“Το διμερές εμπόριο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας χαρακτηρίζεται διαχρονικά από την κυρίαρχη συμμετοχή (50%-70%) των προϊόντων διύλισης πετρελαίου/καυσίμων στη σύνθεση των ελληνικών εξαγωγών και την ολοένα αυξανόμενη διεύρυνση του μείγματος των τουρκικών εξαγωγών.
Για μία δεκαετία, από το 2009, το εμπορικό ισοζύγιο των δύο χωρών ήταν πλεονασματικό υπέρ της Ελλάδας (με εξαίρεση το 2016). Το 2020 η αξιοσημείωτη μείωση των ελληνικών εξαγωγών πετρελαιοειδών (-56,14%), ανέστρεψε το εμπορικό ισοζύγιο, διαμορφώνοντας για την Ελλάδα έλλειμμα ύψους 213 εκατ. ευρώ (-787%).
Η λειτουργία του διυλιστηρίου STAR στη Σμύρνη, καθώς και αντίστοιχες επενδύσεις που υλοποιούνται με ταχύ ρυθμό σε άλλες περιοχές της Τουρκίας, εκτιμάται ότι θα υποκαταστήσουν σε μεγάλο βαθμό τις ελληνικές εξαγωγές πετρελαιοειδών, τροποποιώντας έτι περαιτέρω τη σημερινή εικόνα”.
Αυτά αναφέρονται στην “ετήσια έκθεση για την τουρκική οικονομία και τις διμερείς εμπορικές και οικονομικές σχέσεις, 2020” που συνέταξε το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της πρεσβείας μας στην Άγκυρα, η οποία αναρτήθηκε στην ηλεκτρονική σελίδα για τις εξαγωγές του υπουργείου Εξωτερικών.
Ο συνολικός όγκος εμπορίου μεταξύ των δύο χωρών το 2020 μειώθηκε, σε σχέση με το προηγούμενο έτος, κατά 26,2% σε 2,9 δισ. ευρώ. Οι ελληνικές εξαγωγές ανήλθαν σε 1,34 δισ. ευρώ, μειωμένες κατά 32,2%, τοποθετώντας την Τουρκία στην 6η θέση μεταξύ των χωρών-προορισμών των ελληνικών προϊόντων (4η θέση το 2019). Αντίστοιχα, οι ελληνικές εισαγωγές μειώθηκαν κατά 20,2% σε 1,5 δισ. ευρώ, κατατάσσοντας την Τουρκία στην 13η θέση ανάμεσα στις χώρες-προμηθευτές μας (10η θέση το 2019). Για την Τουρκία, το ίδιο έτος η Ελλάδα είναι η 23η χώρα-προορισμός των τούρκικων εξαγωγών και η 34η χώρα-προμηθευτής.
Σύμφωνα με την έκθεση, οι προαναφερθείσες εξελίξεις στις ελληνοτουρκικές εμπορικές σχέσεις μπορούν να αποδοθούν, τόσο στην ανταγωνιστικότητα των τουρκικών προϊόντων λόγω αντικειμενικών παραγόντων (μέγεθος εγχώριας αγοράς, χαμηλότερο εργατικό και λειτουργικό κόστος) και στον προστατευτισμό που χαρακτηρίζει την τούρκικη εμπορική πολιτική.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα των ανωτέρω είναι:
– η μείωση των ελληνικών εξαγωγών χαλκοσωλήνων από 43 εκατ. ευρώ το 2017 σε 26,6 εκατ. ευρώ το 2020 (-38,1%), μετά την επιβολή τουρκικών δασμών antidumping,
– η αύξηση των εισαγωγών τουρκικών ιχθυηρών (κατ. 0302) από 31,1 εκατ. ευρώ το 2017 σε 56,2 εκατ. ευρώ το 2020 (+80%).
