Και φέτος, με σύμμαχο τον καλό καιρό, τα μαγκάλια άναψαν σε όλη σχεδόν την Αλεξανδρούπολη.
Οι Αλεξανδρουπολίτες τίμησαν το έθιμο και απο νωρίς το πρωί τα κάρβουνα άρχισαν να ανάβουν και το κρασί ήταν ήδη έτοιμο για να προσφερθεί σε όσους επισκέπτονταν τις ψησταριές στα πεζοδρόμια της πόλης.
Ενδεικτικές είναι οι εικόνες που κατέγραψε το focustonevro.gr ή μας έστειλαν αναγνώστες μας, με τα κρέατα να είναι στη σχάρα και το γλέντι να έχει αρχίσει.
Όσον αφορά το έθιμο, ξεκίνησε μετά από την απελευθέρωση της Αλεξανδρούπολης από τους Γερμανούς και τους Βούλγαρους το 1945. Η αγορά άρχισε να βρίσκει σιγά σιγά την παλιά της αίγλη. Παρά τα δύσκολα εκείνα χρόνια, εποχή εμφυλίου και ανασυγκρότησης.
Όπως αναφέρει η Αλεξανδρουπολίτισσα Σμαράγδα Τσοκαταρίδου, Από τα άγρια χαράματα όλη η αγορά ήταν στο πόδι και από το πρωί μέχρι αργά το μεσημέρι όλοι σχεδόν οι Αλεξανδρουπολίτες περνούσαν από την αγορά για να ψωνίσουν τα αναγκαία για το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι και να ανταλλάξουν τις πατροπαράδοτες ευχές.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς οι καταστηματάρχες στην οδό Εμπορίου (μανάβηδες, κρεοπώλες, οινοποιοί, ζαχαροπλάστες, καφεκόπτες κ.τ.λ.) στόλιζαν με την πραμάτεια τους τις προσόψεις των μαγαζιών τους, που ήταν ανοιχτές για να τις βλέπει ο κόσμος που κατέβαινε για να ψωνίσει. Οι κρεοπώλες κρεμούσαν στα τσιγκέλια τα χοιρινά κρέατα και τα «λαρδιά» σε λωρίδες, λουκάνικα, παστουρμάδες, καβουρμάδες.
Αν ο καιρός ευνοούσε, οι κυνηγοί από το «Γκιαούρ- Αντά» φέρνανε αγριογούρουνα, αγριόπαπιες, χήνες, ορτύκια κ.τ.λ.
Στο ζαχαροπλαστείο του Βαγένα επί της Εμπορίου δέσποζαν τα μελομακάρονα, οι κουραμπιέδες, τα λουκούμια και άλλες λιχουδιές.
Οι μανάβηδες αράδιαζαν τα τελάρα και τα κοφίνια με τα φρούτα και τα ζαρζαβατικά.
Οι κρεοπώλες που είχαν ορθάνοιχτα τα μαγαζιά τους, λόγω του ψύχους των ημερών, άναβαν μαγκάλια με κάρβουνα για να ζεσταθούν και επί τη ευκαιρία συνήθιζαν να ψήνουν πάνω στα κάρβουνα χοιρινά κοψίδια και η αγορά γέμιζε με καπνό και μυρωδιές. Οι κρεοπώλες έβαζαν τα κρέατα, οι ποτοποιοί το κόκκινο μπρούσκο κρασί, οι παντοπώλες ελιές τυρί και οι μανάβηδες τα λαχανικά και τα φρούτα.
Οι φάρσες και τα πειράγματα μεταξύ των καταστηματαρχών και πελατών έδιναν και έπαιρναν χωρίς παρεξηγήσεις. Από αυτό το πανηγύρι δεν έλειπε και ο Δήμαρχος της πόλης όπως και οι άλλοι προύχοντες νομάρχης, βουλευτές, εισαγγελείς, αστυνόμοι, τραπεζίτες και όλα τα αξιοσέβαστα πρόσωπα της πόλης. Ο λαός έσπευδε να τσουγκρίσει ένα ποτήρι μαζί τους ή να ζητήσουν κάποιο «ρουσφέτι».
Οι γύφτοι του «μαχαλά» έφερναν νταούλια, ζουρνάδες και κλαρίνα και όλη η πόλη έμοιαζε σαν ένα μεγάλο πανηγύρι.
Οι πιτσιρικάδες κατέφθαναν με τα τρίγωνα τους και με φυσαρμόνικες να ψάλλουν τα κάλαντα για να εισπράξουν κάποιο «μπαξίσι» (μισόφραγκο ή δεκάρες). Κοντοστέκονταν για να εισπράξουν και κανένα μεζέ από τα μαγκάλια.
Ο τζέρτζελος κόπαζε το απογευματάκι όμως το βράδυ ξανάρχιζε η ζωντάνια στην αγορά. Στα ταβερνάκια και τα καπηλειά πήγαιναν να πιούν το κρασάκι τους αυτοί που δούλευαν όλη μέρα. Έβγαιναν και κάποιες παρέες νεαρών με κιθάρες και ακορντεόν και το γλέντι συνεχιζόταν μέχρι πρωίας της Πρωτοχρονιάς.
Για αρκετά χρόνια σταμάτησε το έθιμο αυτό, ξαναήρθε όμως στην επικαιρότητα στα μέσα της δεκαετίας του 1990, όχι πλέον μόνο στην οδό Εμπορίου, αλλά σε όλη την πόλη. Σε κάθε γωνιά, από άκρη σε άκρη, η πόλη πνίγεται στον καπνό των μαγκαλιών και μοσχοβολά μπριζόλες, πανσέτες και λουκάνικα. Τα νταούλια και οι ζουρνάδες από το μαχαλά ξανάπιασαν δουλειά και δεν προλαβαίνουν να τρέχουν από στέκι σε στέκι. Το ίδιο και οι τοπικοί άρχοντες που περιφέρονται από παρέα σε παρέα, τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους και ανταλλάσσουν ευχές.
Πολλοί επισκέπτες της πόλης απολαμβάνουν μαζί με του ντόπιους αυτό το μοναδικό μεγάλο γλέντι που γίνετε μόνο στην πόλη μας.
Έτσι «ξορκίζουμε» εμείς οι Αλεξανδρουπολίτες τον παλιό χρόνο. Με την «τσίκνα» που απλώνεται σε ολόκληρη την πόλη.
Μέχρι στιγμής όλα δείχνουν πως το έθιμο δεν θα αναβιώσει φέτος λόγω πανδημίας..