Επί 16 ολόκληρες ημέρες έκαιγε το περσινό καλοκαίρι η πυρκαγιά στον Έβρο μια έκταση 942.500 στρεμμάτων. Εννέα μήνες μετά τη μεγαλύτερη πυρκαγιά που έχει καταγραφεί ποτέ στην ιστορία της Ευρώπης, η ζωή στην περιοχή παλεύει να επανέλθει. Για να συμβεί όμως αυτό, απαιτούνται συγκεκριμένες ενέργειες. Σε αυτό το πλαίσιο, το WWF εκπόνησε μελέτη για τις διαχειριστικές κατευθύνσεις που πρέπει να ακολουθηθούν, προκειμένου να αποκατασταθεί το σύνολο των δασικών εκτάσεων στην περιοχή.
Η μελέτη συνεπικουρήθηκε από περισσότερους από 20 ερευνητές από τέσσερα πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα, μελετητικά γραφεία και την Εταιρεία Προστασίας Βιοποικιλότητας Θράκης.
Άλλωστε, η σύντομη αποκατάσταση των καμένων εκτάσεων κρίνεται επιβεβλημένη λόγω της μεγάλης συχνότητας πλημμυρικών φαινομένων αλλά και του πλούσιου οικοσυστήματος που υπάρχει στην περιοχή. Σημαντικό απότοκο της μελέτης είναι ότι η φυσική αναγέννηση κινείται με καλούς ρυθμούς –απαιτείται συνεχής παρακολούθηση για τα επόμενα χρόνια– ενώ τεχνητές αναδασώσεις θα πραγματοποιηθούν σε συγκεκριμένα σημεία, εφόσον απαιτηθεί.
Σημειώνεται ότι το WWF ορίστηκε «ανάδοχος αναδάσωσης» της επίμαχης μελέτης –έπειτα από σχετικό διαγωνισμό που προκήρυξε το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας– και την εκπόνησε με ίδιους πόρους. Η μελέτη συνεπικουρήθηκε από περισσότερους από 20 ερευνητές από τέσσερα πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα, μελετητικά γραφεία και την Εταιρεία Προστασίας Βιοποικιλότητας Θράκης, ενώ το έργο επέβλεπαν οι δασικές υπηρεσίες.
«Η μεγαλύτερη συχνότητα πλημμυρικών φαινομένων»
Η πυρκαγιά του 2023, εκτός του ότι επηρέασε 942.500 στρέμματα, υπολογίζεται πως έκαψε 623.490 στρέμματα δασών και δασικών εκτάσεων. Είναι ενδεικτικό ότι συνολικά έχει κριθεί αναδασωτέα μια έκταση σχεδόν 800.000.000 τ.μ.
Οπως περιγράφεται στη μελέτη, η ανάγκη άμεσης αποκατάστασης των καμένων εκτάσεων, οφείλεται και στο γεγονός ότι η λεκάνη απορροής του ποταμού Εβρου «παρουσιάζει τη μεγαλύτερη συχνότητα πλημμυρικών φαινομένων και τη μεγαλύτερη ένταση σε όλο τον ελληνικό χώρο».
Το πλούσιο οικοσύστημα της περιοχής
Το Εθνικό Πάρκο Δάσους Δαδιάς-Λευκίμμης-Σουφλίου έχει συνολική έκταση 428.000 στρεμμάτων και αποτελεί «μια από τις σημαντικότερες προστατευόμενες περιοχές σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο». Στο δάσος συναντώνται τρία από τα τέσσερα είδη γύπα της Ευρώπης και η μοναδική πολυπληθής αναπαραγόμενη αποικία μαυρόγυπα στα Βαλκάνια, που επηρεάστηκε σημαντικά τόσο από την πυρκαγιά του 2022 όσο και από την πυρκαγιά του 2023.
