Ισόβια κάθειρξη επέβαλε το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Ορεστιάδας στον σύζυγο της 29χρονης Τζεβριέ από την Αλεξανδρούπολη, για “ανθρωποκτονία από ενδεχόμενο δόλο”, ενώ στον κατηγορούμενο δεν αναγνωρίστηκε κανένα ελαφρυντικό.
Η απόφαση βγήκε κατά πλειοψηφία (6-1), όπως και η μη αναγνώριση των ελαφρυντικών, με έναν από τους τέσσερις ενόρκους (πολίτες) που συμμετείχαν στη σύνθεση της έδρας, να διαφοροποιείται από την κρίση των υπολοίπων τριών ενόρκων, των τριών τακτικών δικαστών αλλά και του Εισαγγελέα, που πρότεινε τη βαρύτερη ποινή για τον κατηγορούμενο και απέρριψε κάθε ελαφρυντικό.
Η διαδικασία διήρκεσε περίπου 8 ώρες, ξεκινώντας γύρω στις 11 το πρωί με τις καταθέσεις των γονέων της Τζεβριέ, τριών μαρτύρων υπεράσπισης κατηγορίας, του ιατροδικαστή του Π.Γ.Ν. Αλεξανδρούπολης, Παύλου Παυλίδη και του χειρουργού του ίδιου νοσοκομείου, Μιχάλη Καρανίκα, που διενήργησε τις επεμβάσεις για να κρατηθεί στη ζωή η 29χρονη.
Και οι δύο γιατροί υποστήριξαν ότι το πλήγμα που δέχτηκε η γυναίκα στο ήπαρ, από πολύ δυνατή κλωτσιά του συζύγου της, ήταν η μοιραίο και η αιτία θανάτου της. “Πρώτη φορά στη ζωή μου είδα τέτοιου βαθμού ρήξη ήπατος”, ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Καρανίκας, ο οποίος ήταν και ο πρώτος που απέκλεισε τον ισχυρισμό του συζύγου ότι η Τζεβριέ έπεσε από σκάλα, και για τον λόγο αυτό ζήτησε η γυναίκα να εξεταστεί και από ιατροδικαστή. Όσον αφορά τους γονείς της κοπέλας, υποστήριξαν ότι ο σύζυγος τους είχε αποκλείσει εδώ και 4-5 χρόνια από τη ζωή της κόρης τους, αφού “δεν της επέτρεπε οποιαδήποτε επαφή”, ότι πληροφορήθηκαν μετά από ώρες, από τρίτα πρόσωπα του “μαχαλά” πως η Τζεβριέ είχε μεταφερθεί στο νοσοκομείο και πως κατά το παρελθόν είχαν ξαναδεί την κόρη τους “μαυρισμένη από χτυπήματα”. “Ήταν σαν ζωντανή νεκρή, κλεισμένη στο σπίτι…”, ισχυρίστηκε στην κατάθεσή της η μητέρα της Τζεβριέ, ενώ και οι τρεις μάρτυρες που κλήθηκαν από την πλευρά της πολιτικής αγωγής, υποστήριξαν ότι η κοπέλα, επί σειρά ετών υπέμενε κακοποιητικές συμπεριφορές από τον σύζυγό της.
Ο ίδιος ο κατηγορούμενος, πάντως, στην απολογία του ενώπιον της έδρας, αρνήθηκε ότι κακοποιούσε συστηματικά τη γυναίκα του, λέγοντας ότι στα 12 χρόνια του έγγαμου βίου τους, “μπορεί να τη χτύπησε 2-3 φορές”. Ο 32χρονος ζήτησε πολλές φορές “συγνώμη από την οικογένεια της Τζεβριέ, από τα παιδιά του που τα άφησε χωρίς μητέρα και από όλο τον κόσμο…”, ενώ ζήτησε να τιμωρηθεί, δηλώνοντας πως “δεν δικαιολογεί τον εαυτό του, αλλά δεν είναι φονιάς”.
