· μπήκε να διαβάσει αθλητικά.

6 λεπτά. Ο Στέλιος ξεφυσούσε. Δεν μιλιόταν κι οι άλλοι τον κορόιδευαν, τον είχαν πάρει στο ψιλό. Καταριόταν την ώρα και τη στιγμή που δεν πήρε τον αριθμό, ούτε το Facebook ούτε το Instagram, της Μαριέλλας, που γνώρισε, φάσωσε και καψουρεύτηκε την Κυριακή στην παρέλαση. «Ξεκόλλα, ρε χαζέ!».

5 λεπτά. Η Θώμη με τη δίδυμή της αδερφή, τη Χρύσα, και την πρώτη τους ξαδέρφη, την Αναστασία, γυρνούσαν Θεσσαλονίκη από Τρίκαλα. Ήταν μελαγχολικές, γιατί είχαν περάσει ωραία στο χωριό το τριήμερο -κι ας χρειάστηκε να βοηθήσουν πάλι στην ταβέρνα των μπαμπάδων-, αλλά είχαν ήδη επεκτείνει τη διαμονή τους εκεί. Η Θώμη έπιασε το κινητό να πάρει ιδέες ποιο θα είναι το νέο βίντεο στο TikTok, η Χρύσα μπήκε στο Instagram κι η Αναστασία αναστέναξε. «Πόσο θ’ αργήσουμε πάλι;».

4 λεπτά. Η Αγάπη μίλησε στη μητέρα της και της είπε ότι μάλλον θα αργήσει να φτάσει Θεσσαλονίκη, γιατί έχασαν πόση ώρα στον Παλαιοφάρσαλο. Αλλά της ζήτησε να κοιμηθεί, δεν χρειαζόταν να ξενυχτήσει και ν’ ανησυχεί. Εκείνη της ζήτησε, σε κάθε περίπτωση, να της κάνει αναπάντητη όταν φτάσει. Η Αγάπη έκλεισε το τηλέφωνο και το έβαλε ξανά στην τσέπη. Μάζεψε σε ψηλό κότσο τα μαλλιά της γιατί άρχισαν να κολλάνε στον αυχένα. Έγειρε το κεφάλι αριστερά, επάνω στο ξεφτισμένο προσκέφαλο, κι έπιασε να σκέφτεται μια αγάπη.

3 λεπτά. Ο Παντελής πιάστηκε. Σηκώθηκε και περπάτησε μέσα στα βαγόνια. Έφτασε στο κυλικείο και κοίταξε στη βιτρίνα, ήθελε κάτι γλυκό. Πήρε μια σοκολάτα κι έπιασε κουβέντα με την ταμία. Επέστρεψε στη θέση του, έφαγε τη σοκολάτα, ήπιε λίγο νερό και έριξε το κάθισμα πίσω, για να ξαπλώσει, μπας και τον πάρει ο ύπνος και περάσει η ώρα αρχύτερα. 

2 λεπτά. Ο Βάιος έκανε στο πλάι τα μακριά ράστα κοτσίδια της Δάφνης και φώλιασε το μέτωπο της στον λαιμό του. Η Δάφνη εξακολουθούσε να κρατά τα γόνατά της κολλημένα κι επάνω σ’ αυτά τη σκυλίτσα τους, μες στο τρέντι κλουβί της. Της μιλούσε συνέχεια για να την ηρεμήσει. «Μη γαβγίσεις πάλι, αγάπη μου, σε λίγο φτάνουμε».

1 λεπτό. Η Ιφιγένεια είχε βάλει τα πόδια της πάνω στη βαλίτσα, αλλά πάλι δεν βολευόταν. Κουράστηκε, την πονούσε η μέση, ήθελε να φτάσει σπίτι της, να κάνει ένα καυτό μπάνιο, να χαλαρώσει. Να δει τον φίλο της. «Μωρό μου, να ‘ξερες πόσο μου ‘λειψες. Έρχομαι!».

15 δευτερόλεπτα. Ο Γιώργος σήκωσε το βλέμμα, καθώς έβγαιναν από το τούνελ, κι είδε μακριά, αλλά μπροστά του, δύο φώτα. Ξαφνιάστηκε και ξανακοίταξε, τα φώτα μεγάλωναν – σα λύκος που πλησιάζει μες στη νύχτα. «Τι κάνει, ρε; Έρχεται καταπάνω μας!», ούρλιαξε ο Γιώργος και πάτησε, μ’ όση δύναμη μπορεί να βγάλει ο άνθρωπος, τα φρένα.

