Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2024

Το συγκινητικό μήνυμα του Οικουμενικού Πατριάρχη από τη Μονή της Παναγίας Σουμελά

Πανηγυρική Θεία Λειτουργία τέλεσε την Κυριακή, ανήμερα της εορτής του Δεκαπενταύγουστου και της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, από την Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Παναγίας Σουμελά, στον Πόντο, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, ενώ συλλειτούργησαν οι Μητροπολίτες Γέρων Χαλκηδόνος Εμμανουήλ και Φιλαδελφείας Μελίτων.

Το μήνυμα του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου

Στο κήρυγμά του ο Προκαθήμενος της Ορθοδοξίας τόνισε:

«Θαυμάζοντες τα μεγαλεία της σημερινής Θεομητορικής εορτής, ο ιερός υμνογράφος της Εκκλησίας αναφωνεί “Νενίκηνται της φύσεως οι όροι εν σοι, Παρθένε άχραντε”. Πράγματι, “τάφος και νέκρωσις ουκ εκράτησε” το πανάχραντον και ζωαρχικόν της Θεοτόκου σκήνος, διό και ήδη ευρίσκεται εις τους ουρανούς, προτυπούν την κοινήν ανάστασιν πάντων των ανθρώπων και εκπληρούν την προφητείαν του προφητάνακτος Δαβίδ “παρέστη η βασίλισσα εκ δεξιών σου εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη, πεποικιλμένη”. Θαυμάζοντες τα μεγαλεία της Θεομήτορος, συνήλθομεν και ημείς όπως τότε οι θεοφόροι και θεοκήρυκες Απόστολοι, εις το παλαίφατον αυτής κατοικητήριον τούτο, την Ιεράν Πατριαρχικήν και Σταυροπηγιακήν Μονήν Παναγίας Σουμελιωτίσσης, διά να προσκυνήσωμεν “το θεοδόχον και ακραιφνέστατον σώμα” αυτής. Ανήλθομεν εις το όρος Μελά, το όρος της Παναγίας, εκπληρούντες, μετά των απανταχού Ποντίων, την καρδιακήν ημών υπόσχεσιν, όπως πανηγυρίζωμεν Αυτήν κατ’ έτος εις τον ιερόν τούτον βράχον, εις το στενόν και εν ταυτώ ευρύχωρον παλάτιον αυτής, αδοντες και ψάλλοντες “την σην δοξάζουσι Κοίμησιν, Εξουσίαι Θρόνοι, Αρχαί Κυριότητες, Δυνάμεις και Χερουβίμ και τα φρικτά Σεραφείμ”, διακόπτοντες ούτω την υμνολογικήν και λατρευτικήν σιωπήν του παρελθόντος ενιαυτού. Και ιδού, παρά την δοκιμασίαν της πανδημίας και τους εξ αυτής επιβληθέντας εκασταχού περιορισμούς, η Παναγία υποδέχεται σήμερον, “πεποικιλμένη τη θεία δόξη”, τους ευλαβείς προσκυνητάς εξ Ελλάδος και Κύπρου, Ρωσίας και Γεωργίας, Ρουμανίας και Τουρκίας, Ουκρανίας και των Παραδουναβίων Χωρών και εκ των περάτων της γης, Ποντίους και φιλοποντίους. Υποδέχεται ημάς, επισκιάζουσα πάντας “τη φωτοφόρω και θεία αυτής χάριτι”, ομού μετά των κτητόρων της Ιεράς ταύτης Μονής, των ιερομονάχων Σωφρονίου και Βαρνάβα, και των μακαρίων προαπελθόντων μοναχών και ευλαβών χριστιανών Ποντίων εκ Τραπεζούντος και Κερασούντος, Σαμψούντος και Σινώπης, Ματζούκης και εκ του γειτνιάζοντος Περιστερεώτα και του Βαζελώνος. Μας υποδέχεται η Κυρία των Αγγέλων ομού μετά των Ποντίων Αγίων: Ευγενίου του Τραπεζουντίου, Φωκά επισκόπου Σινώπης, Βλασίου Επισκόπου Σεβαστείας, Αθανασίου του Αθωνίτου, γεννημένου και ανατεθραμμένου εις την Τραπεζούντα, Ελένης της παρθενομάρτυρος, Δαβίδ του Κομνηνού, Παρασκευά του νεομάρτυρος, των Αγίων Τεσσαράκοντα μαρτύρων των εν τη λίμνη Σεβαστεία μαρτυρησάντων και των επί της ταπεινής ημών Πατριαρχείας αγιοκαταταχθέντων Αγίων, Γεωργίου του Καρσλίδη και Σοφίας της διά Χριστόν σαλής. Μας υποδέχεται σήμερον η Θεοτόκος εις ευωχίαν πνευματικήν, ενούσα την γην μετά του ουρανού, διά να ακούση τον ευσεβή αυτής λαόν να τραγουδά εν σκιρτώση καρδία: Η Παναία λειτουργά, τα σήμαντρα χτυπούνε, βροντούνε τας καμπάνας, τ’ ορμάνια αντιδονούνε, σου κοσπιδί καλόερος, σην Λιβεράν τσοπάνος, σην Παναΐαν Σουμελάν, ψάλτες και τραγωδιάνος.