Κατά την περιγραφή όσων διαδραματίστηκαν στις 5 Δεκεμβρίου 2021, είπε πως επέστρεψε στο σπίτι του κατά τις 8-9 το πρωί εκείνης της ημέρας, μετά από νυχτερινή του έξοδο, στη διάρκεια της οποίας είχε κάνει χρήση ναρκωτικών ουσιών και είχε καταναλώσει αλκοόλ. Στη συνέχεια, όπως είπε, κοιμήθηκε στο σαλόνι του σπιτιού και γύρω στη 1 το μεσημέρι η Τζεβριέ “είχε το θράσος να μου τραβήξει την κουβέρτα και να με κατηγορεί ότι μαστουρώνω και πίνω, ενώ κάποια στιγμή μου πέταξε και ένα ρούχο στο πρόσωπο. Ξεκίνησε καυγάς, άκουσε τη φασαρία ο πατέρας μου και μας ζήτησε να σταματήσουμε γιατί τρομάζουν τα παιδιά. Ο πατέρας μου πήρε τα παιδιά και έφυγαν από το σπίτι, συνεχίσαμε τον καυγά και τη χτύπησα. Δεν θυμάμαι πολλά, ήμουν θολωμένος, τη χτύπησα, όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Όταν άρχισε να κλαίει σταμάτησα να τη χτυπώ…Την είδα να μαζεύεται από πόνο, τη ρώτησα αν είχε κάτι, όμως εκείνη μετά από λίγο βγήκε έξω από το σπίτι για να κάνει δουλειές. Μετά από ώρα είδα ότι είχε χτύπημα στο μάτι, τη ρώτησα τι είχε συμβεί και μου είπε ότι έπεσε από τη σκάλα, προσπαθώντας να κατεβάσει μία μπάλα των παιδιών που είχε μείνει στη στέγη. Της πρότεινα να πάμε στο νοσοκομείο, αλλά αρνήθηκε. Μετά έκανε εμετό, αλλά συνέχιζε να αρνείται, όμως όταν πια άρχισε να χειροτερεύει καλέσαμε το ΕΚΑΒ στις 15:20. Το ασθενοφόρο έφτασε στις 15:40, όταν η Τζεβριέ είχε αρχίσει να χάνει τις αισθήσεις της”. Ο συζυγοκτόνος παραδέχτηκε επίσης ότι “είχε συχνούς καυγάδες με τη γυναίκα του, είτε επειδή δεν έβρισκε έτοιμο το φαγητό είτε επειδή δεν έβρισκε πλυμένα τα ρούχα του”.
Στην ερώτηση του Προέδρου της έδρας, εάν θεωρεί αποδεκτό το να δέρνει τη γυναίκα του επειδή δεν είχε καθαρά ρούχα, απάντησε “όχι”, πρόσθεσε όμως σε εκείνο σημείο της απολογίας του ότι “το πρόβλημα με τη Τζεβριέ ήταν ότι έπινε πολλούς καφέδες και αυτοί της έφερναν νεύρα και μετά με προκαλούσε…”. Ο ίδιος έσπευσε επίσης να διαψεύσει τους ισχυρισμούς ότι δεν επέτρεπε στη σύζυγό του να έχει επαφή με την οικογένειά της, προσθέτοντας πως “η Τζεβριέ δεν ήταν αποκλεισμένη στο σπίτι, ήταν ελεύθερη και δούλευε στο Πολυκοινωνικό του δήμου Αλεξανδρούπολης”. Στις ερωτήσεις που δέχτηκε για ποιον λόγο δεν είπε ποτέ στους γιατρούς του νοσοκομείου, ούτε στο πλήρωμα του ΕΚΑΒ ότι ο τραυματισμός της γυναίκας του ήταν αποτέλεσμα ξυλοδαρμού, απάντησε ότι “ήταν σοκαρισμένος”. Όταν ερωτήθηκε από τον Εισαγγελέα για ποιον λόγο δεν δήλωσε επίσημα ότι είναι εξαρτημένο άτομο, απάντησε πως “εάν πήγαινε να του γράψουν ψυχοφάρμακα, θα έχανε τη δουλειά του από τον δήμο, όπου εργάζεται εδώ και τέσσερα χρόνια, στις υπηρεσίες καθαριότητας”.
