Ο Αρμένιος Κάρεν Μελιξιτιάν από το Βαναντζόρ, με μητέρα ποντιακής καταγωγής, ήρθε στην Ελλάδα το 1991 σε ηλικία 23 χρονών. Δίχως χαρτιά, πήγε απευθείας στον Άγιο Νικόλαο Κρήτης να δουλέψει ως σερβιτόρος. Τρία χρόνια αργότερα, ως Έλληνας υπήκοος πλέον, εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αλεξανδρούπολη, όπου υπήρχε μια ζωντανή αρμένικη κοινότητα. Μάλιστα, η πόλη έχει και τη δική της αρμένικη εκκλησία, τον Ιερό Ναό του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, η οποία θεμελιώθηκε το 1875 από τους πρώτους Αρμένιους που ήρθαν από το Μους. Συνέχιζε να εργάζεται ως σερβιτόρος, πεταγόταν και κάποιες σεζόν στον Άγιο Νικόλαο, όπου το μεροκάματο ήταν μεγαλύτερο.
Χρόνο με τον χρόνο, μάζευε εμπειρία και χρήματα. Ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε. Το 2006 αποφασίζει να ανοίξει το δικό του μαγαζί. Να μεταφέρει τις παιδικές του γευστικές μνήμες από την Αρμενία σε ένα παραδοσιακό ψητοπωλείο. Το όνομά του, «Χόβολη». Εκείνο το μαγαζί, το πρώτο, στο κέντρο της Αλεξανδρούπολης, στον πεζόδρομο της Μιαούλη, ήταν πολύ μικρό. Ίσα-ίσα χωρούσαν τέσσερις-πέντε παρέες. Το θυμάμαι ακόμη. Ήταν ένα φιλόξενο κουτουκάκι με φλοκάτες και πολύχρωμα χαλάκια, ο Κάρεν πάλευε μέσα στην κουζίνα κι έξω. Όλοι έδειχναν υπομονή, απολάμβαναν το χειροποίητο της κατάστασης – δίχως φτιασίδια και το φαγητό και ο χώρος. Εκεί, γύρω στο 2011, γνώρισα αυτόν τον καλόκαρδο και χαμογελαστό Αρμένιο, που και λεφτά να μην είχες, σε φίλευε το κατιτίς και του τα έδινες την επόμενη φορά.
Ήξερε από δυσκολίες ο Κάρεν, μέσα σε αυτές μεγάλωσε. Και τις αντιμετώπιζε στα ίσια, χωρίς να τον ρίχνουν. Έτσι συνέβη όταν αναγκάστηκε να μετακομίσει το καλοκαίρι του 2018. Έψαχνε-έψαχνε χώρο ώσπου βρήκε ένα μαγαζί στην παραλία της Αλεξανδρούπολης, όπου λειτουργεί μέχρι σήμερα. Καμία σχέση το ένα μέρος με το άλλο. Το νέο ψητοπωλείο είναι σχεδόν πενταπλάσιο σε χωρητικότητα, έχει μια μεγάλη τζαμαρία από όπου βλέπεις έξω, και φυσικά διαθέτει εξωτερικά τραπέζια. Το καλοκαίρι, που έρχεται το γλυκό αεράκι από τη θάλασσα, κάθεσαι το σούρουπο και απολαμβάνεις το γεύμα σου λες και είσαι στην εξοχή. Τον χειμώνα, ζεσταίνεσαι μέσα με την κρεατόσουπά του.
Το χοροβάτς
Μπορεί ο χώρος να έχει αλλάξει, ωστόσο ο Κάρεν κράτησε την αυθεντικότητα και στην εσωτερική διακόσμηση, και κυρίως, στα πιάτα του. Φημισμένο και πεντανόστιμο είναι το χοροβάτς, που στη μητρική του γλώσσα σημαίνει «ψητό». Μοιάζει πολύ με το ελληνικό σουβλάκι, καθώς αποτελείται από ζουμερά κομμάτια κρέατος περασμένα σε μια σούβλα. Ο ίδιος φτιάχνει το χοροβάτς του σε τέσσερις διαφορετικές εκδοχές, με χοιρινό, με αρνί, με μοσχάρι και με κοτόπουλο. «Δεν έχω αποκλειστικούς προμηθευτές. Κάθε μέρα βγαίνω για κυνήγι», μου λέει γελώντας, και συνεχίζει: «Αλλού πηγαίνω για κοτόπουλο, αλλού για μοσχάρι και αρνί. Φροντίζω όσο μπορώ τα κρέατα να είναι ντόπια ή από την ευρύτερη περιοχή»
Εκτός από το πιο αντιπροσωπευτικό πιάτο της αρμένικης γαστρονομίας, ο κατάλογός του περιλαμβάνει πολλές συνταγές της πατρίδας του. Ντολμάδες με κρέας, είτε με λάχανο είτε με αμπελόφυλλο, πχάλι παντζάρι, με καρύδια, σκόρδο και κόλιανδρο, και μια πεντανόστιμη τυροσαλάτα, τη λεγόμενη «μοτάλ». «Είναι τριλογία τυριών με εστραγκόν και καυτερή πιπεριά. Σε αυτή δεν βρήκα εστραγκόν και έβαλα θυμάρι», διευκρινίζει. Κιμπάρης όπως πάντα, μας τράταρε μια ποικιλία χειροποίητων αλοιφών, ανάμεσα τους και μια «αληθινή» μελιτζανοσαλάτα με ταχίνι και γιαούρτι, τραγανιστά τηγανητά κολοκυθάκια, φέτα ψητή σε αλουμινόχαρτο και διάφορα κρεατικά. Το λαβάς, το μαλακό, επίπεδο δικό τους ψωμί, συνόδευε τις αλοιφές και τα κρεατικά.
Ο μεγάλος χώρος του έδωσε τη δυνατότητα να έχει ένα μικρό ωριμαντήριο κρεάτων, όπου κυρίως βρίσκουμε μοσχαρίσιες μπριζόλες, και μια απρόσμενα καλή κάβα με ελληνικές ετικέτες. Ανάμεσα τους, κάποια κρασιά από την πατρίδα του και μια αρμένικη μπίρα. Αυτό που μας έκλεψε την καρδιά ήταν το απόσταγμα βερίκοκου που μας έδωσε στο τέλος. Πριν φύγουμε, τον ρωτάω τι πελατεία έχει τώρα 17 χρόνια μετά το πρώτο του άνοιγμα. «Οι Έλληνες από την Αλεξανδρούπολη και τις γύρω περιοχές είναι οι θαμώνες μας, μας στήριξαν από την πρώτη ημέρα. Σιγά-σιγά, αυξήθηκαν πολύ οι Τούρκοι, και τελευταία έχουμε πελάτες από Ρουμανία και Βουλγαρία. Ο τουρισμός στην πόλη έχει ανέβει κατακόρυφα, το ίδιο όμως και οι τιμές των πρώτων υλών», καταλήγει. Κι αυτή η εύθραυστη ισορροπία, που από τη μία έχει περισσότερη δουλειά, από την άλλη βλέπει όλα τα κόστη να αυξάνονται, τον αγχώνει. Υπάρχουν στιγμές που αναπολεί το πρώτο του μαγαζάκι, όπως εμείς αναπολούμε όταν δε είμαστε στα μέρη του το χοροβάτς του και το καλοσυνάτο του χαμόγελο.
Πηγή: gastronomos.gr