Σκιρτούν σήμερον εκ της χαράς και αι ψυχαί των μακαρίων και αοιδίμων Κομνηνών, Ιωάννου του Β´, Αλεξίου του Β´ και ομωνύμου αυτού Αλεξίου του Γ´, Βασιλείου του Α´ και Μανουήλ του Γ´, ομού μετά των αγγέλων και αρχαγγέλων, των οσίων και μαρτύρων της πίστεως, των ιεραρχών και πάντων των δικαίων, οίτινες αγάλλονται συμπροσευχόμεναι διά την δόξαν της Θεομήτορος. Νοερώς συμπαρίστανται και αι ψυχαί των Οθωμανών Σουλτάνων, οι οποίοι κατά καιρούς ευηργέτησαν την Ιεράν ταύτην Μονήν, μεταξύ των οποίων ο Βαγιαζήτ ο Β´, ο Σελήμ ο Α´, ο Μουράτ ο Γ´, ο Ιμπραήμ ο Α´, ο Μεχμέτ ο Δ´, ο Σουλεϊμάν ο Β’, ο Μουσταφά ο Β´ και ο Αχμέτ ο Γ´. Ούτοι, επειδή ήσαν αφοσιωμένοι εις το Κοράνιον, το οποίον αναγνωρίζει και τιμά την Παναγίαν ως Προφήτιδα, ηγάπησαν και υπεστήριξαν, ενίσχυσαν και ετίμησαν ποικιλοτρόπως την Ιεράν Μονήν και τους μοναχούς αυτής, ανανεούντες προνόμια και θέσμια υπέρ αυτής και των εν αυτή ενασκουμένων πατέρων».

Εν συνεχεία, έκανε αναφορά στην τουρκική κυβέρνηση η οποία «ακολουθεί το φιλειρηνικόν και ενωτικόν παράδειγμα των προμνημονευθέντων σουλτάνων της Οθωμανικής περιόδου», γι’ αυτό και προέβη στη ριζική ανακαίνιση και στερέωση «του σκηνώματος τούτου» και «ημείς ελάβομεν την ευγενή άδειαν εξ αυτής και, κατόπιν συνεργασίας μετά των εντίμων τοπικών αρχών, εορτάζομεν την πάνσεπτόν Κοίμησιν της Παναγίας εις το ιστορικόν αυτής Μοναστήριον».

Επ’ αυτού, χαρακτηριστικά ανέφερε:

«Εκφράζομεν ευγμωνοσύνην και ευχαριστίαν εις την τουρκικήν κυβέρνησιν διά την φιλόφρονα συμπαράστασιν και κατανόησιν να τελέσωμεν εδώ, εις το παλαίφατον προπύργιον της Υπεραγίας Θεοτόκου, την Θείαν Λειτουργίαν, διαβεβαιούμεθα δε και τους άρχοντας και τον επιτόπιον πληθυσμόν ότι παριστάμεθα σήμερον εν μέσω αυτών, ως πρέσβεις και άγγελοι ειρήνης και αλληλεγγύης, πλήρεις αισθημάτων αγάπης και φιλίας».