Μετά την 50λεπτη απολογία του, το δικαστήριο διέκοψε για να δοθεί χρόνος να καταλήξει στην πρότασή του ο Εισαγγελέας, ο οποίος διέκρινε “δόλο” στις πράξεις και τις ενέργειες του 32χρονου, ξεκαθαρίζοντας ότι η κρίση του αυτή δεν επηρεάζεται από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Τόνισε ότι τα πραγματικά περιστατικά δείχνουν ότι ήταν σε θέση να αντιληφθεί το αποτέλεσμα της πράξης του και ότι “δεν ήταν μόνο λεκτικά τα επεισόδια που είχε το ανδρόγυνο, αλλά ο σύζυγος είχε τη συνήθεια να χτυπάει τη γυναίκα του, και μάλιστα για ασήμαντες αφορμές”. Για την ώρα του περιστατικού σημείωσε ότι “και αυτό συνέβη από μία ασήμαντη αφορμή, ο σύζυγος προσβλήθηκε, αντέδρασε, εκμεταλλεύτηκε την απουσία των παιδιών και του πατέρα του και συνέχισε τον καυγά, άρχισε να χτυπά τη σύζυγό του με χέρια και πόδια…, παραδέχτηκε ότι τη χτυπούσε για 1-2 λεπτά και από το χτύπημα στο συκώτι επήλθε ο θάνατος….Της επιτέθηκε με μένος, τη χτύπησε πολλαπλά και προσπάθησε να δώσει μία άλλη εικόνα για ό,τι συνέβη. Να μην ξεγελαστούμε από τα δάκρυα, είχε έλεγχο της συμπεριφοράς και των πράξεών του…Ήταν μία επίδειξη ειδεχθούς συμπεριφοράς και για την πράξη του πρέπει να τιμωρηθεί”.
Ακολούθησαν οι αγορεύσεις των συνηγόρων, με την δικηγόρο της οικογένειας της Τζεβριέ, Ανθούλα Ανάσογλου να θυμίζει ότι πρόκειται για μία από τις πολλές γυναικοκτονίες που συνέβησαν όλο το προηγούμενο διάστημα. “Ήθελε να τη σκοτώσει και δεν τον ενδιέφερε τίποτα, γιατί θεωρούσε τη Τζεβριέ κτήμα του”, είπε χαρακτηριστικά η κα Ανάσογλου. Υποστήριξε επίσης πως “η αγωνία του συζύγου ήταν μην πει κανείς την αλήθεια” και πως “οι προσπάθειες ανάνηψης που έγιναν από τον κατηγορούμενο πριν κληθεί με μεγάλη καθυστέρηση το ασθενοφόρο, είχαν στόχο να κουκουλωθεί το περιστατικό. Δεν πρόσφερε ποτέ την αλήθεια, ούτε καν στους γιατρούς, αλλά ισχυρίστηκε πτώση από σκάλα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι δεν έχει μετανιώσει για ό,τι έκανε…”
Από την πλευρά της, η συνήγορος του κατηγορούμενου, Ίλια Μαρινάκη, κινήθηκε στη γραμμή που από την αρχή ήταν το ζητούμενο της υπεράσπισης, να μετατραπεί η κατηγορία από “ανθρωποκτονία από πρόθεση” σε “θανατηφόρα σωματική βλάβη”. “Αποδοκιμάζω απόλυτα την πράξη του κατηγορούμενου”, ήταν η πρώτες λέξεις της κας Μαρινάκη, σημείωσε ότι “ζούμε στη χειρότερη εποχή για την εκδίκαση της υπόθεσης” και κάλεσε το δικαστήριο “να επικεντρωθεί στο περιστατικό και να μην παρασυρθεί από όσα μεταδίδονται από το internet και την τηλεόραση. Πρέπει αυστηρά να σταθείτε στα πραγματικά περιστατικά. Ισχυρισμού του τύπου “ήθελε να τη σκοτώσει” δεν στέκουν, αν ήθελε να σκοτώσει δε θα το είχε κάνει με μία κλωτσιά…”. Ιδιαίτερα δε στάθηκε στο γεγονός ότι η Τζεβριέ δούλευε στο Πολυκοινωνικό, ανάμεσα σε κοινωνικούς λειτουργούς, και συμπλήρωσε πως “εάν ήταν τόσο φοβισμένη και κακοποιημένη, θα είχε ζητήσει βοήθεια…”. Υποστήριξε επίσης πως “τα μέσα ενημέρωσης έχουν επιβάλει μία εικόνα για τον κατηγορούμενο, η οποία δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και επανέλαβε ότι “από πουθενά δεν βγαίνει πρόθεση για δολοφονία”.
