Βλέννη παρατηρήθηκε σε ακτές του Βορείου Αιγαίου, μεταξύ Απριλίου και Μαΐου, δηλαδή σε Καβάλα, Σαμοθράκη, Λήμνο, Θάσο, αλλά και Αλεξανδρούπολη σύμφωνα με την Καλλιόπη Πάγκου, διευθύντρια ερευνών στο Ινστιτούτο Ωκεανογραφίας του «Ελληνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών» (ΕΛΚΕΘΕ).
Εδώ και μερικές ημέρες, ολοένα και περισσότερα δημοσιεύματα από τον διεθνή τύπο κάνουν λόγο για το συναγερμό που έχει προκαλέσει στην Τουρκία η επέκταση της «θαλάσσιας βλέννας», πάχους σύμφωνα με τους Τούρκους επιστήμονες 15 μέτρων, η οποία σκεπάζει τη Θάλασσα του Μαρμαρά, σα ένα παχύ λευκό σεντόνι. Στην πραγματικότητα, το φαινόμενο είναι υπαρκτό και έντονο εδώ και καιρό.
Στις 4 Μαΐου, η τουρκική εφημερίδα Daily Sabbah έγραφε: « Η θαλάσσια ρύπανση που έχει προκαλέσει τη βλέννη στον Μαρμαρά, τώρα εκτός από τη θαλάσσια ζωή και την αλιευτική μας βιομηχανία απειλεί και την τουριστική βιομηχανία της Τουρκίας. Οι ειδικοί καλούν τις δημοτικές αρχές της Κωνσταντινούπολης αλλά και την κυβέρνηση να λάβουν έκτακτα μέτρα. Τα οικιακά και τα υπόλοιπα απορρίμματα που απελευθερώνονται στη θάλασσα χωρίς επεξεργασία αυξάνουν το φορτίο αζώτου και φωσφόρου του θαλασσινού νερού».
Σύμφωνα με τους ειδικούς που μιλούν στο newsit.gr, η Ελλάδα αντιμετωπίζει επίσης το φαινόμενο εδώ και κάποιους μήνες, σε σαφώς μικρότερο βέβαια βαθμό.
«Μεταξύ Απριλίου και Μαΐου, βλέννη παρατηρήθηκε σε ακτές στο Βόρειο Αιγαίο, δηλαδή σε Καβάλα, Σαμοθράκη, Λήμνο, Θάσο, στον κόλπο του Μούδρου, στο Στρυμονικό κόλπο στη Χαλκιδική, στην Αλεξανδρούπολη, μέχρι και στο Θερμαϊκό» μας λέει η Καλλιόπη Πάγκου, διευθύντρια ερευνών στο Ινστιτούτο Ωκεανογραφιας του «Ελληνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών» (ΕΛΚΕΘΕ). Όπως συνεχίζει να μας εξηγεί: «τη βλέννη, την παρατήρησαν πρώτα οι ψαράδες, μιας και το βάρος της δημιούργησε προβλήματα στα δίχτυα τους. Καθώς πέρασαν οι μέρες, η βλέννη στις προαναφερθείσες περιοχές ‘έσπασε’ και έπεσε στο βυθό και πια διαλύεται. Πρόκειται για ένα φυσικό αλλά ακραίο φαινόμενο, μια διαταραχή του οικοσυστήματος».
Εγχώρια η βλέννη στις βόρειες ακτές της Ελλάδας
Ο Σωτήρης Ορφανίδης, διευθυντής ερευνών στο ΙΝΑΛΕ (Ινστιτούτο Αλιευτικής Έρευνας) εξηγεί στο newsit.gr πως η βλέννη που έκανε την εμφάνιση της στις βόρειες ακτές του Αιγαίου ήταν …δικής μας παραγωγής, με το φαινόμενο μάλιστα να κρατά φέτος για πολλούς μήνες. «Δεν πρόκειται για βλέννη που ‘πέρασε’ από τον Μαρμαρά. Την αντιμετωπίζουμε και εμείς πολλά χρόνια τώρα. Η διαφορά είναι ότι η βλέννη του Μαρμαρά είναι αποτέλεσμα ανθρωπογενούς παρέμβασης και συγκεκριμένα ανεπαρκούς επεξεργασίας των λυμάτων τα οποία καταλήγουν στη θάλασσα.
Στα καθ ημάς, δε σχετίζεται τόσο με κακή διαχείριση των λυμάτων όσο με την άνοδο της θερμοκρασίας, της υπερθέρμανσης δηλαδή, που παρατηρείται και στις ελληνικές θάλασσες στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής Φέτος, στο Βόρειο Αιγαίο το φαινόμενο διήρκησε από τα μέσα Φεβρουαρίου ως και τα μέσα Μαΐου, ένα μεγάλο χρονικό διάστημα σε σχέση με τα φυσιολογικό. Το φαινόμενο είναι δυναμικό και πολυπαραγοντικό και από αυτή την άποψη όλο το Βόρειο Αιγαίο αντιμετωπίζει όσο περνούν τα χρόνια με μεγαλύτερη ένταση αυτό το ζήτημα. Οι παρατεταμένες περίοδοι άπνοιας και ηλιοφάνειας μέσα στην καρδιά του χειμώνα, ‘στρεσάρουν’ ολοένα και περισσότερο τη θάλασσα, η οποία αντιδρά με αυτό τον τρόπο».