Επομένως, αυτές οι εκτάσεις σύμφωνα με τη μελέτη, «θα πρέπει να παρακολουθηθούν για τα επόμενα δύο χρόνια τουλάχιστον και ίσως απαιτηθεί ανθρώπινη παρέμβαση για την αποκατάσταση μέρους αυτών». Η αποκατάσταση των οικοσυστημάτων τραχείας πεύκης θα πρέπει σε μεγάλο βαθμό να βασιστεί «στον εποικισμό από γειτονικές εκτάσεις, που είτε δεν έχουν πληγεί από την πυρκαγιά είτε έχουν διατηρήσει ζωντανά άτομα. Φυσικά στον εποικισμό από γειτονικές εκτάσεις θα πρέπει να βασιστεί αποκλειστικά και η αποκατάσταση της μαύρης πεύκης που δεν έχει το χαρακτηριστικό της βραδυσπορίας».
«Να μη διαταραχθούν περαιτέρω με υλοτομίες»
Αντίστοιχα, το άθροισμα των εκτάσεων μεσαίας και χαμηλής δριμύτητας πυρκαγιάς αντιστοιχεί «σε λίγο κάτω από το 60% της καμένης έκτασης». Παρά όμως τη νέκρωση του μεγαλύτερου ποσοστού των δέντρων στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα φύλλα «παρέμειναν άκαυτα (αν και νεκρά) και οι κώνοι φαίνεται να μην έχουν καεί».
Στις εκτάσεις χαμηλής δριμύτητας πυρκαγιάς ένα μέρος της κόμης παραμένει ζωντανό κι έτσι «δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ευκολότερη φυσική αποκατάσταση», ενώ κρίνεται πως αυτές οι εκτάσεις «δεν θα πρέπει να διαταραχθούν περαιτέρω με υλοτομίες».
Παράλληλα, εντός της καμένης έκτασης, υπάρχει σημαντική ποσότητα νησίδων με παρουσία ζωντανών ατόμων, που «αναμένεται να διευκολύνει σημαντικά τη διαδικασία της φυσικής αποκατάστασης».
Φυσική αναγέννηση και ανθρώπινες παρεμβάσεις
Πρόσφατη δορυφορική εικόνα από το Εθνικό Πάρκο της Δαδιάς έδειξε παρουσία μικρών άκαυτων ομάδων μεγάλων πεύκων, «εντός του πολυγώνου αλλά και στα βόρεια εξωτερικά του όρια». Η παρουσία αυτών των δέντρων θα βοηθήσει, σύμφωνα με τη μελέτη, τη φυσική αναγέννηση κοντά σε αυτά, αλλά η έκταση θα χρειαστεί «παρακολούθηση για φύτευση μικρών ομάδων τραχείας πεύκης (αν χρειαστεί στο μέλλον και σίγουρα μετά τα πρώτα πέντε έτη)»
Σημαντικό ζήτημα αναμένεται να υπάρξει στις θέσεις με κάλυψη κωνοφόρων που απέχουν αρκετά από θέσεις με ζωντανά άτομα και οι οποίες «πιθανότατα θα αντιμετωπίσουν τις σημαντικότερες δυσκολίες στην οικολογική τους αποκατάσταση και θα πρέπει να παρακολουθηθούν για τα επόμενα δύο χρόνια τουλάχιστον. Ισως απαιτηθεί ανθρώπινη παρέμβαση για την αποκατάσταση μέρους αυτών με εστιασμένες φυτεύσεις». Αυτές οι παρεμβάσεις «θα διαρκέσουν αρκετά χρόνια, από το στάδιο συλλογής σπόρων, την ανάπτυξή τους στο φυτώριο και τη σταδιακή επαναφορά του είδους στην περιοχή».
Σχετικά με τη μαύρη πεύκη, αναφέρεται ότι αφότου υπάρξει μια συστηματική χαρτογράφηση της εξάπλωσής της, θα πρέπει «να οργανωθεί σε μικρές χωρικές κλίμακες η φύτευση των διαθέσιμων φυταρίων που θα έχουν προκύψει στο φυτώριο». Αναμένεται πάντως πως θα υπάρξει «καλή επαναφορά της αναγέννησης στις περισσότερες περιοχές που θα χρειαστεί να φυτευτεί…». Ικανοποιητική κρίνεται μέχρι στιγμής και η αναγέννηση της τραχείας πεύκης.