Τι εξάγουμε στην Τουρκία
Τα σημαντικότερα ελληνικά προϊόντα που εξάγουμε στην Τουρκία (εκτός πετρελαιοειδών που αποτελούν το 36% της συνολικής αξίας) είναι: βαμβάκι (14%), πολυμερή προπυλενίου, μηχανές επεξεργασίας δεδομένων, προϊόντα αργιλίου, ρύζι, χαλκοσωλήνες, φάρμακα, χρυσός, εντομοκτόνα, λιπάσματα, υφάσματα, απορρίμματα χαρτιού, χρώματα, πούρα/τσιγάρα, πέτρες, κοσμήματα και σκάφη.
Συγκεκριμένα το 2020, επισημαίνεται η εντυπωσιακή αύξηση των ελληνικών εξαγωγών: αργύρου (1.233%), φαρμάκων (608%), φυτικού λίπους (333%), τεχνητών δερμάτων (345%), σκαφών (72%), εντομοκτόνων (53%), υφασμάτων (53%) και καλλυντικών (53%). Από την άλλη πλευρά, μειώθηκαν οι ελληνικές εξαγωγές: ορυκτέλαιων (-58%), βαμβακιού (-24%), και απορριμμάτων χαρτιού (-27,6%).
Τι εισάγουμε από Τουρκία
Τα σημαντικότερα προϊόντα που εισάγουμε από την Τουρκία, είναι: οχήματα, πετρελαιοειδή, προϊόντα σιδήρου/χάλυβα, ιχθυηρά, υφάσματα/ενδύματα, ηλεκτρικές συσκευές (θερμαντήρες, ψυγεία, τηλεοράσεις), πλαστικά, πώματα, χαρτόνια, αλκοόλες και ηλεκτρική ενέργεια.
Αξιοσημείωτη ήταν το 2020 η αύξηση των εισαγωγών υφασμάτων (420%, 11 εκατ. ευρώ) και ενδυμάτων (1.057%, 16,4 εκατ. ευρώ), όπου περιλαμβάνονται οι χειρουργικές μάσκες και ρόμπες. Επίσης, σημαντική ήταν η αύξηση άκυκλων υδρογονανθράκων (79%) και φορτηγών οχημάτων (31%). Στην πλειοψηφία τους οι εισαγωγές των υπολοίπων τ/προϊόντων μειώθηκαν, με σημαντικότερη μείωση των πετρελαιοειδών (-59%).
Προκλήσεις και προοπτικές εξαγωγών συγκεκριμένων προϊόντων
(α) Αγροτικά προϊόντα – τρόφιμα/ποτά
Ο τομέας των αγροτικών προϊόντων και των τροφίμων διέπεται από υψηλό προστατευτισμό, ως προς τον εξωτερικό ανταγωνισμό, είτε μέσω πρακτικών που δυσχεραίνουν τις εισαγωγές είτε μέσω υψηλών δασμών. Τα προαναφερόμενα σε συνδυασμό με τις ανταγωνιστικές τιμές των τουρκικών προϊόντων προκαλούν δυσκολίες στην εξαγωγή συγκεκριμένων κατηγοριών τροφίμων. Ωστόσο, θετικές προοπτικές έχουν τρόφιμα όπως: κακάο, σοκολατοειδή, καφές, κατεψυγμένα-κατεψυγμένης ζύμης, βιολογικά, έτοιμα για μαγείρεμα ή για κατανάλωση τρόφιμα, gourmet, εθνικά προϊόντα, προϊόντα υγιεινής διατροφής.
Οι ελληνικές εξαγωγές τροφίμων παραμένουν περιορισμένες με κυριότερες αυτές των δημητριακών (κυρίως ρύζι), οι οποίες αν και μειωμένες το 2020 (-29,8%), αποτελούσαν το 71% των ελληνικών εξαγωγών τροφίμων στην Τουρκία και το 3,20% των συνολικών εξαγωγών μη πετρελαιοειδών.