10 δευτερόλεπτα. Η Κατερίνα είχε κολλήσει το βλέμμα της στο τζάμι. Κοιτούσε την αντανάκλασή της και το χρωματικά διαστρεβλωμένο φόντο πίσω της. Εστίασε καλύτερα και παρατήρησε τις σταγόνες της υγρασίας που έγλειφαν το γυαλί απ’ έξω. Κυλούσαν τρεμάμενες διαγώνια, ασυνάρτητα αλλά σίγουρα αντίθετα από ό,τι η Κατερίνα, γίνονταν όλο και πιο παχιές όσο κατέβαιναν κι έσμιγαν μ’ άλλες. Πίσω τους άρχισε να διακρίνει κάτι σαν κοπάδι από φρενήρεις πυγολαμπίδες. «Δεν μπορεί, δεν έχει πυγολαμπίδες τον χειμώνα». Ήταν σπίθες.


Καμιά φορά το σφύριγμα ενός τραίνου μες στη νύχτα έχει κάτι απ’ την αιώνια αναχώρηση,
ω μη μιλάτε – ίσως να μην ξημερώσει πια.

 

Επί 12 λεπτά οι δύο αμαξοστοιχίες έτρεχαν η μία στο διάβα της άλλης. Επί 18 χιλιόμετρα αυτά τα σιδερένια τέρατα τροχιοδρομούσαν επάνω στις ίδιες ράγες και δεν υπήρξε καμία παρεμβολή για να αποτραπεί ο όλεθρος. Δύο συρμοί, ο ένας με ταχύτητα 166 χιλιομέτρων την ώρα κι ο άλλος με πάνω από 100, έσερναν λυσσαλέα προς τον θάνατο 350 και πλέον ψυχές.

Είχαμε 20 ολόκληρα χρόνια καιρό για να αποφύγουμε αυτά τα 12 λεπτά. Και αποτύχαμε. 

Σήμερα, στο 2023, μπορεί κάποιος να δει ανά πάσα ώρα και στιγμή πού βρίσκεται και προς τα πού κινείται ένα αεροσκάφος, τη θέση ενός καραβιού σε όλες τις θάλασσες του πλανήτη, ακόμη κι ένα μηχανάκι σε ποια οδό κινείται και πόσο μακριά απέχει από το σπίτι μας για να μας φέρει την παραγγελία. 

«Πάμε κι όπου βγει». Αυτό το ασύλληπτο άκουσαν αυτόπτες μάρτυρες μέσα στον συρμό του θανάτου, αποσταγμένο από το «πάμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα», μια συμπύκνωση της… σύγχρονης Ελλάδας. Ποια ελιά, ποιο αμπέλι και ποιο καράβι, καλέ μου Ελύτη: ένα πάμε, ένα όπου κι ένα βγει. Και πάλι την ξαναφτιάχνουμε – όπως όπως, μάνι μάνι.

Σήμερα, στο 2023, μπορεί ένα αεροσκάφος από το εξωτερικό έμφορτο με πυρομαχικά να κινείται πάνω μία χώρα και κατοικημένες περιοχές της χωρίς να έχει δηλώσει τι μεταφέρει, μια ολόκληρη πόλη δίπλα στην πρωτεύουσα να γίνεται στάχτη, δύο τρένα να συγκρούονται μετωπικά με ιλιγγιώδεις ταχύτητες στο μοναδικό σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας με δυνατότητα διπλής γραμμής. Στον πιο κομβικό και νευραλγικό άξονα που συνδέει την πρωτεύουσα με τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη. Στην κεντρική μας αρτηρία. Και καταφέραμε η αρτηρία αυτή να -μπορεί να- κοπεί. Δεν αιμορραγούμε, απλώς. Έχουμε στραγγίξει.

Χθες ήταν η πρώτη, ημερολογιακά, ημέρα της άνοιξης, αλλά τίποτα δεν προμηνύει άνθιση. Μόνο αποσύνθεση, σαθρότητα και σήψη. Η άνθιση θα ερχόταν απ’ αυτά τα παιδιά. Κι εμείς τα σκοτώσαμε.

Τα σκοτώναμε επί 12 λεπτά.

*Η Ανθή νοσηλεύεται. Η Πετρίνα νοσηλεύεται. Η Μυρσίνη είναι στη ΜΕΘ. Ο Δημήτρης και ο Αντώνης νοσηλεύονται. Ο Βασίλης και η Ζωή νοσηλεύονται. Ο Σπύρος σκοτώθηκε. Ο Στέλιος νοσηλεύεται. Η Θώμη, η Χρύσα και η Αναστασία σκοτώθηκαν. Η Αγάπη αγνοείται. Ο Παντελής επέζησε. Ο Βάιος αγνοείται, η Δάφνη είναι στη ΜΕΘ και η σκυλίτσα τους επέζησε. Η Ιφιγένεια αγνοείται. Ο Γιώργος σκοτώθηκε. Η Κατερίνα νοσηλεύεται.

ΠΗΓΗ: voria.gr – Πασχάλης Μεντίζης

Facebook
Twitter
WhatsApp
Email