Ακολούθως, ο Παναγιώτατος υπογράμμισε, μεταξύ άλλων:

«Ο θάνατος της Παναγίας δεν ηκολούθησε τους όρους της φύσεως και την φθοράν των ανθρωπίνων πραγμάτων. Η Παναγία διά της Κοιμήσεώς της “μετέστη προς την ζωήν” ως “μήτηρ υπάρχουσα της ζωής”, νικώσα τους όρους της φύσεως. Διό και δεν προσήλθομεν ενταύθα διά να κηδεύσωμεν, ουτέ διά να κλαύσωμεν και να θρηνήσωμεν διά την απώλειαν της Μητρός όλων των χριστιανών, αλλά διά να τιμήσωμεν αυτήν και να επιβεβαιώσωμεν το θαύμα‧ να προσκυνήσωμεν την θεομητορικήν χάριν με πολλήν ευλάβειαν και πίστιν. Και παραλλήλως, να μνημονεύσωμεν τους πατέρας ημών προ του ξεριζωμού και να καμαρώσωμεν τις ομορφιές του Πόντου, τα πανύψηλα βουνά, τα γραφικά χωρία, τα λυγερόκορμα δένδρα, την πυκνήν βλάστησιν, τους ηπίους γκρεμούς, τις κατάφυτες ρεματιές, τα ειρηνικά ρυάκια και τα απομεινάρια των παλαιών ρωμαίικων σπιτιών και σχολείων, Εκκλησιών και κοιμητηρίων.

Περαίνοντες τον λόγον, απευθυνόμεθα προς τους απανταχού Ποντίους, τους παρόντας και τους απόντας, πέμποντες χαιρετίσματα από τον ιερόν τόπον της Παναγίας μας “τεμέτερον η Παναΐαν η τρανέσσαν”, και κομίζοντες την Πατριαρχικήν ημών ευλογίαν προς πάντας υμάς.

Έτη πολλά, αδελφοί και τέκνα εν Κυρίω και λοιποί παριστάμενοι φίλοι. ‘Αξιον το προσκύνημά σας εις την Παναγίαν του Πόντου και είθε ο Θεός των πατέρων ημών να μας αξιώση και του χρόνου να εορτάσωμεν την “Παναΐαν” μας, εις τον ευλογημένον τούτον τόπον του Γένους, εις την ιστορικήν αυτήν Πατριαρχικήν και Σταυροπηγιακήν Μονήν Σουμελά, επιστρέφοντες διά να ανάψωμεν την λαμπάδα της πίστεως και να προσκυνήσωμεν τα ιερά και αγιασμένα χώματα του Πόντου. Αμήν».

Θεία Λειτουργία έπειτα από έξι χρόνια σιωπής

Μετά από έξι χρόνια σιγής, λόγω εργασιών, ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος τέλεσε ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο τη Θεία Λειτουργία στη Μονή Σουμελά, στο όρος Μελά της Τραπεζούντας, στο μοναστήρι της Παναγίας.

Αυτή τη φορά, ωστόσο, δεν υπήρχε ποίμνιο για να ψάλλει μαζί με τον ποιμενάρχη το απολυτίκιο της προστάτιδας του ελληνισμού του Πόντου, καθώς τα μέτρα για τον περιορισμό του κορωνοϊού δεν επέτρεψαν την παρουσία πιστών από όλον τον κόσμο, όπως γινόταν μέχρι το 2015, όταν η μονή έκλεισε από τις τουρκικές Αρχές για εργασίες.

Για τους Έλληνες του Πόντου η Παναγία Σουμελά είναι κάτι παραπάνω από τόπος προσευχής και κατάνυξης. Κατέφευγαν εκεί για να προστατευθούν στους διωγμούς, μια και η μονή απολάμβανε κάποιων, όχι ιδιαίτερα σημαντικών, προνομίων των σουλτάνων.

