Η παράταση των lockdowns και η καθυστέρηση της ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας προβληματίζουν τις ευρωπαϊκές αρχές σε ό,τι αφορά το θέμα της επιστροφής ή όχι των δημοσιονομικών κανόνων για το δημόσιο χρέος και τα ελλείμματα το επόμενο έτος, μετά το «πάγωμά» τους το 2020-2021. Εάν δεν υπάρξει ευελιξία το σίγουρο είναι πως το 2022 θα σημάνει σκληρή λιτότητα για τις αδύναμες οικονομίες και αυτό είναι κάτι που δεν θέλει να έχει στα «χέρια» της η Ε.Ε. Η παράταση της χαλάρωσης σίγουρα θα ανακουφίσει πολλές οικονομίες, ωστόσο θα δημιουργήσει και λεπτές ισορροπίες ειδικά για χώρες όπως η Ελλάδα, που έχουν «περιορισμούς» σε ό,τι αφορά τις δαπάνες, λόγω των ήδη πολύ υψηλών επιπέδων χρέους. H διαχείριση της όποιας χαλάρωσης υπάρξει και για το 2022 θα πρέπει συνεπώς να είναι προσεκτική και οι κινήσεις συγκρατημένες. Η πανδημία έχει ήδη προκαλέσει ένα τσουνάμι χρέους στις χώρες της Ευρωζώνης, χάρη και στον μεγάλο «σύμμαχο» που ονομάζεται ΕΚΤ, ωστόσο θα πρέπει στο εξής να υπάρξει μία ισορροπία μεταξύ του πόσα ξοδεύει κάθε χώρα για να στηρίξει την οικονομία της, τι υποχρεώσεις έχει και ποια είναι η δημοσιονομική της θέση. Εάν δεν υπάρχει πρωτογενές πλεόνασμα, θα πρέπει να υπάρξει «συγκράτηση».
Ο «λογαριασμός»
Στην περίπτωση της Ελλάδας, ο λογαριασμός σε ό,τι αφορά τους στόχους του προϋπολογισμού του 2021 έχει ήδη αρχίσει να ξεφεύγει. Η παράταση του lockdown και των μέτρων στήριξης «φέρνει» χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης το 2021 και μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικά υψηλότερο πρωτογενές έλλειμμα. Αυτό ουσιαστικά σημαίνει πως η χρήση των ταμειακών διαθεσίμων θα είναι υψηλότερη, τα οποία και αποτελούν για την Ελλάδα το μεγάλο της όπλο απέναντι στις αγορές, μέχρι την επανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, η οποία δεν αναμένεται πριν από το 2023 τουλάχιστον. Σήμερα, το «μαξιλάρι» αυτό διαμορφώνεται στα 35 δισ. ευρώ και έχει υπολογιστεί να κλείσει το 2021 στα 22-25 δισ. ευρώ. Οπότε το ταμείο «αντέχει» τα περαιτέρω μέτρα, ενώ η στήριξη του PEPP της ΕΚΤ (μπορεί να αγοράσει έως και 20 δισ. ευρώ ελληνικά ομόλογα τους επόμενους 13 μήνες) «επιτρέπει» και τη μικρή αύξηση της εκδοτικής δραστηριότητας στα 12-14 δισ. ευρώ.
Με αυτά τα 22-25 δισ. ευρώ το ελληνικό Δημόσιο θα πρέπει να «πορευτεί» το 2022, διατηρώντας τα με εξόδους στις αγορές και με παράλληλη «σοφή» διαχείριση του χρέους. Το επόμενο έτος πάντως το Ταμείο Ανάκαμψης θα είναι σε πλήρη λειτουργία και αυτό σημαίνει ότι η δημοσιονομική στήριξη στην ελληνική οικονομία θα είναι μεγαλύτερη, και μάλιστα μέσω επιχορηγήσεων οι οποίες δεν «ανεβάζουν» το χρέος. Σε περίπτωση που το 2022 το πρωτογενές έλλειμμα μηδενιστεί –η Fitch προβλέπει πως το 2022-2023 το πρωτογενές αποτέλεσμα του προϋπολογισμού θα είναι σε ισορροπία– και αν αυξηθεί το ΑΕΠ όπως αναμένεται, τότε η όποια χρήση των ταμειακών διαθεσίμων θα οδηγεί σε μείωση του χρέους.
Το κόστος εξυπηρέτησης
Αν και το δημόσιο χρέος αναμένεται να διατηρηθεί υψηλό και κοντά στο 200% του ΑΕΠ, ωστόσο αυτό που έχει σημασία δεν είναι το επίπεδό του αλλά το κόστος εξυπηρέτησής του και εάν αυτό είναι βιώσιμο. Οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας κινούνται κοντά στο 15% και έχουν περιθώριο να αυξηθούν στο 20%. Αλλωστε, στο 20% ήταν το επίπεδο των περισσότερων χωρών της Ευρωζώνης προ πανδημίας, και έχει ήδη «ανέβει» πλέον στο 25%-30%. Οπως σημειώνει στην «Κ» o Αλεξ Μουσκατέλι, επικεφαλής αναλυτής της Fitch για την Ελλάδα, το ευνοϊκό προφίλ του ελληνικού χρέους σημαίνει ότι το κόστος εξυπηρέτησής του θα παραμείνει χαμηλό. Εκτιμά ότι τα επόμενα δύο χρόνια, η συνολική εξυπηρέτηση του χρέους (αποσβέσεις, πληρωμές τόκων και πρωτογενή ελλείμματα) θα ευθυγραμμιστεί σε γενικές γραμμές με τo επίπεδo των ταμειακών διαθεσίμων, το οποίο και είναι βιώσιμο.
Πηγή: kathimerini.gr