Ακολουθούν σε μεγάλη απόσταση τα παρασκευάσματα διατροφής και τα φρούτα / ξηροί καρποί, ενώ είναι αμελητέες οι εξαγωγές ελαιολάδου, ποτών και τυροκομικών, λόγω κυρίως των ιδιαιτέρως υψηλών δασμών.
Πλεονεκτήματα τουρκικής αγοράς τροφίμων
Στα πλεονεκτήματα της τουρκικής αγοράς τροφίμων συγκαταλέγονται τα εξής:
• Ευνοϊκά δημογραφικά στοιχεία: χαμηλός μ.ό. ηλικίας (32,4 έτη) κ.ά.
• Αυξανόμενη ζήτηση βιολογικών προϊόντων και έτοιμων γευμάτων (πχ κατεψυγμένα).
• Σταδιακή αύξηση εισοδήματος -διεύρυνση των μεσαίων πληθυσμιακών στρωμάτων.
• Καταναλωτικές συνήθειες όπως επίδειξη – μιμητικό αποτέλεσμα.
• Αυξανόμενη είσοδος νέων, ποιοτικών προϊόντων (π.χ. βιολογικών, μεσογειακής διατροφής)
• Ενίσχυση οργανωμένου λιανεμπορίου και σε περιορισμένο βαθμό delicatessen.
• Ενίσχυση ηλεκτρονικού εμπορίου (λόγω COVID-19), εξοικείωση καταναλωτών.
• Αύξηση τουριστικών ροών.
Μειονεκτήματα τουρκικής αγοράς τροφίμων
Σημαντικά όμως, όπως υπογραμμίζεται, είναι τα δασμολογικά και ισοδυνάμου αποτελέσματος εμπόδια. Ενδεικτικά:
• Επιβολή ειδικής επιβάρυνσης κατά την εισαγωγή επί της αξίας CIF, υπέρ του ταμείου λαϊκής κατοικίας, για ικανό αριθμό αγροτικών προϊόντων.
• Εκτός των επιβληθέντων δασμών προβλέπεται για ορισμένες κατηγορίες αλκοολούχων Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης. Ακόμα και στις περιπτώσεις όπου ο φόρος αυτός είναι μηδενικός προβλέπεται ένα minimum φόρου ανάλογα με το ποσοστό αλκοόλης, στοιχείο το οποίο ανεβάζει σημαντικά την τιμή των αλκοολούχων (μπύρα, ΕΦΚ: 63%+0,63 τ.λ/λ, κρασιά 5.75τ.λ./λίτρο καθαρού αλκοόλ, ούζο 171 τ.λ./ λίτρο καθαρού αλκοόλ)
• Νομοθετικό πλαίσιο προκειμένου να περιοριστεί η κατανάλωση αλκοόλ στην Τουρκία.
. Ανταγωνιστικά εγχώρια (τουρκικά) προϊόντα με χαμηλότερες τιμές.
• Διαδικασίες εισαγωγής.
• Κίνδυνος αντιγραφής προϊόντων ή και Γεωγραφικών Ενδείξεων.
• Βάσει της Συμφωνίας Τελωνειακής Ένωσης Ε.Ε-Τουρκίας, όλα τα αγροτικά προϊόντα, προέλευσης Ε.Ε δασμολογούνται στην Τουρκία. Η δασμολόγηση είναι ιδιαίτερα υψηλή – σχεδόν αποτρεπτική για ορισμένα τρόφιμα και ποτά- δεδομένου ότι ανταγωνίζονται κυρίως ομοειδή εγχώρια προιόντα.
