Γράφει ο Ν. Πατσιούρας Msc, Ba Λογοπεδικός – Ειδ.Παιδαγωγός
Αρκετοί γονείς καθημερινά μας ρωτούν πως μπορούν να βοηθήσουν τα παιδιά τους κατά τα πρώτα στάδια ανάπτυξης της ομιλίας. Στόχος του άρθρου λοιπόν είναι να βοηθήσει τους γονείς να συμμετάσχουν στην γλωσσική του ανάπτυξη αλλά και να περνούν δημιουργικό χρόνο με τα παιδιά.
Η πιο συνηθισμένη απαίτηση του γονέα είναι να ζητάει από το παιδί να επαναλαμβάνει συγκεκριμένες λέξεις . Το παιδί θα μιλήσει όταν είναι έτοιμο εμείς, επομένως, αντί να αναλωνόμαστε σε μάταιες απαιτήσεις τέτοιου τύπου, οφείλουμε απλά να προετοιμάσουμε το παιδί με τους τρόπους που περιγράφονται παρακάτω.
Αφιερώνουμε κάποιο χρόνο την ημέρα σε παιχνίδι και -γενικότερα- επικοινωνία με το παιδί. Μία με δύο ώρες είναι αρκετές. Κατά τον χρόνο αυτόν το παιδί έχει την αποκλειστική προσοχή μας. Θα πρέπει βέβαια να υπάρχει στο σπίτι ένα ήσυχο δωμάτιο που να διατίθεται για την ποιοτική αυτή ενασχόλησή μας με το παιδί.
Απαραίτητο είναι η προσοχή και της μητέρας και του παιδιού να είναι στραμμένη στο ίδιο αντικείμενο ή πράξη. Αυτό επιτυγχάνεται με έναν και μόνο τρόπο: αφήνουμε το παιδί να κατευθύνει αυτό την προσοχή μας. Δεν προσπαθούμε να του υποδείξουμε εμείς με τι να ασχοληθεί αλλά ακολουθούμε τα δικά του ενδιαφέροντα «μπαίνουμε» δηλαδή εμείς στο δικό του παιχνίδι. Στην πορεία περιγράφουμε τις πράξεις του παιδιού τη στιγμή που αυτές εκτελούνται. Η πράξη δηλαδή επενδύεται με λόγο, λόγο απλό και κατανοητό.
Η δημιουργία κοινής εστίας προσοχής είναι απαραίτητη, καθώς διευκολύνει το παιδί να προσέξει το ακουστικό ερέθισμα (λόγος) που συνοδεύει το οπτικό ή κιναισθητικό ερέθισμα (πράξη).
Πλησιάζουμε κοντά στο παιδί εξασφαλίζοντας όμως συνεχώς τη δυνατότητα βλεμματικής επαφής – είναι σημαντικό το παιδί να μας κοιτάζει όταν επικοινωνούμε μαζί του. Καθόμαστε λοιπόν μαζί με το παιδί σε τραπεζάκι ή κάτω στο πάτωμα – όπου αυτό αποφασίσει. Εάν καθίσουμε (στο ίδιο ύψος) απέναντί του ή σε ελαφρώς πλάγια θέση διευκολύνουμε και τη βλεμματική επαφή.
Ο λόγος μας έχει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά όταν επικοινωνούμε με το παιδί. Κατ’ αρχάς μιλούμε στο παιδί αρκετά – δεν κουραζόμαστε ποτέ. Το παιδί έχει ανάγκη να ακούσει λόγο. Χρωματίζουμε περισσότερο τη φωνή μας, χρησιμοποιούμε δυνατή ένταση φωνής, μιλούμε αργά και με καθαρή άρθρωση. Συνοδεύουμε τα λόγια μας με χειρονομίες για να διευκολύνουμε την κατανόηση των όσων λέμε. Επαναλαμβάνουμε τις ίδιες λέξεις ξανά και ξανά καθώς μιλούμε. Το παιδί (αρχικά) πρέπει να ακούει συχνά μια λέξη και σε διαφορετικές περιπτώσεις κατά τη διάρκεια της ημέρας, για να μπορέσει κάποια στιγμή να δοκιμάσει διστακτικά να την πει. Χρησιμοποιούμε συχνά γνωστά κλισέ – π.χ. «τώρα θα σε πιάσω», «έλα στην αγκαλιά μου», «πιάσε την μπάλα», «τρέξε γρήγορα» κ.ά. – συνοδεύοντας μάλιστα τη φράση με κάποια γνώριμη, ίδια πάντα, κίνηση. Τέλος, ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται στη χρήση σύντομων και απλών φράσεων. Δυο τρεις απλές λεξούλες σε κάθε φράση είναι αρκετές.
