Το Διδυμότειχο του Βυζαντίου, το Σουφλί του μεταξιού, η Ορεστιάδα των προσφύγων κοιτάζουν το αύριο πατώντας στο πλούσιο παρελθόν τους
Πώς το χθες ενός τόπου μπορεί να τον οδηγήσει στο αύριο; Πώς η ίδια του η ιστορία μπορεί να αξιοποιηθεί και να γίνει μοχλός ανάπτυξης; Πώς ένας τόπος μπορεί να μετατρέψει σε όφελός του κάθε ιστορική αναποδιά; Η εκ πρώτης όψεως παρακμή μπορεί να φέρει μια άλλου τύπου ακμή, τουριστική ίσως; Διδυμότειχο, Σουφλί, και Ορεστιάδα φυλάνε Θερμοπύλες, αλλά και πολύτιμες ιστορίες στα σεντούκια τους.
Διδυμότειχο: Βυζαντινή αύρα
Αιώνες επί αιώνων συνύπαρξης μετράνε οι δύο αντικριστοί οχυρωμένοι λόφοι που βαφτίζουν το Διδυμότειχο. Καλές και Αγία Πέτρα βλέπουν αιωνίως ανθρώπους να έρχονται και να φεύγουν, πολιτισμούς να αναμειγνύονται. Ρωμαίους ηγεμόνες, Βυζαντινούς αυτοκράτορες και επισκόπους, σουλτάνους και μουφτήδες, ραβίνους, τσάρους και εξαρχίτες, πρόσφυγες και εμπόρους. Το Διδυμότειχο υπήρξε έδρα Βυζαντινών αυτοκρατόρων και αγαπημένος τους κυνηγότοπος, ενώ ήταν γενέτειρα των αυτοκρατόρων Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη και Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου. Αργότερα έγινε η πρώτη πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επί ευρωπαϊκού εδάφους, η πύλη στα Βαλκάνια και το διαχρονικό ανάχωμα της Κωνσταντινούπολης στον κίνδυνο των Σλάβων. Ως σταυροδρόμι στα περάσματα Δύσης-Ανατολής και μεγάλος σταθμός πάνω στον πλωτό Έβρο, διεκδικήθηκε διαχρονικά από όλους τους γειτονικούς λαούς. Σταδιακά, η αίγλη του ατόνησε όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία επεκτάθηκε, μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Η σοβαρή παρακμή της πόλης, όμως, που σήμερα αριθμεί 9.000 κατοίκους, ήρθε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν χάθηκε μεγάλο μέρος του εβραϊκού πληθυσμού, ο οποίος ασχολούνταν με το εμπόριο, αλλά και λόγω των ισχυρών συγκρούσεων κατά τον Εμφύλιο και της κατοπινής μετανάστευσης.
Οι εκπλήξεις δεν τελειώνουν στο Διδυμότειχο με τη βαλκανική αύρα: βλέπεις τις οχυρώσεις όλων των εποχών, κάποιους από τους 24 πύργους, τις πύλες της Γέφυρας και τα περίφημα υπόσκαφα.
Στην κορυφή του Καλέ ενώνεις το ιστορικό κουβάρι, αντικρίζεις την πόλη από ψηλά, από το σημείο όπου την αγνάντευαν οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος και Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός. Αργότερα, ο σουλτάνος Μουράτ Α΄. Ερυθροπόταμος, κάμπος και άλσος Τσίγγλας από τη μια. Χωράφια, Έβρος, Τουρκία από την άλλη. Στα πόδια σου όλο το Διδυμότειχο με τον μιναρέ του Μεγάλου Τεμένους και την Ελευθερώτρια σε ένα κάδρο. Στον γειτονικό λόφο, στην Αγία Πέτρα, ιδρύθηκε τον 2ο αιώνα, επάνω σε αρχαία σπαράγματα και νεολιθικά πασσαλόπηκτα κτίρια, η ρωμαϊκή Πλωτινόπολη με τα σπουδαία ψηφιδωτά.
