Iκανοποίηση επικρατεί στην Αγκυρα για το σημείο που βρίσκονται σήμερα οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, μετά την κρίση του 2020, και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αποκαλύπτει πως μετά τη συνάντησή του με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, κατά την άποψή του ξεκινάει μια νέα εποχή συνεννόησης στις δύο όχθες του Αιγαίου.
Αναλυτές εκτιμούν πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης και o Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχοντας μαζί τους μόνο τους συμβούλους τους και όχι τους υπουργούς Εξωτερικών, έδειξαν πως θέλουν να αναλάβουν οι ίδιοι την πολιτική πρωτοβουλία των εξελίξεων, καθώς οι προσπάθειες που έγιναν μέχρι σήμερα από άλλους φαίνεται πως δεν έφεραν τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Σε δηλώσεις του προς τους Τούρκους δημοσιογράφους, ο κ. Ερντογάν αποκάλυψε και μια σημαντική λεπτομέρεια, πως ο εκπρόσωπος και σύμβουλός του Ιμπραχίμ Καλίν δεν ήταν στην αίθουσα για απλή διερμηνεία όπως κάποιοι θέλησαν να παρουσιάσουν, αλλά αντιθέτως μαζί με την κ. Ελένη Σουρανή, από εδώ και πέρα θα καθορίζουν τα επόμενα βήματα των ελληνοτουρκικών σχέσεων και την επαφή μεταξύ των δύο ηγετών.
Ο κ. Ερντογάν στο ταξίδι της επιστροφής από το Αζερμπαϊτζάν δήλωσε προς τους δημοσιογράφους: «Συναντηθήκαμε με τον Μητσοτάκη του είπα “όπως και σήμερα ας μη βάλουμε μεταξύ μας τρίτα πρόσωπα, οργανισμούς και κράτη. Αν θα κάνουμε κάτι, να το κάνουμε μαζί. Η δική σου ειδική απεσταλμένη, με τον δικό μου ειδικό απεσταλμένο, ας συναντηθούν και ας μας ενημερώσουν. Και μετά να συναντηθούμε εμείς. Και να κάνουμε τα ανάλογα βήματα”. Το σημαντικότερο θέμα που συμφωνήσαμε ήταν αυτό. Αν θέλει o Θεός, με την Ελλάδα θα συνεννοούμαστε όχι μέσω άλλων κρατών, οργανισμών αλλά μέσω του ειδικού απεσταλμένου μου, Ιμπραχίμ Καλίν, και της ειδικής απεσταλμένης του κ. Ελένη (σ.σ. Σουρανή) και θα κάνουμε τα βήματά μας. Η συνάντησή μας με τον Μητσοτάκη, γι’ αυτούς ήταν ευχάριστο γεγονός. Είναι σημαντικό. Καλή ήταν. Ηταν καλή συνάντηση. Εύχομαι και από εδώ και πέρα να πάει καλά».
Εντύπωση προκάλεσε πως ο κ. Ερντογάν στις δηλώσεις του δεν έκανε καμία αναφορά στον Μεβλούτ Τσαβούσογλου όπως και στον Νίκο Δένδια, αλλά ούτε και στους υπουργούς Αμυνας των δύο χωρών.
Οι διαφορές των δύο χωρών στο Αιγαίο, στην Ανατολική Μεσόγειο, στην Κύπρο και σε πολλά άλλα ζητήματα παραμένουν και ούτε έχει διαπιστωθεί κάποια ιδιαίτερη σύγκλιση. Ωστόσο η αποκλιμάκωση και η επανέναρξη του διαλόγου θεωρείται πως έχουν φέρει σταθερότητα, την οποία και οι δύο ηγέτες θεωρούν χρήσιμη. Μια σημαντική λεπτομέρεια από τις δηλώσεις του προέδρου της Τουρκίας, είναι πως ενώ ρωτήθηκε για την παρουσία της Τουρκίας στη Λιβύη, αλλά και για την επίσκεψη πολλών υπουργών του στην Τρίπολη, σε αντίθεση με το παρελθόν δεν έκανε καμία αναφορά στο τουρκολιβυκό μνημόνιο, απλώς μίλησε για ενδυνάμωση των σχέσεων με τη Λιβύη, προσθέτοντας ότι «εξετάζουμε τις μεταξύ μας συμφωνίες».
Αλλαγή πλεύσης
Πάντως, η συνάντηση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν με τον Τζο Μπάιντεν, στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, αλλά και οι συνομιλίες που είχε με τον Εμανουέλ Μακρόν, την Αγκελα Μέρκελ, τον Μπόρις Τζόνσον και τον Κυριάκο Μητσοτάκη, όπως και τα θετικά μηνύματα που έστειλε σχετικά με τις επαφές του, θεωρούνται δείγματα της αλλαγής της εξωτερικής πολιτικής που επιχειρεί ο Τούρκος πρόεδρος για τη χώρα του.