β) Δομικά Υλικά
Ο κλάδος παραγωγής δομικών υλικών είναι από τους σημαντικότερους στην Τουρκία. Σύμφωνα με στοιχεία της Τουρκικής Ένωσης παραγωγών κατασκευαστικών υλικών για το 2019, η εγχώρια αγορά συρρικνώθηκε σημαντικά (-13%), σημειώνοντας κύκλο εργασιών 378 δισ. ΤΛ. εκ των οποίων 17,59 δισ. δολάρια εξαγωγές. Η Τουρκία είναι η 10η μεγαλύτερη χώρα σε εξαγωγές δομικών υλικών. Οι πιο σημαντικές της επιδόσεις είναι στην παραγωγή και στις εξαγωγές: τσιμέντου, έτοιμου σκυροδέματος, αεριζόμενου σκυροδέματος, σωλήνων από χάλυβα, υαλοπινάκων, υαλοπετασμάτων, κεραμικών υλικών επιχρίσματος, κεραμικών ειδών υγιεινής, δομικών επιχρισμάτων, φυσικών λίθων, ακατέργαστου μαρμάρου – τραβερτίνης, πλαστικών κουφωμάτων παραθύρων, πλαστικών προκατασκευασμένων στοιχείων, δομικών υλικών από αλουμίνιο.
(γ) Φαρμακευτικά
• Οι δαπάνες υγείας (δημόσιες και ιδιωτικές) στην Τουρκία αντιπροσωπεύουν το 5,1% του ΑΕΠ της χώρας (το μικρότερο ποσοστό μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ), ο αντίστοιχος μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ είναι 8,9%).
• Από τις συνολικές δαπάνες υγείας ποσοστό περίπου 20% αντιπροσωπεύουν οι φαρμακευτικές δαπάνες.
• Ο εγχώριος φαρμακευτικός κλάδος αριθμεί 35.000 υπαλλήλους, ενώ η παραγωγή καλύπτει πάνω από 11.000 κωδικούς.
• Στην τουρκική αγορά δραστηριοποιούνται περί τις 500 επιχειρήσεις, εκ των οποίων 81 παραγωγικές μονάδες και 11 παραγωγείς πρώτων υλών για τη φαρμακοβιομηχανία.
• Τα μη συνταγογραφούμενα (OTC – Over The Counter) καλύπτουν χαμηλό ποσοστό της αγοράς (περίπου 10%).
• Τα βιοτεχνολογικά φάρμακα αντιπροσωπεύουν το 17,4% της αγοράς συνταγογραφούμενων φαρμάκων, με πωλήσεις αξίας 6,1 δισ. τούρκικες λίρες.
• Το διάστημα 2010-2018, οι εξαγωγές φαρμακευτικών προϊόντων σημείωσαν την υψηλότερη άνοδο (93,7%) ανερχόμενες σε 1,04 δισ. ευρώ σε αξία.
Τα εισαγόμενα από τις χώρες ΕΕ φάρμακα δεν επιβαρύνονται δασμολογικά. Πρέπει όμως να συνοδεύονται από πιστοποιητικό συμμόρφωσης (conformity certificate) του υπουργείου Υγείας της Τουρκίας. Από το 2010, για τα εισαγόμενα από την ΕΕ φαρμακευτικά προϊόντα, η Τουρκία δεν δέχεται τα πιστοποιητικά Ορθής Παραγωγικής Πρακτικής (GMP) τα οποία εκδίδονται από φορείς χωρών της ΕΕ, όπως γινόταν έως τότε. Έκτοτε, τα εξαγόμενα από χώρες της ΕΕ φαρμακευτικά προϊόντα γίνονται δεκτά από τις τ/ αρχές μόνον εφόσον συνοδεύονται από πιστοποιητικά τα οποία έχουν εκδοθεί από επίσημους Τούρκους ελεγκτές. Εάν το προϊόν δεν διαθέτει τέτοιο πιστοποιητικό δεν δύναται να πάρει άδεια κυκλοφορίας. Εξαιτίας της πρακτικής αυτής, παρατηρούνται καθυστερήσεις στη διαδικασία εισαγωγής.