Στον Καλέ βρισκόταν το βυζαντινό κάστρο. Από τα κτίρια έχει απομείνει μόνο ο ναός της Αγίας Αικατερίνης, ενώ οι εντυπωσιακές λαξεύσεις που βλέπει κανείς χρησίμευαν ως αποθήκες και δεξαμενές νερού. Αν κυκλώσεις τον λόφο, όμως, συναντάς ζωντανό το βυζαντινό παρελθόν της πόλης. Μεταβυζαντινές εκκλησίες, με σημαντικότερες την αρμένικη του Αγίου Γεωργίου, στη θέση του βυζαντινού ναού Αγίου Γεωργίου Παλαιοκαστρίτη, όπου λέγεται ότι στέφθηκε αυτοκράτορας ο Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός, αλλά και τις Φυλακές του Καρόλου, πίσω από τον ναό του Αγίου Αθανασίου, οι οποίες στην πραγματικότητα ήταν το ταφικό παρεκκλήσι του ναού με λαξευμένους τάφους, κρύπτες και τοιχογραφίες – ένα σύμπλεγμα που θεωρείται μοναδικό στη βυζαντινή αρχιτεκτονική.
Οι εκπλήξεις δεν τελειώνουν στο Διδυμότειχο με τη βαλκανική αύρα: βλέπεις τις οχυρώσεις όλων των εποχών – ιουστινιάνεια, 14ου αιώνα, υστεροβυζαντινή, οθωμανική. Κάποιους από τους 24 πύργους: της Βασιλοπούλας, τον μπαρουτχανέ ή μπερχανέ, του Χριστού, του Κομνηνού, το Πεντάζωνο, αλλά και τις πύλες της Γέφυρας (κεντρική Πύλη Κάστρου). Βλέπεις και τα περίφημα υπόσκαφα, τις λαξεύσεις που δημιουργούν ολόκληρες κατοικίες, με δωμάτια, ορόφους και έντονα χρώματα σαν τις τρωγλοδυτικές κατοικίες της Καππαδοκίας. Πρώτοι οι Βυζαντινοί έσκαψαν το μαλακό πέτρωμα για να εξοικονομήσουν χώρο, φτιάχνοντας αποθήκες, δεξαμενές, κελάρια. Εκεί εγκαταστάθηκαν σε διάφορες εποχές πρόσφυγες, αργότερα οι Κατσίβελοι και σήμερα απαξιώνονται, παρά τη μοναδικότητά τους.
Το βυζαντινό μεγαλείο του Διδυμότειχου δεν έχει αναδειχθεί όπως θα του άρμοζε. «Είναι αρκετά παρατημένα τα μνημεία μας. Οι ανασκαφές στον Καλέ και στην Πλωτινόπολη πρέπει να προχωρήσουν. Η Εφορεία Αρχαιοτήτων οφείλει να κινηθεί πιο γρήγορα, το τέμενος του Βαγιαζίτ Α΄ Γιλντιρίμ, που κάηκε πριν από μερικά χρόνια, είναι από τα παλαιότερα και μεγαλύτερα σε ευρωπαϊκό έδαφος και δεν έχει ακόμη αποκατασταθεί, παραμένει ασκεπές και εκτεθειμένο στα στοιχεία της φύσης. Πύλες και πύργοι είναι εδώ και δεκαετίες με υποστυλώματα και ελάχιστες εργασίες γίνονται, κυρίως καθαρισμοί», λέει ο ζωγράφος Γιάννης Γ. Σαρσάκης, ο οποίος μαζί με τη σύζυγό του, την εικαστικό και ψηφιδογράφο Γεωργία Νταλαγιώργου, ζουν και δημιουργούν στο Διδυμότειχο. Εμπνευσμένοι λες από το βυζαντινό παρελθόν του τόπου, συνεχίζουν την παράδοση της αγιογραφίας και του ψηφιδωτού και έχουν ιδρύσει το καλλιτεχνικό εργαστήρι Ηδύ τεχνών, όπου διδάσκουν τις τέχνες τους.