Ανάγκες φυτευτικού υλικού –εφόσον χρειαστεί– μπορεί να καλύψει σύμφωνα με τη μελέτη και το δασικό φυτώριο Δαδιάς, εφόσον επαναλειτουργήσει. Η θεωρητική χωρητικότητά του μπορεί να ανέλθει στα 253.600 φυτά και το συνολικό κόστος για την επαναλειτουργία του εκτιμάται στο ποσό των 193.500 ευρώ.
Σημειώνεται ότι η περιοχή με τη μεγαλύτερη προτεραιότητα για άμεσες εργασίες αναδάσωσης είναι γύρω από το χωριό Μελία, καθώς η περιοχή έχει βαρύ ιστορικό προηγούμενων πυρκαγιών και χαμηλή δυνατότητα φυσικής αναγέννησης
«Διατήρηση των ώριμων άκαυτων δέντρων»
Προκειμένου να εκτιμηθούν οι δυνατότητες φυσικής αναγέννησης, επιλέχθηκαν καμένες θέσεις από την πυρκαγιά του 2022 που έπληξε την περιοχή, διάστημα που κρίθηκε «επαρκώς ικανοποιητικό για να δώσει αποτελέσματα».
Οπως παρατηρήθηκε, η πυκνότερη παρουσία νεαρών ατόμων καταγράφηκε σε απόσταση έως 100 μέτρων από τα ώριμα άκαυτα άτομα πεύκης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι αποστάσεις έφταναν και τα 400-450 μέτρα, γεγονός που αναδεικνύει τη «μεγάλη σημασία που έχει η διατήρηση των ώριμων άκαυτων δέντρων ακόμη και στην περίπτωση της τραχείας πεύκης…». Εξίσου σημαντική είναι η «σημασία της ύπαρξης άκαυτων νησίδων για την αποκατάσταση των πληθυσμών και την επανεποίκιση των καμένων εκτάσεων μέσω της διασποράς σπερμάτων».
Συστήνεται στις αρμόδιες υπηρεσίες να αποφύγουν κάθε παρέμβαση (π.χ. αραιώσεις ή φυτεύσεις) πριν από την παρέλευση 5 ετών, τουλάχιστον ώστε να δοθεί επαρκής χρόνος εμφάνισης και της εγκατάστασης της τραχείας και της μαύρης πεύκης
Ως αποτέλεσμα, κρίνεται πως η φυσική αναγέννηση «πρέπει να διατηρηθεί και να μην παρεμποδιστεί προκειμένου να ολοκληρωθεί η πορεία της αποκατάστασης της δομής και της λειτουργίας των δασικών οικοσυστημάτων και των οικοσυστημικών υπηρεσιών που αυτά υποστηρίζουν». Ταυτόχρονα, συνιστάται «συστηματική και σωστά σχεδιασμένη παρακολούθηση της φυσικής αναγέννησης τουλάχιστον για τρία έως πέντε χρόνια ώστε να τεκμηριωθεί ο ρυθμός και ο βαθμός της αναγέννησης και να αναδειχθούν ενδεχομένως θέσεις που απαιτείται υποστήριξη της πορείας φυσικής αποκατάστασης».
«Αποφύγετε κάθε παρέμβαση»
Παράλληλα, συστήνεται στις αρμόδιες υπηρεσίες «να αποφύγουν κάθε παρέμβαση (π.χ. αραιώσεις ή φυτεύσεις) πριν από την παρέλευση 5 ετών, τουλάχιστον ώστε να δοθεί επαρκής χρόνος εμφάνισης και της εγκατάστασης των νεαρών ατόμων των δύο κωνοφόρων που ενυπάρχουν φυσικά στην περιοχή, δηλαδή της τραχείας και της μαύρης πεύκης». Μετά το διάστημα αυτό και έως τα δέκα έτη, «μπορεί να σχεδιαστούν παρεμβατικές ενέργειες, όπως π.χ. αραίωση σε περιπτώσεις όπου η βλάστηση έχει πυκνή δομή (πυκνοφυτεία)».