Η Τουρκία επίσης έχει ενημερώσει την ΕΕ ότι η δαπάνη για αριθμό εισαγόμενων φαρμάκων, από το 2017, δεν θα καλύπτεται από την κοινωνική ασφάλεια (καλύπτονται τα εγχωρίως παραγόμενα), προκειμένου να στηριχθεί η εγχώρια παραγωγή. Με το μέτρο αυτό η Ομοσπονδία Ευρωπαϊκών Φαρμακοβιομηχανιών (EFPIA) υπολογίζει ότι αποκλείεται 75% των εισαγόμενων προϊόντων.
(δ) Καλλυντικά
• Ρυθμοί ανάπτυξης αγοράς περίπου 10% ετησίως. Μέγεθος αγοράς άνω των 13 δισ. τούρκικων λιρών.
• Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται είσοδος ξένων επενδυτών και πολυεθνικών εταιρειών στην τοπική αγορά.
• Ανάπτυξη εγχώριας βιομηχανίας με έντονη εξάρτηση από εισαγόμενες πρώτες ύλες.
• Υψηλός ανταγωνισμός αγοράς – οι μεγαλύτερες πολυεθνικές δραστηριοποιούνται και στην τουρκική αγορά καλύπτοντας μεγάλο μερίδιο.
• Παράγοντες ανάπτυξης: ο αυξανόμενος αριθμός των εργαζόμενων γυναικών, η ανάπτυξη αστικών κέντρων, ο νεαρός πληθυσμός, η αλλαγή στα καταναλωτικά πρότυπα/αναζήτηση ποιοτικών-φυσικών προϊόντων, η διάδοση κι επέκταση κέντρων wellness & spa.
• Το 1/3 της αγοράς αφορά προϊόντα περιποίησης μαλλιών (61% σαμπουάν, styling). Επίσης, δυναμική παρουσιάζουν προϊόντα ανδρικής περιποίησης, αποτριχωτικά, μακιγιάζ ματιών, κραγιόν, οδοντόπαστες, αποσμητικά, προϊοντα υγιεινής-περιποίησης μωρών.
• Ενδιαφέρον για τα φυσικά προϊόντα.
• Άνοδος στα αντιηλιακά (ενημέρωση, τουρισμός).
Λιανική πώληση σε:
• Αλυσίδες λιανικής καλλυντικών: Sevil Kozmetiks, Tekin Acar, Αltug Parfumeri, Gratis,επίσης, Body Shop, Clinique, Yves Rocher, L’ occitane.
• Μεγάλο ποσοστό πωλήσεων πραγματοποιείται στα σούπερ μάρκετ (προιόντα εγχώριας παραγωγής).
• Στα φαρμακεία η πώληση δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη.
Επενδύσεις
Οι ελληνικές επενδύσεις στην Τουρκία ξεπερνούν κατά πολύ τις αντίστοιχες τουρκικές στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, μετά τη σημαντική αποεπένδυση ελληνικών κεφαλαίων το 2016 (-96%), λόγω κυρίως της αποχώρησης της Εθνικής Τράπεζας από την τ/αγορά, οι ελληνικές επενδύσεις στη χώρα άρχισαν να έχουν αυξητική τάση ξανά το 2018 (86%), με το απόθεμα των ελληνικών επενδύσεων στην Τουρκία να ανέρχεται σε 238,6 εκατ. ευρώ. Το 2019 σημειώθηκε μικρή μείωση των ελληνικών επενδύσεων στην Τουρκία, της τάξης του 1,4%.
Αντίστοιχα, σύμφωνα με την Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας, οι τουρκικές επενδύσεις στην Ελλάδα μειώθηκαν αισθητά το 2015 (-50%) με το απόθεμα των τ/επενδύσεων να ανέρχεται σε 25 εκατ. δολάρια. Το 2019, ωστόσο, σύμφωνα με τα τουρκικά στοιχεία, το τουρκικό επενδυμένο κεφάλαιο στην Ελλάδα ανήλθε σε 32 εκατ. δολάρια, αυξημένο κατά 23% σε σχέση με το 2018.
Πηγή: capital.gr