Μοναδική ελπιδοφόρα νότα, το Βυζαντινό Μουσείο, που λειτουργεί από το 2016. Εκεί μαθαίνεις ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την περιοχή της Θράκης, αλλά και όλη την ιστορία της πόλης, και εύχεσαι να αναδειχθεί ένας βυζαντινός περίπατος καθώς και όλα τα μνημεία, βυζαντινά ή όχι. Το τουριστικό ενδιαφέρον για το Διδυμότειχο, άλλωστε, έχει εκδηλωθεί εδώ και καιρό, τόσο από Έλληνες όσο και από ξένους, κυρίως Τούρκους και Βούλγαρους, επισκέπτες.
Σουφλί: Ζωή από μετάξι
Μια ζωή αφιερωμένη εξ ολοκλήρου στη φροντίδα ενός εντόμου. Έτσι έμαθαν να ζουν οι Σουφλιώτες. Από τα μέσα του 19ου αιώνα καλλιεργούν μουριές, εκτρέφουν μεταξοσκώληκες, υφαίνουν το μετάξι, το μεταποιούν. Σηροτροφία και μεταξουργία άκμασαν και έφεραν στην πόλη μεγάλο πλούτο. Πρώτο σε παραγωγή στο βιλαέτι της Αδριανούπολης, το Σουφλί είχε εμπορικό αλισβερίσι με το Μιλάνο και τη Λυών μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα τουλάχιστον. Τότε, με τη Συνθήκη της Λωζάννης, πήρε τους μορεώνες… το ποτάμι. Χάθηκαν τα εδάφη, οι καλλιέργειες, η παραγωγή, έμειναν όμως τα κουκουλόσπιτα, τα γνωστά μπιτζεκλίκια και τα αρχοντόσπιτα, καθώς και μερικοί άνθρωποι που συνέχισαν πεισματικά τη φροντίδα του μεταξοσκώληκα, από τα βορειοανατολικά σύνορα της Ελλάδας πια.
Παλιά οι κυράδες εκκόλαπταν τα έντομα στον κόρφο τους, τα τάιζαν, τα τακτοποιούσαν στις κρεβάτες, έστηναν όλη τους τη ζωή βάσει των αναγκών των πολύτιμων εντόμων – μέχρι και τα σπίτια χτίζονταν για να εξυπηρετήσουν τους μεταξοσκώληκες και όχι τους ανθρώπους. «Δεν είναι απλή διαδικασία, αλλά είναι εντυπωσιακή. Σκέψου ότι για κάθε κουτί, το οποίο περιέχει 20.000 μεταξοσκώληκες, χρειάζονται 500 κιλά φύλλα μουριάς, που καταναλώνονται σε διάστημα 35 ημερών περίπου. Το μέγεθος κάθε μεταξοσκώληκα αυξάνεται κατά 10.000 φορές, από 2 χιλιοστά γίνεται 9 εκατοστά, και το βάρος τους από κλάσμα του γραμμαρίου φτάνει τα 3-4 γραμμάρια. Το κουκούλι μεταξιού που δίνουν φτάνει σε μήκος τα 2 χλμ.», λέει η Μαρίνα Τιμτσένκο, ξεναγός του Μουσείου Τέχνης Μεταξιού.
Στα στενά ανηφορικά δρομάκια προς την Καρκατσιλιά βλέπεις κουκουλόσπιτα, στα καφενεία ακούς βαριά ονόματα της μεταξοπαραγωγής, στα σπίτια βλέπεις παλιούς αργαλειούς έτοιμους για χρήση.
Μέχρι σήμερα, αυτή την ιστορία αφηγείται το Σουφλί. Και μάλιστα, συνδυάζοντάς τη σε ένα ενιαίο αφήγημα με το δάσος της Δαδιάς και τα Πομακοχώρια, απέσπασε το 2021 το βραβείο «Best Tourism Village» από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τουρισμού ως δήμος με εξαιρετική προοπτική ανάπτυξης στον τομέα του αειφόρου τουρισμού.