Μετά τις 6 το απόγευμα το δικαστήριο διέκοψε ξανά για να βγάλει απόφαση, και λίγο πριν τις 7 μ.μ. ανακοινώθηκε η ποινή των ισοβίων και ακολούθησε η απόφαση απόρριψης των ελαφρυντικών. Στη λήξη, ο Πρόεδρος της έδρας, απευθυνόμενος στον κατηγορούμενο, είπε ότι “δεν ήταν εύκολη η απόφαση” και πρόσθεσε ότι στο Εφετείο, όπου θα προσφύγει ο συζυγοκτόνος, “η υπόθεσή του θα επαναξεταστεί”.
Να σημειωθεί ότι από νωρίς το πρωί, πριν την έναρξη της δίκης, έξω από το δικαστικό μέγαρο αναρτήθηκε πανό από γυναίκες, με το μήνυμα “Πες το με το όνομά του, είναι γυναικοκτονία”.
Ανθούλα Ανάσογλου:
“Ήταν μία δίκαιη απόφαση. Είχαμε μία επίθεση από την υπεράσπιση και ακόμη και σήμερα δεν ακούστηκε η αλήθεια”, δήλωσε μετά το τέλος της δίκης η δικηγόρος της οικογένειας της Τζεβριέ, Ανθούλα Ανάσογλου. Η ίδια εξέφρασε το παράπονο ότι “η ανάκριση για την υπόθεση έλαβε πρόωρα τέλος, οπότε ο αγώνας μας ήταν δύσκολος. Υπήρχαν στοιχεία που-θέλω να πιστεύω-λόγω χρόνου δεν συνεισφέρθηκαν. Συνεισφέρθηκαν όμως από την πολιτική αγωγή. Οι γιατροί, προσωπικό του νοσοκομείου, το ΕΚΑΒ, δεν κλήθηκαν ποτέ στην ανάκριση. Δε γίνεται να χειριζόμαστε ανακρίσεις για γυναικοκτονίες και να μην καλούνται μάρτυρες. Για ποιον λόγο; Μήπως επειδή το κορίτσι ήταν της μειονότητας; Είναι ξεκάθαρο και είναι απαράδεκτο! Θέλω να πιστεύω ότι η απόφαση δικαιώνει το κορίτσι και τους ανθρώπους του μαχαλά που δεν δέρνουν τις γυναίκες τους. Νιώθω δικαίωση και αγάπη για την οικογένεια, που μπορεί να μην ξαναδεί την κόρη της, αλλά ξέρει ότι τις γυναίκες δεν τις δέρνουμε και δεν τις σκοτώνουμε…”.
Από την πλευρά του, ο πατέρας της Τζεβριέ, εξέφρασε τις ευχαριστίες τους προς όλους όσοι συμπαραστάθηκαν στην οικογένεια,η οποία, όπως είπε, συνεχίζει να ζει υπό τη σκιά της απώλειας της Τζεβριέ.
Ίλια Μαρινάκη
Η συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορούμενου, Ίλια Μαρινάκη, απέφυγε να κάνει σχόλιο για την απόφαση του δικαστηρίου, περιορίστηκε μόνο να παρατηρήσει ότι ήταν “με πλειοψηφία” και εκτίμησε ότι η υπόθεση θα πάει καλύτερα στο Εφετείο. Σημείωσε επίσης πως “η περιρρέουσα ατμόσφαιρα μας επηρεάζει όλους και αυτό είναι αλήθεια. Όταν υπάρχουν τόσες γυναικοκτονίες και τόση βία, είναι λογικό να υπάρχουν πολύ αυστηρές αποφάσεις”, κατέληξε στη δήλωσή της η κα. Μαρινάκη.
Πηγή: ΕΡΤ Ορεστιάδας