Επίσης θα πρέπει να υπάρξει πλήρης αποφυγή χρήσης ξενικών ειδών σε περιπτώσεις όπου απαιτηθεί ενίσχυση της φυσικής αναγέννησης, «προκειμένου να διατηρηθούν η φυσική σύνθεση και η δομή της φυτοποικιλότητας της περιοχής και να αποφευχθεί και η γενετική υποβάθμιση».
Απαραίτητη κρίνεται επίσης η προληπτική διαχείριση του δάσους, ώστε «να γίνει περισσότερο ανθεκτικό στην κλιματική αλλαγή, μέσω του σωστού σχεδιασμού των θέσεων αντιπυρικών ζωνών».
Παράλληλα, η συλλογή των σπερμάτων τραχείας και μαύρης πεύκης θα πρέπει να γίνει «με αντιπροσωπευτικό τρόπο από επιλεγμένα φυτά σπορείς».
«Εργα το συντομότερο δυνατό»
Σε πρωταρχικό στόχο διαχείρισης, σύμφωνα με τη μελέτη, αναδεικνύεται «η προστασία των εδαφών από τη διάβρωση και η αποτροπή χειμαρρικών φαινομένων». Γι’ αυτόν τον σκοπό έχουν ήδη εκπονηθεί σχετικές μελέτες αντιδιαβρωτικής προστασίας και διευθέτησης ρεμάτων, οι οποίες ωστόσο, σύμφωνα με τη μελέτη, «πρέπει να διευρυνθούν και να καλύψουν όλες τις ευάλωτες περιοχές και τα αντίστοιχα έργα να υλοποιηθούν το συντομότερο δυνατό».
Ο χρόνος υλοποίησης των έργων είναι κρίσιμος, επειδή «οι βροχοπτώσεις ύστερα από μια πυρκαγιά μπορεί να οδηγήσουν σε σημαντική διάβρωση και πλημμύρες». Για πολλά από αυτά τα έργα μπορεί να χρησιμοποιηθεί η ξυλεία των καμένων δέντρων, εντούτοις όσο τα καμένα δέντρα παραμένουν στο δάσος, τόσο «μειώνεται η αξία τους».
Μέτρα για τη διάσωση των αρπακτικών πουλιών
Σχετικά με τον πληθυσμό των αρπακτικών πουλιών στην περιοχή, στη μελέτη σημειώνεται πως στο 65,6% της καμένης έκτασης, «η επίδραση της φωτιάς είχε και θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στις θέσεις αναπαραγωγής των ειδών που φωλιάζουν στα δένδρα». Συνολικά, στο Εθνικό Πάρκο Δαδιάς και στο νότιο δασικό σύμπλεγμα, καταγράφηκαν συνολικά 18 κραυγαετοί, 27 γερακαετοί, 36 φιδαετοί, 72 γερακίνες, 18 σφηκιάρηδες, 6 διπλοσάινα, 21 ξεφτέρια και 37 μαυροπελαργοί.
Οι περιοχές με μέτρια δριμύτητα πυρκαγιάς μπορούν τα επόμενα λίγα χρόνια να προσφέρουν προσωρινές θέσεις φωλιάσματος για πολλά από αυτά τα είδη. Σημειώνεται πάντως ότι απαιτείται «συστηματική παρακολούθηση της φωλεοποίησης». Το σημαντικότερο είναι ότι «οι διασωθείσες νησίδες άκαυτου δάσους μαζί με τις καμένες περιοχές χαμηλής δριμύτητας που διατήρησαν πολλά άκαυτα δένδρα, θα αποτελέσουν τα επόμενα 40-50 χρόνια τις κύριες θέσεις για την εύρεση κατάλληλων θέσεων αναπαραγωγής από τα αρπακτικά πουλιά».
