“Έφυγε” από την ζωή σαν σήμερα, στις 23 Απριλίου 1998, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και θεωρείται από τους σημαντικότερους Έλληνες πολιτικούς, μένοντας στην πολιτική σκηνή της χώρας για περισσότερο από 60 χρόνια.
Διετέλεσε και πρωθυπουργός και Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Γεννήθηκε στην Πρώτη, τότε Κιουπκιο του νομού Σερρών στην Βόρειο Ελλάδα στις 8 Μαρτίου 1907. Πατέρας του ήταν ο Γεώργιος Καραμανλής, δάσκαλος, ο οποίος πολέμησε στους Μακεδονικούς Αγώνες στο διάστημα 1904-1908. Αφού μεγάλωσε στην Μακεδονία, βρέθηκε στην Αθήνα για να σπουδάσει δικηγόρος. Άσκησε τη δικηγορία στις Σέρρες, και εισήλθε στην πολιτική με το Λαϊκό Κόμμα, με το οποίο εκλέχθηκε βουλευτής Σερρών για πρώτη φορά το 1935 στην ηλικία των 28 ετών. Επανεξελέγη βουλευτής το 1936, στις τελευταίες εκλογές πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αργότερα, η εφημερίδα Ελευθερία τον κατηγόρησε ότι, σε εκείνες τις δεύτερες εκλογές, κέρδισε την έδρα παραπλανώντας τους ψηφοφόρους του ως τότε προστάτη του, Α. Αργυρού, ο οποίος έμεινε έτσι εκτός Βουλής, αλλά και στη συνέχεια εκτός πολιτικής. Τον Αύγουστο του 1936 ο Ι. Μεταξάς κηρύσσει δικτατορία. Την εποχή αυτή ο Κ. Καραμανλής δικηγορεί και στη συνέχεια μεταβαίνει στην Αυστρία και Γερμανία για να φροντίσει την βαρηκοΐα του, που άρχισε να τον βασανίζει, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Καραμανλής ανέβηκε γρήγορα τα σκαλιά της ελληνικής πολιτικής .Στις εκλογές του 1946 επανεκλέγεται Βουλευτής Σερρών. Μεταβαίνει στις ΗΠΑ , όπου εκεί ακολουθεί νέα αγωγή αποκατάστασης της ακοής του και συμμετέχει σε επίσημη αποστολή ενημέρωσης της αμερικανικής κυβέρνησης για τις οικονομικές ανάγκες της Ελλάδας. Από το Νοέμβριο του 1946 έως τον Ιανουάριο του 1950 διατελεί Υπουργός Εργασίας, Μεταφορών και Κοινωνικής Πρόνοιας, στις Κυβερνήσεις διαδοχικά των Τσαλδάρη και Μάξιμου. Ως Υπουργός Μεταφορών, αποκαθιστά εντός έξι μηνών πλήρως το συγκοινωνιακό δίκτυο που είχε πληγεί από τον Πόλεμο και τις εμφύλιες συγκρούσεις. Παράλληλα, έρχεται σε σύγκρουση με τη βρετανική εταιρία Πάουερ και άλλες ξένες ιδιωτικές εταιρίες (πάνω από τετρακόσιες) που είχαν το μονοπώλιο της ηλεκτροδότησης και προσέφεραν ακριβές και κακής ποιότητας υπηρεσίες , ενώ αρνούνταν να προχωρήσουν στις απαραίτητες επενδύσεις. Ο Καραμανλής προωθεί νομοθεσία όπου το κράτος μπορούσε πλέον να επιδιώξει επαναδιαπραγμάτευση των συμβάσεων. Η στάση αυτή ενισχύει το πολιτικό προφίλ του λόγω εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος, αλλά η νομοθεσία περί αναθεώρησης εγκαταλείπεται από τα μεγάλα κόμματα και κοστίζει στον Καραμανλή τη θέση του στο Υπουργείο Μεταφορών, λόγω πιέσεων του βρετανικού παράγοντα προς του Τσαλδάρη και Σοφούλη .