Όλα αυτά διευκολύνουν την προσοχή του παιδιού και προάγουν προοδευτικά την ακουστική του αντίληψη.
Φροντίζουμε να αναγνωρίζουμε τις επικοινωνιακές προσπάθειες του παιδιού και ανταποκρινόμαστε σε αυτές άμεσα με λόγο. Ονομάζουμε οτιδήποτε το παιδί δείξει ή κοιτάξει και το εντάσσουμε σε κάποια φράση με νόημα. Για παράδειγμα, εάν το παιδί δείχνει κάποιο αντικείμενο, το ονομάζουμε πρώτα και μετά του το δίνουμε (ή όχι) περιγράφοντας όμως αυτό που κάνουμε – π.χ. «μπάλα», «θέλεις την μπάλα», «σου δίνω την μπάλα». Όταν δείχνει ανήσυχο και κλαίει, περιγράφουμε με λόγια τη συμπεριφορά του αυτή εικάζοντας μάλιστα το τι μπορεί να το ανησυχεί – π.χ. «Βλέπω ότι κλαις. Θα σε πονάει πάλι η κοιλίτσα σου…» ή σε άλλη περίπτωση «Τρίβεις το μάτι σου. Θα σε πονάει μάλλον.»
Δείχνοντας εμείς αντικείμενα στο γύρω περιβάλλον και ονομάζοντάς τα είναι μια άριστη ευκαιρία για να «διδάξουμε» στο παιδί λέξεις, ονόματα αντικειμένων. Χρησιμοποιούμε τη δείξη για να ορίσουμε ένα σημείο αναφοράς για τη λέξη που ακούγεται. Παράλληλα, ονομάζουμε αυτό που δείχνουμε.
Αφιερώνουμε πολύ χρόνο στην ενασχόληση με παιχνίδια παραγωγής ήχων (μουσικά όργανα κ.τ.λ.) που συνήθως αρέσουν στα παιδιά. Αφού προκαλέσουμε αρχικά το ενδιαφέρον του παιδιού για κάποιον ήχο που ακούγεται , στην πορεία το βοηθάμε να ανακαλύψει την ηχητική πηγή. Συνδυάζουμε δηλαδή το ακουστικό ερέθισμα με την πηγή του.
Με τον τρόπο αυτό διατηρείται αμείωτο το ενδιαφέρον για τα ακουστικά ερεθίσματα και το παιδί προσέχει περισσότερο αυτά που ακούει συμπεριλαμβανομένου και του ήχου ομιλίας.
Προοδευτικά θα πρέπει να αυξάνουμε το ποσοστό του ημερήσιου χρόνου που αφιερώνουμε σε επικοινωνιακό διάλογο και μη-κατευθυνόμενο παιχνίδι με το παιδί. Είναι σημαντικό τα παιδιά της ηλικίας αυτής να εκτίθενται σε πλούσιο σε ερεθίσματα περιβάλλον και να αποκομίζουν επαρκή αλλά και ποιοτική ακουστική εμπειρία.
Πατσιούρας Α. Νικόλαος
Msc, Ba Λογοπεδικός – Ειδ.Παιδαγωγός
Εξειδ.Στις αναπτυξιακές διαταραχές και τις μαθησιακές δυσκολίες