Η ιστορία της

Έργο του Αποστόλου και Ευαγγελιστή Λουκά είναι σύμφωνα με την παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας που σήμερα βρίσκεται στον ομώνυμο Ιερό Ναό στο Βέρμιο. Το όνομα Σουμελά ετυμολογείται από το όρος Mελά και το ποντιακό ιδίωμα «σού», που σημαίνει «εις το», και έγινε Σουμελά «εις του Μελά».

Το 386 μ.Χ, οι Αθηναίοι μοναχοί Bαρνάβας και Σωφρόνιος ίδρυσαν το μοναστήρι στο όρος Mελά στον Πόντο, ύστερα από αποκάλυψη της Παναγίας. Εκεί, σύμφωνα με την παράδοση, είχε μεταφερθεί από αγγέλους η Ιερή Εικόνα της Παναγίας της Aθηνιώτισσας, την οποία είχε εικονογραφήσει ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Κατά καιρούς έκαναν επιδρομές στη Μονή κλέφτες και αλλόθρησκοι λόγω του πλούτου και της φήμης της. Υπάρχουν σχετικές αναφορές για θαυματουργικές επεμβάσεις της Παναγίας για τη σωτηρία του μοναστηριού.

Το 1922, εποχή που οι Έλληνες της Μικράς Ασίας και του Πόντου διώχτηκαν από τα εδάφη των προγόνων τους, οι μοναχοί έκρυψαν την εικόνα της Mεγαλόχαρης, τον σταυρό του αυτοκράτορα Mανουήλ Γ΄ Kομνηνού και το χειρόγραφο Ευαγγέλιο του Οσίου Χριστοφόρου, στο παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας. Τότε, η Ιερή Εικόνα θάφτηκε για τριάντα περίπου χρόνια στα αγιασμένα χώματα της. Ο Πολύκαρπος Ψωμιάδης, και ο Λεωνίδας Ιασονίδης, Μητροπολίτης Ξάνθης και υπουργός αντίστοιχα επί πρωθυπουργίας Ελευθερίου Βενιζέλου, ζήτησαν τη μεσολάβηση του πρωθυπουργού για την απελευθέρωση της εικόνας.

Το αίτημα εγκρίθηκε από τον τότε Τούρκο πρωθυπουργό Ισμέτ Ινονού. Ο Αρχιμανδρίτης Αμβρόσιος, από τους τελευταίους μοναχούς της μονής, ταξίδεψε στον Πόντο και έπειτα από πολλές προσπάθειες βρήκε την εικόνα, τον πολύτιμο Σταυρό με το Τίμιο Ξύλο , το χειρόγραφο Ευαγγέλιο του Οσίου Χριστόφορου που είχαν ενταφιαστεί μαζί με την εικόνα. Αμέσως τα μετέφερε στην Αθήνα ,όπου εναποτέθηκαν στο βυζαντινό μουσείο Αθηνών, έως το 1951 όπου ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη το σωματείο Παναγία Σουμελά από τον γιατρό Φίλωνα Κτενίδη.

Τον Αύγουστο του 1952, η εικόνα της Παναγίας ενθρονίστηκε επίσημα στον Ιερό Ναό που χτίστηκε προς τιμήν Της στο όρος Βέρμιο. Περίπου σαράντα χρόνια μετά, τον Αύγουστο του 1993 παραδόθηκαν από το βυζαντινό μουσείο Αθηνών ο Σταύρος και το Ευαγγέλιο του Οσίου Χριστόφορου. Η Εικόνα της Παναγίας Σουμελά, αποτελεί το σύμβολο των Ελλήνων του Πόντου οι οποίοι καταφεύγουν σε Αυτή για να τους απαλλάξει από τα προβλήματα και τις συμφορές.

Στην Μονή της Παναγίας στο Όρος Μελά του Πόντου, τον Δεκαπενταύγουστο του 2010, ακούστηκαν για πρώτη φορά ύμνοι και ικεσίες ύστερα από 88 χρόνια. Της Θείας Λειτουργίας προεξήρχε ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος με ενέργειες του οποίου κατέστη δυνατή αυτή η μοναδική για τον Ελληνισμό δυνατότητα.

Πηγή: cnn.gr

Facebook
Twitter
WhatsApp
Email