Μεγάλη δημοσιότητα αποκτά λόγω της δράσης του στο Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας, όπου μετακινήθηκε το 1948. Δημιουργεί το Πρόγραμμα «Πρόνοια- Εργασία» για τον επαναπατρισμό και την απασχόληση των 700.000 προσφύγων της υπαίθρου. Επιπλέον, χορηγεί στους πολίτες 60.000 όπλα μέσω Κέντρων Ασφαλείας για την ασφάλεια των παλιννοστούντων και την αποσυμφόρηση του στρατιωτικού έργου , παρά τις επιφυλάξεις του Σοφοκλή Βενιζέλου για τυχόν χρήση τους σε κομμουνιστική εξέγερση . Εντός ενός έτους επαναπατρίζονται 486.000 πρόσφυγες, ενώ άλλοι 236.000 ανέμεναν επαναπατρισμό. Από αρκετούς, θεωρείται πως αυτό το αποτελεσματικό πρόγραμμα αποκατάστασης, «ο οικονομικός Γράμμος» όπως αποκλήθηκε, είχε ως συνέπεια και τον πολιτικό προσεταιρισμό του προσφυγικού στοιχείου, το οποίο διαφορετικά μπορεί να είχε στραφεί προς το κομμουνιστικό στρατόπεδο, ενώ έπαιξε ρόλο στην έκβαση του εμφυλίου.
Στις εκλογές του 1950 το Λαϊκό Κόμμα ηττάται, αλλά συμμετείχε στην βραχύβια κυβέρνηση Σοφοκλή Βενιζέλου, όπου ο Καραμανλής γίνεται για λίγο Υπουργός Εθνικής Αμύνης.
Τον Ιούλιο του 1951 νυμφεύεται την Αμαλία Κανελλοπούλου , ανιψιά του πολιτικού και διανοητή, Παναγιώτη Κανελλόπουλου, γεννημένη το 1929, είναι κόρη του Αναστάσιου Κανελλόπουλου.Tον ακολούθησε και στα χρόνια που έζησε στο Παρίσι .Η σχέση τους όμως κράτησε μέχρι το 1972, όταν και αποφάσισε να πάρει διαζύγιο. Αιτία ήταν η δύσκολη συμβίωση, την οποία παραδέχτηκε και ο ίδιος ο Καραμανλής.
Ο Καραμανλής έγινε για πρώτη φορά πρωθυπουργός στα μέσα του 1955 αμέσως μετά τον θάνατο του Παπάγου, εξασφαλίζοντας λίγο αργότερα κοινοβουλευτική πλειοψηφία στις εκλογές του 1956. Σε αυτές επανίδρυσε το κόμμα του Συναγερμού με το νέο όνομα Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις (Ε.Ρ.Ε.) και με αυτό κέρδισε την πρώτη του κοινοβουλευτική πλειοψηφία, με την εφαρμογή του λεγόμενου «τριφασικού» εκλογικού συστήματος, παρά το γεγονός ότι η ΕΡΕ, σε απόλυτους αριθμούς ψήφων, είχε έρθει δεύτερο κόμμα (ΕΡΕ 47,3%, Δημοκρ. Ένωση 48,15%). Το εκλογικό αυτό σύστημα προέβλεπε πλειοψηφικό και ενισχυμένη αναλογική στις περιφέρειες που ήταν πρώτο κόμμα η ΕΡΕ και απλή αναλογική στις υπόλοιπες, εξασφαλίζοντας έτσι στην ΕΡΕ τον μέγιστο αριθμό εδρών. Εξασφάλισε επίσης την πλειοψηφία στις εκλογές του 1958 και του 1961. Οι τελευταίες χαρακτηρίστηκαν εκλογές «βίας και νοθείας» από τα άλλα κόμματα, την Ένωση Κέντρου και την ΕΔΑ και σημαδεύτηκαν από τις επεμβάσεις του στρατού, της χωροφυλακής και παρακρατικών στον προεκλογικό αγώνα.
Ο τότε αρχηγός της και βασικός αντίπαλος του Καραμανλή Γεώργιος Παπανδρέου κήρυξε με αφορμή αυτές τις εκλογές τον «ανένδοτο αγώνα» για την «υπεράσπισιν και αποκατάστασιν της δημοκρατίας», ο οποίος τελικά οδήγησε και στην ανατροπή του Καραμανλή. Το 1959 υπέγραψε τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου με τις οποίες τερματίστηκε η βρετανική κυριαρχία επί της Κύπρου και ιδρύθηκε ανεξάρτητο Κυπριακό κράτος με εγγυήτριες δυνάμεις την Ελλάδα, την Τουρκία και τη Μ. Βρετανία.