Η διατήρηση του μέγιστου πλούτου των αρπακτικών πουλιών στον Εβρο, αλλά και η μείωση της πιθανότητας εξάπλωσης μιας νέας πυρκαγιάς, θα πρέπει να περιλαμβάνουν, σύμφωνα με τη μελέτη, τη μείωση της βιομάζας (καύσιμο φορτίο). Παράλληλα, θα πρέπει να ευνοηθούν οι συνθήκες ανάπτυξης της τροφικής βάσης των αρπακτικών πτηνών, εφόσον μεταξύ άλλων υπάρξει διατήρηση των «νεκρών ιστάμενων δέντρων σε μικρές ομάδες ή λόχμες».
Συνιστάται επίσης μεταξύ άλλων να υιοθετηθούν ήπια μέτρα διαχείρισης, όπως καλλιεργητικές υλοτομίες, να ανασταλούν οι διαχειριστικές επεμβάσεις για μια πενταετία, να ευνοείται η βλάστηση διαφορετικών δασοπονικών ειδών, να αποφεύγονται οι ψεκασμοί για την καταπολέμηση της πευκοκάμπιας και να ελαχιστοποιηθεί η όχληση από ανθρωπογενείς δραστηριότητες.
Αξία του ξυλοαποθέματος
Οι οικονομικές απώλειες στο σύνολο του ξυλαποθέματος από την καμένη έκταση ανέρχονται συνολικά στα 41.827.935 ευρώ. Η αξία ξυλαποθέματος που θα χρησιμοποιηθεί ή έχει ήδη χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή αντιδιαβρωτικών έργων, ανέρχεται συνολικά σε λίγο παραπάνω από 1.500.000 ευρώ.
Οπως υπολογίστηκε, το 4% περίπου του ξυλαποθέματος αναμένεται να καλύψει τις ανάγκες των αντιδιαβρωτικών έργων, το 76% να παραμείνει στις συστάδες για λόγους διατήρησης και προστασίας της βιοποικιλότητας και το 20% μπορεί να διατεθεί στην αγορά ξύλου.
Οχι στις πολύχρονες απαγορεύσεις βόσκησης
Οι απώλειες σε ζωικό κεφάλαιο στην πληγείσα περιοχή ανέρχονται σε 2.110 αιγοπρόβατα, ενώ οι συνολικές απώλειες αγγίζουν το 3,6%. Οι περιοχές όμως που συνήθιζαν να επισκέπτονται οι κτηνοτρόφοι με τα κοπάδια τους για βόσκηση, «εμπίπτουν εντός της καμένης ζώνης με ποσοστό που άγγιζε το 47,6%». Αυτός είναι ο λόγος που η μελέτη προτείνει να μην υπάρξουν πολύχρονες απαγορεύσεις βόσκησης και να διατηρηθεί η εκτατική και ημιεκτατική κτηνοτροφία, καθώς ελλοχεύει ο κίνδυνος υπερβόσκησης. Σημαντική είναι επίσης η εκπόνηση διαχειριστικών σχεδίων βόσκησης και η παρακολούθηση της φυσικής αναγέννησης στις καμένες βοσκήσιμες γαίες.
Τοποθέτηση μελισσοσμηνών εντός των δασών
Ακόμη, εκτιμάται πως κάηκαν περίπου 2.500 κυψέλες, εντούτοις, υπάρχουν σημαντικές απώλειες σε χορτολιβαδικές και δασικές εκτάσεις που τροφοδοτούν τη μελισσοκομία. Ως εκ τούτου, προτείνονται μεταξύ άλλων φυτεύσεις αυτόχθονων μελισσοτροφικών φυτών, κατασκευή κατάλληλων εγκαταστάσεων, όπως ποτίστρες, για τη βελτίωση των συνθηκών ύδρευσης των μελισσών. Επίσης, συνιστάται η δημιουργία χώρων τοποθέτησης μελισσοσμηνών εντός των δασών και των δασικών εκτάσεων ή πλησίον των δασικών δρόμων, που «μπορούν να συμβάλλουν σημαντικά στη μελισσοκομία».
Πηγή: kathimerini.gr