Επείγουσα ανάγκη για ισχυρά και αποτελεσματικά μέτρα στήριξης της αγοράς εργασίας, του εισοδήματος των εργαζομένων και των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων διαπιστώνει το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, στην ετήσια εκθεση για την ελληνική οικονομία, που παρουσιάστηκε την Παρασκευή στη Θεσσαλονίκη, υπό τη βαριά σκιά βέβαια των καταστροφικών πλημμυρικών φαινομένων και των αδιανόητων συνεπειών τους στην κοινωνία και στην οικονομία.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ της Καθημερινής, αν και η έκθεση καταρτίστηκε πολύ πριν από τις δραματικές εξελίξεις του καλοκαιριού, αναφορικά με τις πυρκαγιές αλλά και τις πλημμύρες που έπληξαν τη χώρα, οι μελετητές του ΙΝΕ ΓΣΕΕ κατέγραψαν την ανάγκη ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής μέσω της προστασίας θεμελιωδών αρχών και δικαιωμάτων στην εργασία, με αξιοπρεπείς μισθούς, εξασφάλιση ίσης αμοιβής για εργασία ίσης αξίας και με την προώθηση πολιτικών διά βίου μάθησης και εκπαίδευσης. Και αυτό γιατί τα στοιχεία «φωτογραφίζουν» ένα ζοφερό τοπίο στην αγορά εργασίας, παρά την ανθεκτικότητα που παρουσίασε η ελληνική οικονομία στην κρίση πληθωρισμού, σημειώνοντας ρυθμούς μεγέθυνσης υψηλότερους από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Ετσι, ενώ η χώρα μας επέστρεψε στην τάση μεγέθυνσης της περιόδου 2016-2019, καλύπτοντας το κενό που προκλήθηκε από την πανδημία, ένα στα τρία νοικοκυριά δυσκολεύεται να αντεπεξέλθει στις δαπάνες για την κάλυψη βασικών αναγκών, ενώ σχεδόν ένα στα δύο αδυνατεί να αντεπεξέλθει σε μια έκτακτη δαπάνη.
Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα το 2021 βρέθηκε σε σοβαρή υλική και κοινωνική στέρηση το 13,2% των ανδρών και το 14,5% των γυναικών, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά στην Ε.Ε.-27 ήταν 6% και 6,6%, αντιστοίχως. Το 2022, στη χώρα μας, σε αδυναμία κάλυψης βασικών αναγκών για μια αξιοπρεπή διαβίωση βρέθηκε το 13,2% των ανδρών και το 14,6% των γυναικών.
Το 2021-2022, πολύ μεγάλη δυσκολία να αντεπεξέλθει στις δαπάνες για την κάλυψη βασικών αναγκών αντιμετώπισε το 36% των νοικοκυριών χωρίς εξαρτώμενα παιδιά, ενώ την ίδια περίοδο στην Ε.Ε.-27 το αντίστοιχο ποσοστό νοικοκυριών ήταν μόλις 6,1%. Το 2021 το 46,3% των νοικοκυριών στην Ελλάδα δήλωσε αδυναμία να αντεπεξέλθει σε μια έκτακτη δαπάνη, ενώ λίγο πιο χαμηλό (43,6%) ήταν το ποσοστό το 2022.
Επίσης, και παρά την ταχεία ανάκαμψη, η Ελλάδα έχει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στην Ευρώπη. Αντιστοίχως, καταγράφει το χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης στους νέους κάτω των 25 ετών και το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης τόσο στις ηλικίες 20-64 ετών όσο και στις γυναίκες ανάμεσα στα κράτη-μέλη της Ε.Ε.-27.
Σύμφωνα με το ΙΝΕ ΓΣΕΕ, τα τελευταία δύο χρόνια οι ονομαστικοί μισθοί στην Ελλάδα αυξήθηκαν σημαντικά, 6,9% και 10,1% αντιστοίχως ανά έτος, χωρίς όμως αυτό να αλλάξει τη διανομή εισοδήματος. Βέβαια, ο πραγματικός μέσος μισθός παρουσίασε σημαντική μείωση, η οποία το 2022 έφτασε το 8,7% σε σχέση με το 2021. Αυτή η εξέλιξη οδήγησε σε διανεμητικό κενό εις βάρος του κόσμου της εργασίας, της τάξεως του 8,4% το 2021 και 9,5% το 2022, και σε μείωση του εισοδηματικού μεριδίου των μισθών στο ΑΕΠ στο 47,5% το 2022. Η ποιότητα της εργασίας στη χώρα μας είναι η χαμηλότερη μεταξύ των 27 χωρών-μελών της Ε.Ε., αφού η Ελλάδα σημειώνει τη χειρότερη επίδοση σε χαρακτηριστικά όπως ο χρόνος εργασίας και η ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής κι από τις χαμηλότερες επιδόσεις στη συλλογική εκπροσώπηση, στην επαγγελματική εξέλιξη και στην ποιότητα του εισοδήματος.
Παράλληλα, κατά τη διάρκεια του 2022 δεν σημειώθηκε κάποια ουσιαστική πρόοδος σχετικά με την αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου των συλλογικών διαπραγματεύσεων, δεδομένου ότι υπεγράφησαν 25 συμβάσεις κλαδικού ή ομοιοεπαγγελματικού εθνικού ή τοπικού χαρακτήρα. Κατά το ίδιο έτος υπεγράφησαν 217 επιχειρησιακές συμβάσεις. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι ενώ το 2010 η κάλυψη των εργαζομένων από 79 κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές συμβάσεις προσέγγιζε το 100%, σήμερα, σύμφωνα με τη ΓΣΕΕ, οι 38 κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ που βρίσκονται σε ισχύ καλύπτουν δυνητικά περίπου 735.000 εργαζομένους, δηλαδή μόλις το 29% του συνόλου των μισθωτών. Ωστόσο, το πραγματικό ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ μειώνεται ακόμη περισσότερο καθώς μόνο 5 έχουν κηρυχθεί ως γενικά υποχρεωτικές, δηλαδή ως υποχρεωτικά εφαρμοστέες σε όλους τους εργαζομένους από το σύνολο των επιχειρήσεων του κλάδου ή του επαγγέλματος. Επίσης, μόλις 9 από τις 24 κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές συμβάσεις που υπεγράφησαν το 2022 προβλέπουν αύξηση αποδοχών.
Μακροοικονομικές εξελίξεις
Σύμφωνα με το ΙΝΕ ΓΣΕΕ, κύριος μοχλός της οικονομικής μεγέθυνσης στη χώρα μας, παρά την κρίση πληθωρισμού, ήταν η ιδιωτική κατανάλωση, ενώ η αύξηση των εισαγωγών υπερκάλυψε τα όποια οφέλη από την ενίσχυση των επενδύσεων και των εξαγωγών. Ωστόσο, η δυναμική της κατανάλωσης είναι φθίνουσα και οι επενδύσεις, μολονότι αυξήθηκαν, παραμένουν σχεδόν 9 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης σε όρους ΑΕΠ. Παράλληλα, η αδύναμη παραγωγική διάρθρωση της οικονομίας δημιουργεί μεγάλη εξάρτηση από εισαγωγές, με αποτέλεσμα η ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας να συνοδεύεται από αυξητικές πιέσεις στο εμπορικό έλλειμμα.
Πηγή: moneyreview.gr