Θεωρείται πως λήγει το δόγμα της «στρατηγικής αυτονομίας» της εξωτερικής πολιτικής που είχε ως στόχο μόνο την εσωτερική ασφάλεια και τη μονόπλευρη ανάγνωση των γεγονότων. Αυτό το δόγμα προέβλεπε πως οι ΗΠΑ και η Δύση χάνουν την παλιά ισχύ, και έψαχνε θέση για την Τουρκία στον «νέο κόσμο» που κάποιοι στη χώρα υποστηρίζουν πως διαμορφώνεται.
«Με τη συνάντηση Ερντογάν – Mπάιντεν διαπιστώθηκε πως η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας θα πρέπει να οικοδομηθεί από την αρχή. Τελείωσε η εποχή της “στρατηγικής αυτονομίας”», υποστηρίζει ο αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Sabanci Φουάτ Κεϊμάν σε άρθρο του στην εφημερίδα Karar. Γενική εντύπωση των πολιτικών αναλυτών είναι πως τα θέματα τα έθεσε ο πρόεδρος των ΗΠΑ και όχι ο πρόεδρος της Τουρκίας. Μέχρι και για το ζήτημα των γεγονότων του 1915 που οι ΗΠΑ αναγνώρισαν ως «Γενοκτονία», ο κ. Ερντογάν δήλωσε «Δόξα τω Θεώ, δεν τέθηκε το ζήτημα αυτό».
Και άλλα ζητήματα, όπως η ενόχληση της Αγκυρας για τη στήριξη που παρέχει η Ουάσιγκτον στους Κούρδους της Συρίας, δεν ήταν τα βασικά θέματα της συνάντησης Μπάιντεν – Eρντογάν. «Ο Μπάιντεν πήρε αυτό που ήθελε. Επίσης, στις σχέσεις Μπάιντεν – Ερντογάν άλλαξε ο τρόπος επαφών. Σε αντίθεση με την επαφή μεταξύ ηγετών, τώρα πια θα ενταθούν οι επαφές μεταξύ των υπουργών. Ομως στο θέμα των S-400 ουσιαστικά δόθηκε το μήνυμα πως στη βάση του παγώματος της λειτουργίας τους δεν θα ενεργοποιηθούν», αναφέρει ο κ. Κεϊμάν.
Ο πολιτικός αναλυτής της εφημερίδας Cumhuriyet Μπαρίς Ντόστερ σε άρθρο του τονίζει πως η συνάντηση Μπάιντεν – Eρντογάν είχε διάρκεια 40 λεπτών και ουσιαστικά, όπως υποστηρίζει, με διερμηνεία έμειναν 20-25 λεπτά. «Πολλά θέματα έμειναν έξω από τη συζήτηση, πώς αλλιώς θα μπορούσαν να προλάβουν όταν υπήρχαν τα θέματα των F-35, των S-400, οι κυρώσεις CAATSΑ, η υποστήριξη των ΗΠΑ σε Ελλάδα, Κύπρο και Κούρδους της Συρίας, η δίκη της Halbank κ.λπ.», υποστηρίζει.
Η «απομόνωση» και η Αθήνα
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο ταξίδι της επιστροφής του από το Αζερμπαϊτζάν υποστήριξε ότι είπε στον πρόεδρο των ΗΠΑ πως «στο ζήτημα των F-35 και σε εκείνο των S-400 να μην περιμένετε να κάνουμε διαφορετικά βήματα. Διότι εμείς τηρήσαμε όλες τις υποχρεώσεις μας για τα F-35 όπως και για τις πληρωμές μας. Όσο για τους S-400, ζητήσαμε από εσάς Πάτριοτ και δεν μας τους δώσατε και αποσύρατε όσους είχατε στις βάσεις. Τι να κάναμε; Όμως πρέπει να παρακολουθήσουμε στενά το ζήτημα. Οι υπουργοί μας θα συνεχίσουν να παρακολουθούν τη διαδικασία».
Η άποψη του κ. Ερντογάν, πάντως, θεωρείται πως «παγώνει» την άμεση ενεργοποίηση των S-400 μέχρι η Αγκυρα να βρει τρόπο απεμπλοκής για το ζήτημα αυτό.
Στην Τουρκία, πολλοί αναλυτές εκτιμούν πως η Ελλάδα είχε διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην απομόνωση της Τουρκίας καθώς η κρίση του προσφυγικού στον Εβρο και στην Ανατολική Μεσόγειο με το «Ορούτς Ρέις» είχαν ξυπνήσει πολλά αντανακλαστικά, των Ευρωπαίων αλλά και των Αμερικανών. Θεωρούν πως η εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων μπορεί να βοηθήσει στην επαναπροσέγγιση που επιχειρεί η Τουρκία με τις Βρυξέλλες και την Ουάσιγκτον, και τονίζουν πως η συμπεριφορά απέναντι στην Αθήνα ενδέχεται να παίξει σημαντικό ρόλο για τις μελλοντικές εξελίξεις.
Πηγή: kathimerini.gr