Στον εκσυγχρονισμό του θεσμικού πλαισίου αναφορικά με τους καθαρισμούς από τα φερτά υλικά και τις αμμοληψίες επί των υδατορεμάτων, που αποτελεί ζήτημα αιχμής για την αντιπλημμυρική προστασία της Ροδόπης, αποσκοπεί σχετική παρέμβαση του Αντιπεριφερειάρχη Ροδόπης Νικόλαου Τσαλικίδη στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Η ανάγκη αναθεώρησης και εξαρχής σχεδιασμού του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου που αφορά στα υδατορέματα, τέθηκε από τον Αντιπεριφερειάρχη Ροδόπης στο πλαίσιο συνάντησης με τον Γενικό Γραμματέα Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων κ. Κωνσταντίνο Αραβώση, τον Οκτώβριο 2020.
Η πρωτοβουλία αυτή βασίστηκε στην πρόταση που έγινε για το ίδιο θέμα το 2017, από τη Δ/νση Περιβάλλοντος και Χωρικού Σχεδιασμού Α.Μ.-Θ. της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας – Θράκης (έγγραφο με αρ. πρωτ. οικ. 492/10-02-2017) προς το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας και η οποία πρόταση δεν έτυχε κατ΄αρχήν της δέουσας προσοχής.
Την συγκεκριμένη πρόταση που συγκροτήθηκε στα πλαίσια της ανάγκης για την λήψη μέτρων και την ανάληψη πρωτοβουλιών για την αντιπλημμυρική θωράκιση της περιοχής μας, αλλά και της υπόλοιπης χώρας, έχει απασχολήσει ειδικότερα η αντιμετώπιση των κινδύνων που εγκυμονούν από τον μη καθαρισμό της κοίτης των υδατορεμάτων από φερτά υλικά ή άλλα εμπόδια που δυσκολεύουν την ελεύθερη απορροή των υδάτων τους.
Η άποψη, που διαμορφώθηκε από την εμπειρία στα ζητήματα που άπτονται των έργων απομάκρυνσης των προσχώσεων και αμμοληψιών επί των υδατορεμάτων, είναι πως παρατηρείται πολύ μεγάλο πρόβλημα αναφορικά με τον καθαρισμό από τα φερτά υλικά των υδατορεμάτων (που επιτείνεται από τις σημερινές δυσμενείς οικονομικές συγκυρίες και τις ανεπαρκείς πιστώσεις για την εκτέλεση δημόσιων έργων) και επομένως με την πάροδο του χρόνου αναμένεται ότι θα αυξάνονται και οι κίνδυνοι που εγκυμονούν από τον μη καθαρισμό της κοίτης (από φερτά υλικά ή άλλα εμπόδια που δυσκολεύουν την ελεύθερη απορροή των υδάτων τους). Και αν στο απώτερο παρελθόν αυτή η διαδικασία της πλημμύρισης και της εκτροπής των υδατορεμάτων αποτελούσε μια φυσική διεργασία που έχει εν πολλοίς διαμορφώσει το σημερινό ανάγλυφο, σήμερα με τους μόνιμους οικισμούς, τις καλλιεργούμενες εκτάσεις και τα εγγειοβελτιωτικά έργα επί αυτών, τις μόνιμες εγκαταστάσεις, κατασκευές και επιχειρήσεις, αυτή η φυσική διεργασία δεν μπορεί να αφεθεί να δρα ανεξέλεγκτη και είναι πλέον ανάγκη να λαμβάνονται εκείνα τα προληπτικά μέτρα και να εκτελούνται εκείνα τα αναγκαία έργα ώστε να προλαμβάνονται ή έστω να αντιμετωπίζονται οι καταστροφικές συνέπειες της στις ανωτέρω μόνιμες ανθρώπινες υποδομές και επενδύσεις.
Απαιτείται λοιπόν όχι μόνο η πρόληψη των συνεπειών (βλάβες) στα έργα διευθέτησης, εάν υπάρχουν, είτε ενδεχομένως (εξαιτίας της εκτροπής των υδάτων τους από τη φυσική τους κοίτη) και για τους κινδύνους για ανθρώπινες ζωές, περιουσίες ή για το φυσικό περιβάλλον. Αλλά επίσης και η εξασφάλιση αδρανών υλικών, ώστε με την απόληψη τέτοιων υλικών από τις κοίτες των ποταμών και των ρεμάτων, στα πλαίσια εργασιών απομάκρυνσης και καθαρισμού (των φερτών υλών τους) ή αμμοληψιών και η κάλυψη μέρους των αναγκών σε αδρανή υλικά από την πηγή αυτή, για να υπάρξει μικρότερη ανάγκη για την δημιουργία λατομείων αδρανών υλικών, των οποίων το οικολογικό αποτύπωμα είναι πολύ υψηλό εξαιτίας και των πολλών ανενεργών και μη αποκαταστημένων λατομείων αυτού του τύπου.
Για το λόγο αυτό καθίσταται επιβεβλημένη η αναθεώρηση και εξ αρχής σχεδιασμός πάνω στο νομοθετικό πλαίσιο για το θέμα (Ν. 1219/38) αυτό και ο οποίος θα μπορούσε να συμπεριλάβει και την υλοποίηση των αναγκαίων έργων καθαρισμού από την Περιφέρεια, τους Δήμους αλλά και από τους ιδιώτες ακόμα με αντάλλαγμα/ανταμοιβή την ιδιοποίηση των προκυπτόντων υλικών καθαρισμού (αμμοχάλικα) εφαρμόζοντας όμως σε κάθε περίπτωση τους κανόνες διαφάνειας και χρηστής διοίκησης, και χωρίς κόστος για το δημόσιο.
Η καινοτομία της πρότασης με την δυνητική εμπλοκή της Περιφέρειας, των Δήμων και των ιδιωτών κατά την εκτέλεση των έργων καθαρισμού (άρσης προσχώσεων) των υδατορεμάτων, βασίστηκε στα έως σήμερα δεδομένα, όπου κατά την εκτέλεση των έργων αυτών (άρση προσχώσεων), τα υλικά που προκύπτουν από τα εν λόγω έργα, ως δημόσια περιουσία τα διαχειρίζεται η οικεία Κτηματική Υπηρεσία, και όπου το κόστος εκτέλεσης των έργων αυτών είναι κατά πολύ υψηλότερο από το τίμημα που επιτυγχάνεται από την εκποίηση των προκυπτόντων υλικών, ενώ εξάλλου και η όλη διαδικασία της εκποίησης έχει επιπλέον οικονομικά και γραφειοκρατικά βάρη υλοποίησης.
Καταληκτικά, αξίζει να σημειωθεί ότι η παρέμβαση του Αντιπεριφερειάρχη έτυχε θετικής αποδοχής από τον Γενικό Γραμματέα Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων του ΥΠΕΝ κ.Αραβώση, ο οποίος δεσμεύτηκε να την προωθήσει ώστε να τύχει επεξεργασίας από τις αρμόδιες υπηρεσίες του ΥΠΕΝ, αλλά και συναρμόδιων Υπουργείων. Ευελπιστούμε ότι η πρόταση θα αποτελέσει τη βάση για ένα νέο θεσμικό καθεστώς για τα ζητήματα αυτά, δηλαδή να τύχει της δέουσας επεξεργασίας για να καταστεί νόμος του κράτους και θα συμβάλει θετικά στην υλοποίηση έργων αντιπλημμυρικής θωράκισης της περιοχής μας.