Πως δημιουργείται η βλέννη και πως αντιμετωπίζεται
Για το πως προκαλείται αυτή η βλέννη αλλά και για το μηχανισμό της δράση της μας μίλησε περαιτέρω ο Νίκος Χαραλαμπίδης, διευθυντής του ελληνικού γραφείου της Greenpeace. Όπως μας εξήγησε: «αυτό που συμβαίνει στον Μαρμαρά είναι μια κλασική περίπτωση του φαινομένου του ευτροφισμού, το οποίο παρατηρείται συχνά σε κλειστούς κόλπους, εκεί δηλαδή όπου συσσωρεύεται άφθονο οργανικό φορτίο. Κάποιες φορές η αιτία/πηγή του ευτροφισμού είναι ένα αποχετευτικό σύστημα που καταλήγει στον κόλπο κι άλλες φορές είναι τα νερά από ‘ξεπλύματα’ καλλιεργειών σε χωράφια, νερά πλούσια σε λιπάσματα. Αυτά έχουν υψηλή συγκέντρωση σε νιτρικά και φωσφορικά άλατα.
Σε έναν κλειστό κόλπο, με χαμηλό ρυθμό ανανέωσης των υδάτων, οι μικροοργανισμοί που βρίσκονται εκεί, συνήθως πλαγκτόν, αναπτύσσονται ανεξέλεγκτα καταναλώνοντας ως τροφή τα παραπάνω λύματα. Στην ουσία έχουμε μια έκρηξη πολλαπλασιασμού των μικροοργανισμών. Σταδιακά, η θερμοκρασία της θάλασσας αρχίζει να ανεβαίνει επικίνδυνα, με αποτέλεσμα η θαλάσσια αυτή περιοχή να νεκρώνει. Οι φυτικοί αυτοί μικροοργανισμοί ανταγωνίζονται όλη την υπόλοιπη θαλάσσια ζωή αφού χρησιμοποιούν όλο το διαθέσιμο οξυγόνο, με αποτέλεσμα οι υπόλοιποι οργανισμοί να πεθαίνουν. Στο τέλος πεθαίνουν και αυτοί οι ίδιοι οι μικροοργανισμοί μιας και γίνονται τοξικοί για τον εαυτό τους».
Όπως εξηγεί ο κος Χαραλαμπίδης, αν τα λύματα ρυθμιστούν σταδιακά η περιοχή επανέρχεται. «Να σημειώσω ότι ανάλογα προβλήματα είχαμε και εμείς στο παρελθόν, ειδικά στον Σαρωνικό κόλπο πριν δημιουργηθεί η Ψυττάλεια, όταν τα αποχευτικά λύματα της Αττικής έπεφταν μέσα στη θάλασσα. Στις εκβολές του Πηνειού είχαμε επίσης συχνά τέτοια φαινόμενα ενώ το έχουμε δει ακόμα και στον Παγασητικό κόλπο, στον Βόλο. Πάντως, τα ψάρια σε αυτό το περιβάλλον είτε πεθαίνουν είτε φεύγουν. Αν εκλύονται τοξίνες δεν φτάνουν σε εμάς μέσω τροφικής αλυσίδας».
Η κα Πάγκου πάντως σημειώνει πως σε κάθε περίπτωση, κανείς δεν θα έπρεπε να επιχειρήσει να κολυμπήσει παρουσία μιας τέτοιας βλέννης, μιας και σε ανθρώπους με ευαίσθητη επιδερμίδα η βλέννη μπορεί προκαλέσει δερματολογικά προβλήματα ή αλλεργίες.
Και πως αντιμετωπίζεται τελικά μια τόσο εκτεταμένη και παχύρευστη βλέννη σαν αυτή που σκεπάζει τώρα τη θάλασσα του Μαρμαρά; « Σε αυτό το τόσο προχωρημένο στάδιο πρέπει πια να ελεγχθούν και να περιοριστούν οι εισροές των λυμάτων μέσα στη θάλασσα. Δεν μπορείς να…χαμηλώσεις τη θερμοκρασία των νερών που έχουν φτάσει σε αυτό το σημείο» λέει χαρακτηριστικά ο κος Χαραλαμπίδης.
Μπορεί να περάσει η βλέννη τα Δαρδανέλια;
Ο διευθυντής του ελληνικού γραφείου της Greenpeace δεν το θεωρεί και τόσο πιθανό. Όπως εξηγεί: «Η θάλασσα του Αιγαίου έχει άλλα χαρακτηριστικά από αυτήν του Μαρμαρά. Ναι, διαρρέει κάποιο οργανικό φορτίο προς το Αιγαίο αλλά τα έντονα ρεύματα που επικρατούν δεν επιτρέπουν να μας έρχονται μεγάλες ποσότητες».
Ο κος Ορφανίδης σημειώνει με τη σειρά του πως η βλέννη δεν «ταξιδεύει» και πολύ μακριά μιας και από ένα σημείο και έπειτα έχει την τάση να κατακάθεται στο βυθό δημιουργώντας του προβλήματα στο σημείο όπου βρίσκεται.
πηγή newsit.gr