Κόρη εύπορης οικογένειας, η Δόμνα Βισβίζη γεννήθηκε το 1783 στον Αίνο της Ανατολικής Θράκης. Όταν έγινε εικοσιπέντε ετών παντρεύτηκε τον εφοπλιστή Χατζή Αντώνη Βισβίζη, με τον οποίο απέκτησαν πέντε παιδιά: τρία αγόρια και δύο κορίτσια.
Ο Χατζή Αντώνης Βισβίζης ήταν από τους πρώτους που μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρεία και μέσω εκείνου η Δόμνα απέκτησε πολιτική σκέψη. Τον Φεβρουάριο του 1821, εκείνος επιστράτευσε το καλύτερο καράβι του, την «Καλομοίρα» -που αργότερα θα έμενε γνωστό ως το «Μπρίκι της Δόμνας», το όπλισε με 14 κανόνια και 140 ναύτες πλήρωμα, και ρίχτηκε στη μάχη, συμμετέχοντας σε δεκάδες ναυμαχίες στο Αιγαίο και στις επιχειρήσεις των Υψηλάντη, Ανδρούτσου και Νικηταρά στη Λαμία για να σταματήσουν την κάθοδο του Δράμαλη νοτιότερα. Κι επειδή το πλοίο φιλοξενούσε την οικογένεια του καπετάνιου είχε μεγάλο σαλόνι, όπου συχνά εκεί συνεδρίαζε ο «Άρειος Πάγος» (η τότε κυβέρνηση).
Στο πλευρό του Βισβίζη, πάντα βρισκόταν η Δόμνα, που παράτησε τη στεριά, πήρε τα παιδιά της, αφού πούλησε όλα τα τιμαλφή της και ακολούθησε τον σύζυγό της. Μέσα της έκαιγε η ίδια φλόγα για την ελευθερία.
Στις 21 Ιουλίου 1822, ο Χατζή Αντώνης δολοφονήθηκε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, κατά τη διάρκεια της θαλάσσιας πολιορκίας της Εύβοιας. Η Δόμνα, τότε, αποφάσισε να μη θρηνήσει: έδωσε εντολή στα παιδιά να κλάψουν τον πατέρα τους, ενώ, εκείνη ανέλαβε τα ηνία της «Καλομοίρας» κι έγινε καπετάνισσα. Έτσι ήθελε να τιμήσει την μνήμη του αγαπημένου της συζύγου: συνεχίζοντας το έργο του.
Η δυναμική της προσωπικότητα και το θάρρος της ενέπνεαν σεβασμό στο πλήρωμα, αν και ήταν γυναίκα. Έμπειρη πια στις μάχες κι έχοντας τη βοήθεια του υπαρχηγού, καπετάν Σταυρή, κυβέρνησε το πλοίο και συνέχισε την πολιορκία. Οι προκρίτοι της Εύβοιας σε μια επιστολή τους αναφέρουν πόσο σημαντική ήταν η συμβολή της: «…ο μακαρίτης σύζυγός της, ζων, και αυτή μετά τον θάνατον εκείνου, εις την νήσον Εύβοιαν κατά το βόρειον μέρος, με ειλικρίνειαν και πατριωτικόν ζήλον, χωρίς να παρακούσωσι τας προσταγάς, εδούλευσεν με το πλοίον του».
Για τα επόμενα τρία χρόνια, η Δόμνα έγινε ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων. Ήταν , μάλιστα, εκείνη που αναχαίτισε τα στρατεύματα του Ομέρ Πασά στην Εύβοια και εμπόδισε την προέλασή τους στην Στερεά Ελλάδα. Σε αυτή τη μάχη λίγο έλειψε να χάσει και τον γιο της, τον Θεμιστοκλή, ο οποίος τραυματίστηκε σοβαρά.
Αργότερα, η «Καλομοίρα» πήρε το όνομά της κατόπιν κυβερνητικής εντολής και συνέχισε να λαμβάνει μέρος σε ναυμαχίες και να μεταφέρει πολεμοφόδια. Όλα τα έξοδα για τη συντήρησή του όμως τα ανέλαβε εκείνη, προσωπικά ξοδεύοντας την περιουσία της μέχρι τελευταίας δεκάρας.
Το 1823 οι Υδραίοι τής ζήτησαν να παραχωρήσει το «Μπρίκι» της προκειμένου να το εντάξουν στον στόλο τους κι εκείνη το έκανε με γενναιοδωρία. Με αυτό, λοιπόν, το πλοίο που μετατράπηκε σε πυρπολικό, αν και πλέον είχε αρχίσει να φθείρεται, ο Πιπίνος ανατίναξε την τουρκική φρεγάτα «Χανζέ Γκεμίστ», κλείνοντας θριαμβευτικά την ένδοξη ιστορία του.