Η πρώτη πρωθυπουργία του χαρακτηρίστηκε από την οικονομική πρόοδο της χώρας αλλά και από το ανώμαλο πολιτικό κλίμα της εποχής. Ο Καραμανλής το 1959 ανήγγειλε ένα πενταετές σχέδιο (1960-1964) για την ελληνική οικονομία εστιασμένο στη βελτίωση της γεωργικής και βιομηχανικής παραγωγής, την επένδυση σε υποδομές και την προώθηση του τουρισμού. Οι μεταρρυθμίσεις του στην οικονομία απέδωσαν. Κατά το 1955-1963 η Ελλάδα γνώρισε πολύ ισχυρή άνοδο της οικονομίας. Το ΑΕΠ κατά κεφαλήν, παρά την σημαντική αύξηση πληθυσμού κατά περίπου 7%, ανέβηκε περίπου 62% ή περίπου 6,2% ετησίως. Η ανεργία έπεσε στο περίπου 4,5% βοηθούμενη και από την αυξανόμενη μετανάστευση (σε Γερμανία και αλλού) και ο πληθωρισμός σταθεροποιήθηκε στο περίπου 2% (πηγή: Penn World Tables). Όλη αυτήν την περίοδο η Ελλάδα συνέκλινε ταχύτατα με τον ανεπτυγμένο κόσμο της εποχής, δηλαδή την ΕΟΚ, την Μ. Βρετανία και τις ΗΠΑ.
Υπό τον φόβο επικράτησης των κομμουνιστών (ΕΔΑ) γίνονταν εκτεταμένες διώξεις και εκτοπίσεις αριστερών, ενώ παράλληλα είχαν αυτονομηθεί από τον κυβερνητικό έλεγχο υπό τις ευλογίες των ανακτόρων (των βασιλέων Παύλου και Φρειδερίκης) ομάδες του στρατού, της αστυνομίας, της χωροφυλακής και άλλων υπηρεσιών και αναλάμβαναν «αντικομμουνιστική» δράση με δική τους πρωτοβουλία, σχηματίζοντας το λεγόμενο «παρακράτος», το οποίο πιστεύεται ότι ουσιαστικά ελεγχόταν από το παλάτι. Ο Καραμανλής κατηγορήθηκε ότι ανέχθηκε ή και εξέθρεψε αυτό το παρακράτος. Ο ίδιος αρνήθηκε πάντοτε σθεναρά ότι υποστήριζε ή γνώριζε τη λειτουργία αυτών τον ομάδων. Χαρακτηριστική είναι η φράση που φέρεται να είπε μετά τη δολοφονία Λαμπράκη από παρακρατικούς: «Ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο».
Τον Ιούλιο του 1963, παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία μετά από μια διαφωνία με το βασιλιά Παύλο πυροδοτούμενη κατά τα φαινόμενα από την έντονη αντιπάθεια της βασίλισσας Φρειδερίκης προς το πρόσωπό του, και πέρασε τέσσερις μήνες στο εξωτερικό. Από τον Μάιο η χώρα ήταν σε αναταραχή μετά από τη δολοφονία του Γρηγορίου Λαμπράκη από παρακρατικούς μετά από μια εκδήλωση για την ειρήνη στη Θεσσαλονίκη. Το Νοέμβριο, η Ε.Ρ.Ε. υπό την ηγεσία του έχασε τις εκλογές από την Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου. Ο Καραμανλής αποχώρησε εκ νέου από την Ελλάδα και πέρασε τα επόμενα 11 έτη της ζωής του αυτοεξόριστος στο Παρίσι. Στην ηγεσία της Ε.Ρ.Ε. τον διαδέχθηκε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος.