Στα στενά ανηφορικά δρομάκια προς την Καρκατσιλιά (πάνω μαχαλάς) βλέπεις κουκουλόσπιτα, στα καφενεία ακούς βαριά ονόματα της μεταξοπαραγωγής –Αζαρία, Πάπο, Τζίβρε–, στα σπίτια βλέπεις παλιούς αργαλειούς έτοιμους για χρήση, στα περίφημα σουφλιώτικα κεντήματα και στις παλιές φορεσιές αστράφτει το μετάξι. Σπουδαιότεροι μάρτυρες της ιστορίας είναι τα κτίρια και οι εγκαταστάσεις που διατηρούνται ακόμη, σαν το κουκουλόσπιτο Μπρίκα που έγινε Ιστορικό Μουσείο και σαν το εργοστάσιο Τζίβρε με το φουγάρο, το μεγαλύτερο και εντυπωσιακότερο όλων, που αναστηλώνεται εδώ και χρόνια για να φιλοξενήσει Τεχνολογικό Μουσείο.
Στο αρχοντικό Κουρτίδη, αντίθετα, η συνέχεια δίνεται μέσα από το σπουδαίο Μουσείο Μετάξης του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς. Τα ντοκιμαντέρ που προβάλλονται στις οθόνες και η άρτια έκθεση παρουσιάζουν όλες τις φάσεις της προβιομηχανικής σηροτροφίας και μεταξουργίας – από την εκτροφή και την αναπήνιση μέχρι την ύφανση. Για το μετάξι και τη σχέση του με τους Σουφλιώτες «μιλά» και το Μουσείο Τέχνης Μεταξιού, το οποίο στεγάζεται σε ένα ωραίο νεοκλασικό. Ανήκει στη φημισμένη οικογένεια Τσιακίρη, η οποία εκτός από το μουσείο διατηρεί και τον ομώνυμο οίκο εδώ και εβδομήντα χρόνια, κρατώντας ζωντανή την παράδοση. Δεν είναι η μοναδική. Και η βιοτεχνία Μουχταρίδη συνεχίζει να επεξεργάζεται το μετάξι, ενώ λειτουργούν και τρεις οικοτεχνίες. Στην πρωτογενή παραγωγή, στο Σουφλί, απασχολούνται πενήντα οικογένειες σηροτρόφων.
Ο οίκος Τσιακίρη ασχολείται πλέον με όλα τα στάδια, ακόμα και με την εκτροφή μεταξοσκώληκα, ενώ τα τελευταία χρόνια διοργανώνει και εργαστήρια χειροτεχνίας (υφαντικής, φυσικών βαφών κ.ά.) στο γειτονικό χωριό Φυλακτό. Μάλιστα, πριν από τέσσερα χρόνια βραβεύτηκε από την WWF για την ανακύκλωση των απορριμμάτων του εργοστασίου σε ένα πρότζεκτ που ονομάστηκε Resilk (σε αντιδιαστολή με το Recycle). «Η μεγάλη κρίση της δεκαετίας του 1990, με την εισαγωγή τεχνητής ίνας και την αλλαγή της συνήθειας του “ντυσίματος” του σπιτιού, έφερε την παρακμή. Εμείς το είδαμε νωρίς και επενδύσαμε στον χώρο της μόδας. Με δράσεις, από κοινού με τον Σύλλογο Φίλων Μετάξης “Η Χρυσαλλίδα”, με πανελλήνιους διαγωνισμούς, εκθέσεις, προβολή των προϊόντων και συνεργασίες με νέους σχεδιαστές, καταφέραμε να επιβιώσουμε και εν τέλει να αναπτυχθούμε και να μπούμε στη νέα εποχή. Μάλιστα, πλέον έχουμε δημιουργήσει και τα καταστήματα λιανικής Μετάξι, τα οποία λειτουργούν και με franchise, ενώ τα τελευταία χρόνια ασχολούμαστε και με την ψηφιακή εκτύπωση», λέει ο Γιώργος Τσιακίρης.