Το 1824 η Δόμνα βρέθηκε μόνη με παιδιά της, σε φοβερή ένδεια, χωρίς να μπορεί να τους εξασφαλίσει τα προς το ζην. Τι κ αν ο Υψηλάντης τη χαρακτήρισε «γενναιοτάτην Δέσποινα και Καπετάνισσα» και ο Ανδρούτσος «Ηρωίδα και ευεργέτιδα». Το κράτος κώφευε και δεν μπήκε στον κόπο να της εγκρίνει μια τιμητική σύνταξη. Έτσι κατέληξε στη Μύκονο με τα παιδιά της, όπου ζούσαν στοιβαγμένοι σε ένα μικρό δωμάτιο. Στη συνέχεια, μεταφέρθηκε στην Ύδρα και έπειτα στο Ναύπλιο. Έγραψε μάλιστα επιστολή στη Διοίκηση, εκλιπαρώντας τη να βοηθήσει, αλλά ποτέ δεν έλαβε την αποζημίωση που χορηγούνταν σε διάφορους, ακόμα και άγνωστους, οπλαρχηγούς. Τελικά, το μόνο που κατάφερε ήταν να της χορηγηθεί η κατώτερη μηνιαία σύνταξη των τριάντα δραχμών.
Οι δυστυχίες, όμως, δεν σταμάτησαν εκεί. Ο λιμός που κατέκλυσε την Ελλάδα πήρε ένα από τα παιδιά της. Το 1826 έγραφε απελπισμένη: «….Κλαίω, ευσπλαχνίαν δεν ευρίσκω ουδεμίαν. Άχρι και των ουρανών κραυγάζω. Ώτα ανεωγμένα δεν βλέπω! Πώς άλλως να εκφράσω τον πόνο μου; Ή με οποίον άλλον τρόπο να κινήσω ανθρώπων σπλάγχνα εις συμπάθειαν»;
Τον Αύγουστο του 1829 μεταφέρθηκε στο Άργος και έγραψε επιστολή στον Καποδίστρια, λέγοντας: «…Γνωρίζω ότι φαίνομαι όχι μόνον οχληρά και βαρετή, αλλά και τολμηρά. Ανάγκη, όμως, μεγίστη μ΄ αναγκάζει και μάλλον με βιάζει! Κατ΄ ανάγκη λιμού, λιμοκτονίας και άκρας πτωχείας κατήντησα κλινήρης εις τόπον ξένον, μακράν των δυστυχών μου ορφανών και ανηλίκων. Δεν είμαι εις κατάστασιν να επιστρέψω εις αυτά, επειδή έμεινα έρημος. Και αυτής της εφημέρου τροφής στερούμενη, κινδυνεύομεν να αποθάνομεν από την πείναν! Επί Μάρτυρι Θεώ δεν έχω καν τα αναγκαία μου έξοδα να επιστρέψω προς την ατυχή οικογένειά μου…. Ο πατήρ των ανηλίκων ορφανών μου εθυσίασεν και ζωήν και κατάστασιν υπέρ του έθνους, τα παιδιά του λιμοκτονούν, πεθαίνουν από την πείναν! Το έθνος δεν ευσπλαγχνίζεται; Κινδυνεύουν και εντός ολίγου χάνονται…. Προστρέχω προς την έμφυτον φιλανθρωπίαν σας, θερμώς παρακαλούσα όπως μοι γίνη καν μικρά εξοικονόμησις, ίνα περιθάλψω και δυνηθή ανακουφίσω τα τέκνα μου και προλάβω αυτά πριν, ή εκ της λιμοκτονίας εξοντωθώσι. Της εξοχότητός της δούλη, η δυστυχής χήρα Δόμνα Βισβίζη»..
Μετά το τέλος της ελληνικής επανάστασης, κουρασμένη πια, εγκαταστάθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου ενώ λέγεται πως τα τελευταία χρόνια της ζωής της τα έζησε στον Πειραιά, όπου πέθανε καταπονημένη και ξεχασμένη σε ηλικία 66 ετών.
Ωστόσο, η φήμη της είχε ξεπεράσει τα σύνορα. Έτσι το φιλελληνικό κομιτάτο του Παρισιού, στην προσπάθειά του να περιθάλψει τα παιδιά των αγωνιστών, προσκάλεσε στο Παρίσι τον μεγάλο γιο της οικογένειας, τον Θεμιστοκλή, για να σπουδάσει εκεί. Η ευγένειά του τον έκανε να ξεχωρίζει στους φιλελληνικούς κύκλους του Παρισιού. Ήταν δε τόσο όμορφος που η Γαλλίδα καλλιτέχνις Αδέλα Ταρντιέ φιλοτέχνησε το πορτραίτο του, το οποίο έφτασε να πωλείται λιθογραφημένο σε χιλιάδες αντίτυπα στη Γαλλία και την Ευρώπη. Σήμερα, αντίγραφο αυτού του πορτραίτου φυλάσσεται στο Εθνολογικό Μουσείου. Μάλιστα, αναγράφεται η συμβουλή που του έδωσε η μητέρα του πριν φύγει για το Παρίσι: «Παιδί μου, θα υιοθετηθείς και θα οφείλεις την ανάπτυξίν σου εις την γαλλικήν γενναιοδωρίαν. Ίσως δεν θα ζω, όταν επιστρέψης. Σκέψου όμως, παιδί μου, ότι πρέπει να μιμηθής και να εκδικήσεις τον πατέρα σου». Πράγματι, όταν ο Θεμιστοκλής επέστρεψε στην Ελλάδα, η μητέρα του είχε ήδη πεθάνει. Εκείνος όμως διορίστηκε ακόλουθος του Υπουργείου των Εξωτερικών και από το 1845 ως το 1876 ήταν διοικητής Νάξου, χαρίζοντας έστω και μετά θάνατον στη Δόμνα μια μικρή ικανοποίηση.
Πηγή: bovary.gr