Στα μέσα του Απριλίου το 1967. Μετά την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος της Χούντας των Συνταγματαρχών στις 24 Ιουλίου του 1974, ο Καραμανλής επέστρεψε στην Αθήνα με το αεριωθούμενο αεροπλάνο της γαλλικής προεδρίας το οποίο έθεσε στη διάθεση του ο γάλλος πρόεδρος Βαλερί Ζισκάρ ντ” Εσταίν, στενός προσωπικός του φίλος. Έγινε πρωθυπουργός με μεγάλη δημόσια υποστήριξη, κυρίως επειδή θεωρήθηκε ως η καλύτερη διαθέσιμη λύση. Σχημάτισε αμέσως κυβέρνηση εθνικής ενότητας προκειμένου να ασχοληθεί αμέσως με την κρίση της Κύπρου και για να αποκαταστήσει τους δημοκρατικούς θεσμούς στην Ελλάδα. Νομιμοποίησε το Κ.Κ.Ε., αλλά δεν κατάργησε αμέσως τη λογοκρισία και ήταν αρχικά επιεικής με τα μέλη του πραξικοπήματος του 1967 που διατηρούσαν ακόμα ισχυρές θέσεις στις Αρχές Ασφαλείας και τις ένοπλες δυνάμεις.
Ήταν ο πρωθυπουργός σε διάφορα σημαντικά σημεία της διαδικασίας εκδημοκρατισμού, ειδικότερα στη δίκη των δικτατόρων (στους οποίους αποδόθηκε η ποινή του θανάτου για εσχάτη προδοσία και ανταρσία, που τελικά μετατράπηκε με απόφαση του ίδιου σε ισόβια φυλάκιση, απόφαση που προσπάθησε να εκτονώσει με τη φράση «όταν λέμε ισόβια εννοούμε ισόβια»), στην οργάνωση των ελεύθερων κοινοβουλευτικών εκλογών, στο δημοψήφισμα του 1974 για την κατάργηση της μοναρχίας και την καθιέρωση της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, τη σύνταξη και ψήφιση του συντάγματος του 1975 και την εισδοχή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (Ε.Ο.Κ.).
Το 1974, ο Καραμανλής ίδρυσε το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας με το οποίο κέρδισε το 1974 και το 1977 τις εθνικές εκλογές και υπηρέτησε ως πρωθυπουργός μέχρι το 1980, όταν παραιτήθηκε μετά από την υπογραφή της συνθήκης προσχώρησης της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Τον διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία ο Γεώργιος Ράλλης.
Το ελληνικό κοινοβούλιο εξέλεξε τον Καραμανλή Πρόεδρο της Δημοκρατίας στα μέσα του 1980, θέση την οποία υπηρέτησε έως το 1985. Παραιτήθηκε πρόωρα, λίγους μήνες πριν τη λήξη της θητείας του, όταν ο τότε πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου ανακοίνωσε ότι το κόμμα του δε θα υποστήριζε την επανεκλογή του, αλλά θα πρότεινε τον Χρήστο Σαρτζετάκη για νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Το 1990 επανεκλέχθηκε Πρόεδρος από την κυβερνητική πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας με αρχηγό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και υπηρέτησε μέχρι το 1995, όταν τον διαδέχθηκε στην Προεδρία ο Κωστής Στεφανόπουλος.
Ο Καραμανλής αποσύρθηκε από την πολιτική το 1995, στην ηλικία των 88 ετών, έχοντας κερδίσει 5 κοινοβουλευτικές εκλογές και έχοντας διατελέσει 14 έτη πρωθυπουργός, 10 έτη Πρόεδρος της Δημοκρατίας, και συνολικά περισσότερο από 60 έτη στην ενεργό πολιτική. Για τη μακροχρόνια υπηρεσία του στη δημοκρατία και την ευρωπαϊκή ενότητα, του απονεμήθηκε το 1978 το διάσημο βραβείο Καρλομάγνου.
Πέθανε μετά από σύντομη ασθένεια στις 23 Απριλίου 1998, σε ηλικία 91 ετών.
Τα αρχεία του φυλάσσονται στο Ίδρυμα «Κωνσταντίνος Καραμανλής».
ΠΗΓΕΣ: Wikipedia.org – Sanshmera.gr – karamanlis-foundation.gr – cretalive.gr