Ορεστιάδα: 100 χρόνια πόλη
«Αγαπητή Λητώ, ούτε Συ βέβαια εφαντάζεσο ούτε εγώ ήλπιζα πως την επιστολή σου θα τη διάβαζα μέσα σε σκηνή και με το φως σπαρματσέτου!… Σκέψου μια πόλι με 10.000 κατοίκους να φεύγει σύσσωμη αφού πάρη και το τελευταίο καρφί και σανίδι από το σπίτι της και να έρχεται σ’ ένα εκτεταμένο μέρος να εγκαθίσταται σε σκηνάς… Παρουσιάζει δε η καινούργεια αυτή πόλις το πιο ιδιόμορφο θέαμα μα και το πιο θλιβερό συνάμα… Εξ άλλου το παληό Καραγάτς φαίνεται απ’ εδώ καθαρά με φόντο όλη την Αδριανούπολι… Ασχολούμαι να τυπώνω φωτογραφίες… να δεις και Συ την καινούργεια Ορεστιάδα…». Τo γράμμα αυτό γράφτηκε στις 4/9/1923, από κάποιον Μανώλη. Αδριανοπολίτες και Καραγατσιανοί είχαν μόλις καταφτάσει στην πεδιάδα του Κουμ τσιφλίκ, είχε υπογραφεί η Συνθήκη της Λωζάννης, ενώ ήδη με την ανταλλαγή των πληθυσμών χιλιάδες κάτοικοι της Ανατολικής Θράκης είχαν μετακινηθεί δυτικά του Έβρου. Για να μην υποχρεωθεί η Ελλάδα να καταβάλει πολεμικές αποζημιώσεις, ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε παραχωρήσει στους Τούρκους το Καραγάτς, το Ντεμιρντέσι και την Μπόσνα. Γι’ αυτό στο συγκεκριμένο σημείο το σύνορο Ελλάδας-Τουρκίας δεν είναι ο Έβρος – το σύνορο είναι χερσαίο και βρίσκεται 11 χλμ. δυτικά του ποταμού.
Το δυνατό σημείο της Ορεστιάδας είναι η διασυνοριακότητά της και κυρίως οι άνθρωποί της, προκομμένοι και δυναμικοί, όπως τους χαρακτηρίζουν όλοι οι Εβρίτες.
Έξι χιλιάδες άνθρωποι φόρτωσαν τη ζωή τους στα κάρα και μετακινήθηκαν ελάχιστα χιλιόμετρα μακρύτερα. Έστησαν τις σκηνές τους και ίδρυσαν σταδιακά τη Νέα Ορεστιάδα, την πόλη που φέτος γιορτάζει τα εκατό χρόνια δημιουργίας της με πλήθος εκδηλώσεων. Λένε βέβαια πως το σημείο επελέγη χάρη σε ένα ουράνιο τόξο που εμφανίστηκε την κρίσιμη στιγμή και θεωρήθηκε σημάδι. Άλλοι λένε πως στην περιοχή κατείχε ήδη εκτάσεις ένας προύχοντας της Αδριανούπολης και άλλοι ότι η θέση βόλευε ώστε να είναι κοντά στην πατρίδα τους και να επιστρέψουν πιο γρήγορα όταν θα ερχόταν η ώρα. Δεν ήρθε ποτέ. Έμειναν να την αγναντεύουν από τη δυτική πλευρά του ποταμού και να την επισκέπτονται πια για τα ψώνια και τη βόλτα τους.
Φωτογραφίες, γράμματα, δηλώσεις επιφανών και απλών ανθρώπων – όλο το χρονικό του ξεριζωμού μαζί με αντικείμενα καθημερινής χρήσης και εργασίας, φορεσιές, έγγραφα κι ένα σωρό ακόμα πολύτιμα από την παλιά Ορεστιάδα (Καραγάτς) έχουν τη θέση τους στο καλοστημένο Ιστορικό-Λαογραφικό Μουσείο. Από τα σημαντικότερα εκθέματα, μάλιστα, είναι τα ιερά κειμήλια του Αγίου Κυρίλλου ΣΤ΄, πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, τα οποία μεταφέρθηκαν εδώ από το Μουσείο Μπενάκη.
