Μόλις τέσσερις μήνες μετά την καταστροφική φωτιά του Αυγούστου του 2023 στο Εθνικό Πάρκο Δάσους Δαδιάς-Λευκίμης-Σουφλίου, αναπτύσσονται τα πρώτα βλαστάρια των πλατύφυλλων ειδών (δρύες, γλιστροκουμαριές, φιλλύκια κ.ά.), μέσα από καρβουνιασμένους κορμούς και ρίζες, αλλά και τα πρώτα αρτίφυτρα τραχείας πεύκης στις πιο υγρές θέσεις και στις βόρειες και βορειοδυτικές εκθέσεις, που αναπτερώνουν τις ελπίδες για σύντομη αποκατάσταση του οικοσυστήματος με φυσική αναγέννηση.
«Οι στάχτες και η μυρωδιά του καμένου κρατούν νωπή τη μνήμη της μεγάλης φωτιάς. Η φύση όμως πάλι μας εκπλήσσει ευχάριστα με τα προσαρμοσμένα στη φωτιά δασικά είδη. Σε έναν χρόνο από τώρα, και μετά τα αποτελέσματα της έρευνας που θα μας δώσουν οι δειγματοληπτικές επιφάνειες, θα έχουμε πληρέστερη εικόνα για την πορεία της φυσικής αναγέννησης σε όλο το δάσος, αφού τα κωνοφόρα χρειάζονται περισσότερο χρόνο να ανακάμψουν μετά τη φωτιά σε σχέση με τα πλατύφυλλα είδη», επισήμανε η Δρ. Μαριάνθη Τσακαλδήμη του Εργαστηρίου Δασοκομίας, Τμήμα Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος ΑΠΘ, μιλώντας στη Greenagenda.gr.
Ευοίωνες, ωστόσο, είναι οι προοπτικές για την αποκατάσταση του δάσους μέσα σε μία 20ετία, όπου θα μπορεί να παρέχει αρκετές από τις μέχρι τώρα οικοσυστημικές του υπηρεσίες, κι εφόσον δεν υπάρξουν ανασταλτικοί παράγοντες (μια ακόμη πυρκαγιά, ξηρασία, βόσκηση κ.ά.). Η κλιματική αλλαγή αυξάνει τον αριθμό των εκτός ελέγχου πυρκαγιών σε ολόκληρη τη χώρα αλλά και την επαναληψιμότητά τους στο ίδιο δάσος.
Σύμφωνα με έρευνες του Εργαστηρίου Δασοκομίας του ΑΠΘ, απαιτείται διάστημα τουλάχιστον 15-16 ετών ανάμεσα σε δύο πυρκαγιές στον ίδιο τόπο, ώστε να καταφέρει το δάσος τραχείας πεύκης να φτάσει σε τέτοια ωριμότητα και αναπαραγωγική ηλικία, ικανή να εξασφαλίσει την ανανέωσή του σε περίπτωση πυρκαγιάς, είπε στη Greenagenda.gr ο Πέτρος Γκανάτσας, καθηγητής και Διευθυντής του Εργαστηρίου Δασοκομίας του Τμήματος Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του ΑΠΘ. Η ξηρασία επίσης περιορίζει την ανάκτηση των μεσογειακών δασών μετά τις πυρκαγιές. Στο 99,7% των μοντέλων που αναλύθηκαν για τα δασικά μεσογειακά οικοσυστήματα, η διάρκεια της ξηρασίας ήταν ο πιο περιοριστικός παράγοντας για την ανάκτηση της βλάστησης μετά από πυρκαγιά.
«Σε κάθε περίπτωση, η προστασία του καμένου αυτού μεσογειακού οικοσυστήματος για την επίτευξη της φυσικής αναγέννησης και τη διατήρηση της βιοποικιλότητας που συνδέεται με το νεκρό/καμένο ξύλο και τα πρώιμα στάδια της αναγέννησης, αποτελεί ορίζοντα αισιοδοξίας», σημείωσε στη Greenagenda.gr η κ. Τσακαλδήμη.
Εν τω μεταξύ, 17 μήνες μετά τη φωτιά του 2022 στα κατεστραμμένα απανθρακωμένα τοπία που άφησε πίσω της η φωτιά, πρώτα τα πλατύφυλλα είδη, όπως δρύες, σορβιές, φράξοι, και φιλλύκια έβαλαν μπροστά τους μηχανισμούς επιβίωσής τους μετά την πυρκαγιά και με τη βοήθεια των βροχών ανέπτυξαν πολυάριθμους νέους βλαστούς (ύψους έως 0,8 έως 1,5 μ.) είτε από τα καμένα πρέμνα είτε από τις ρίζες.
Η φυσική αναγέννηση της τραχείας πεύκης παίρνει και αυτή τη σκυτάλη με τη βοήθεια του μηχανισμού προσαρμογής που παρουσιάζει αυτό το θερμόβιο κωνοφόρο. H τραχεία πεύκη όχι μόνο αναγεννάται μετά τη φωτιά αλλά πολλές φορές ευνοείται από αυτή για τη χωρική επέκτασή της. Το είδος διατηρεί έναν αριθμό από τους κώνους, που παράγει κάθε χρόνο, κλειστούς (για 5-10 χρόνια) αλλά με φυτρώσιμους σπόρους. Με την πυρκαγιά, λόγω των υψηλών θερμοκρασιών οι κλειστοί κώνοι ανοίγουν και οι σπόροι πέφτουν σε ένα έδαφος απαλλαγμένο από την ανταγωνιστική υποβλάστηση. Στη συνέχεια με τις βροχές του φθινοπώρου ευνοείται η φύτρωση και η ανάπτυξη των νεαρών αρτιφύτρων.
Το δάσος Δαδιάς-Λευκίμης-Σουφλίου αποτελεί ένα δάσος υψηλής οικολογικής αξίας που συνδυάζει ώριμα και νεαρά δάση με ξέφωτα, ποικιλία γεωμορφολογικών σχηματισμών και παρέχει πλούτο οικοσυστημικών υπηρεσιών (νερό, ξυλεία, οικονομική και κοινωνική υποστήριξη ντόπιου πληθυσμού, δέσμευση άνθρακα, πλούσια πανίδα και χλωρίδα, σχηματισμός-συγκράτηση εδαφών, αντιπλημμυρική προστασία, ανακύκλωση θρεπτικών ουσιών, τοπία, διατήρηση της βιοποικιλότητας με ιδιαίτερη αξία για τα μεγάλα αρπακτικά, κ.α. πολλά). Το δάσος κυριαρχείται από κωνοφόρα είδη όπως η τραχεία πεύκη και η μαύρη πεύκη (στα μεγαλύτερα υψόμετρα), δάση βελανιδιάς (Quercus frainetto, Q. cerris, Q. petrae, Q. pubescens), σκληρόφυλλη βλάστηση αειφύλλων (κουμαριές, φιλλύκια,άρκευθοι, κ.α.) αλλά και φυλλοβόλα πλατύφυλλα.
Φωτογραφίες: Μαριάνθη Τσακαλδήμη, Πέτρος Γκανάτσας