Εάν η κινηματογραφική βιομηχανία του Hollywood γνώριζε την περιπέτεια του μικρού Αναστάσιου Χαραλαμπόπουλου, θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι θα την είχε γυρίσει ταινία.
Όταν τον Οκτώβριο του 1940 ξέσπασε ο πόλεμος, το μόλις 13 ετών αγόρι αποφάσισε χωρίς περιστροφές να τρυπώσει κρυφά σε ένα από τα τρένα που πήγαινε τους επιστρατευμένους άνδρες από την πρωτεύουσα στα ελληνοαλβανικά σύνορα, προκειμένου αργότερα να βρεθούν στην πρώτη γραμμή του μετώπου υπερασπιζόμενοι τα πάτρια εδάφη.
Χώθηκε στο βαγόνι με τις αποσκευές χωρίς να τον δει κανείς. Με τον ίδιο συρμό ταξίδευε και ο πατέρας του που λίγο πριν τον είχε αποχαιρετήσει και βέβαια δεν γνώριζε το παραμικρό για το παράτολμο εγχείρημα του γιου του.
ΣΚΕΦΤΗΚΑΝ ΝΑ ΤΟΝ ΣΤΕΙΛΟΥΝ ΠΙΣΩ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ.
Η λαθρεπιβίβαση αποκαλύφθηκε όταν η αμαξοστοιχία έφθασε στον προορισμό της και άνοιξαν οι πόρτες. Άπαντες έμειναν άναυδοι. Η πρώτη σκέψη ήταν στα σταλεί ο μικρός αμέσως πίσω στην Αθήνα. Κάτι τέτοιο όμως μόνο εύκολο δεν φάνταζε εκείνες τις ώρες.
Η μονάδα του σαστισμένου πατέρα του Αλέξανδρου, είναι έτοιμη να αναχωρήσει για τη ζώνη του πυρός. «Θέλω να πολεμήσω κι εγώ μαζί του» φώναζε πεισματικά ο νεαρός. Δεν υπήρχαν πολλά περιθώρια επιλογών.
Ο στρατεύσιμος Αλέξανδρος Χαραλαμπόπουλος υπογράφει πως δέχεται να καταταγεί ο γιος του ως εθελοντής στον Ελληνικό Στρατό και μ’ αυτό τον τρόπο λύνεται το πρόβλημα που είχε προκληθεί στις ανώτερες βαθμίδες του πεζικού.
Φυσικά δεν μπαίνει στην πρώτη γραμμή, άλλωστε το όπλο θα ήταν μεγαλύτερο απ’ το μπόι του. Κανείς δεν θέλει να εκτεθεί σε μεγαλύτερο κίνδυνο. Αναλαμβάνει επικουρικό ρόλο στη μονάδα. Ακούει όμως νυχθημερόν τα εχθρικά πυροβόλα και το βόμβο των αεροπλάνων που λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα συνθέτουν ένα τοπίο κόλασης.
ΠΑΡΕΛΑΣΕ ΠΡΩΤΟΣ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΤΣΑ.
Όταν στα τέλη Νοεμβρίου του 1940 καταλαμβάνεται η Κορυτσά από το Γ’ Σώμα του Ελληνικού Στρατού, οι αξιωματικοί αφήνουν τον Αναστάση να παρελάσει πρώτος. Και το κάνει με περίσσιο καμάρι κατά την είσοδο των ενόπλων δυνάμεων στην πόλη της σημερινής νοτιοανατολικής Αλβανίας φορώντας μια στολή στρατιώτη που είχε φτιαχτεί άρον άρον στα μέτρα του.
Ο μικρός θα συνεχίσει να ακολουθεί το στράτευμα και στις υπόλοιπες επιχειρήσεις οι οποίες όμως διεξάγονται υπό δριμύ ψύχος στα χιονισμένα βουνά. Ο Αναστάσης θα κρυολογήσει και οι ενήλικοι συμπολεμιστές του θα αναγκαστούν να τον αφήσουν σε ένα χάνι της Κορυτσάς να αναρρώσει. Εκεί όμως δεν είναι μόνος. Υπάρχουν κι άλλοι που έχουν αναζητήσει κατάλυμα.
ΑΝΑΚΑΥΠΤΕΙ ΚΑΤΑΣΚΟΠΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΤΙΜΟΥΝ.
Ένα βράδυ ακούει θορύβους από το διπλανό δωμάτιο και ξυπνάει. Από περιέργεια, κατευθύνεται προς τη μεσοτοιχία. Ακούει να παίζει κάτι σαν ραδιόφωνο. Κάτι δεν του αρέσει, το θεωρεί ύποπτο. Τρέχει να ξυπνήσει τους ιδιοκτήτες του πανδοχείου που με τη σειρά τους ειδοποιούν τις αρχές.
Λίγα λεπτά αργότερα αποκαλύπτεται ότι ο πελάτης του διπλανού δωματίου ήταν Αλβανός κατάσκοπος που έδινε πληροφορίες με ασύρματο στους Ιταλούς για τις θέσεις και τις κινήσεις των ελληνικών στρατιωτικών μονάδων. Ο 13χρονος με εντολή του διοικητή της μεραρχίας λαμβάνει λίγο αργότερα το βαθμό του δεκανέα για τις υπηρεσίες που πρόσφερε στην πατρίδα.
Τις επόμενες ημέρες η περιπέτειά του θα γίνει γνωστή στον Τύπο της εποχής. Στις 10 Δεκεμβρίου 1940 η εφημερίδα «Ακρόπολις» δημοσιεύει στην πρώτη σελίδα τη φωτογραφία του με τίτλο «Ο μικρότερος δεκανεύς του κόσμου» και λεζάντα: «Ο μικρός Αναστάσιος Χαραλαμπόπουλος (ηλικίας 13 ετών), ο οποίο ηκολούθησε τον πατέρα του εις το Μέτωπον ως εθελοντής στρατιώτης, μετέσχε των επιχειρήσεων και προήχθη δι’ εξαιρετικήν υπηρεσίαν εις δεκανέα».
Πολύ αργότερα, κι αφού τελείωσε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, το Γενικό Επιτελείο Στρατού, η Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού και η Ένωση Αποστράτων Αξιωματικών Στρατού αποφασίζουν να εντοπίσουν τον μικρό ήρωα, χωρίς όμως επιτυχία. Τα ίχνη του έχουν χαθεί. Εάν τυχόν ζει σήμερα, θα είναι 92 ετών.
Του Γιώργου Σαρρή