Έξω, στους δρόμους της βορειότερης πόλης της Ελλάδας, την προσφυγιά θυμίζει η άψογη ρυμοτομία που κάνει τους κατοίκους να εθίζονται σιγά σιγά στα ποδήλατα, η μουσειακή Βιβλιοθήκη (στεγάζεται στο Παλιό Ειρηνοδικείο) του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Αδριανούπολης που πλέον εδρεύει στην Ορεστιάδα, το μνημείο των προσφύγων στην οδό Πατριάρχη Γρηγορίου. Οι Γκαγκαβούζηδες στην περιοχή της Οινόης και Σαγήνης (χριστιανοί που μιλούν ένα τούρκικο γλωσσικό ιδίωμα), ακόμα και το όνομα της κεντρικής πλατείας. Σπύρου Δάσιου την είπαν, προς τιμήν του γενικού διοικητή της Θράκης κατά τον ξεριζωμό, που φρόντισε για την ίδρυση της νέας πόλης.
Γύρω από αυτή την πλατεία χτυπάει και η καρδιά της Ορεστιάδας. Οι πεζόδρομοι είναι γεμάτοι μεζεδοπωλεία και μπαράκια. Δέκα χιλιάδες κάτοικοι, μαζί τους φαντάροι, στρατιωτικοί και φοιτητές των δύο τμημάτων του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, κρατάνε ζεστή τη μεθοριακή πόλη, που τον χειμώνα βουτά έως τους -15 βαθμούς. Αυτό είναι το ατού της. Η Ορεστιάδα δεν είναι τουριστική. Σε αντίθεση με τις άλλες δύο πόλεις του Έβρου, η ιστορία της δεν προκαλεί τουριστικό ενδιαφέρον, μια και η συνέχεια χάθηκε με τις πολεμικές αποζημιώσεις. Το δυνατό της σημείο είναι όμως η διασυνοριακότητά της και κυρίως οι άνθρωποί της, προκομμένοι και δυναμικοί, όπως τους χαρακτηρίζουν όλοι οι Εβρίτες. «Παρότι ήρθαν με ό,τι χωρούσε στα κάρα και στα χέρια τους, έφτιαξαν μια ολόκληρη πόλη. Δεν υπάρχει άλλη νέα πόλη στην Ελλάδα που να μην πάτησε σε προϋπάρχοντα οικισμό. Από πρωταγωνιστές στην πλούσια Αδριανούπολη, βρέθηκαν να είναι κάτοικοι στην τελευταία πόλη της χώρας, που έγινε συνώνυμη με τόπο εξορίας. Παρά την εγκατάλειψη από την πολιτεία, όμως, η Ορεστιάδα έγινε το πιο ζωντανό αστικό κέντρο του Έβρου μετά την Αλεξανδρούπολη – ως δήμος έχουμε 20.000 κατοίκους. Αυτό είναι το θαύμα», λέει η Βέρα Μαυρίδου, διευθύντρια της Δημοτικής Ραδιοτηλεόρασης και αντιπρόεδρος του Ιστορικού και Λαογραφικού Μουσείου Ορεστιάδας και περιφέρειας.
Αυτός είναι λοιπόν ο πλούτος της. Οι άνθρωποι που διατηρούν τις πλούσιες παραδόσεις τους μέσα από πλήθος συλλόγων και δουλεύουν σκληρά την εύφορη γη του Τριγώνου και τον κάμπο της Ορεστιάδας, έναν από τους μεγαλύτερους της Ελλάδας. Γιατί, όπως μου είπε φορτισμένος ένας κάτοικος της πόλης: «Για να προστατεύσεις τα σύνορα, δεν χρειάζονται ούτε φράχτες ούτε τοίχοι, άνθρωποι χρειάζονται. Να κατοικούν, να εργάζονται, να παράγουν. Έτσι γίνεται η ενίσχυση των συνόρων, αλλά και η εξέλιξη και η ενδυνάμωση των ξεχασμένων τόπων. Με την ανάπτυξη».
ΠΗΓΗ:KATHIMERINI.GR