Παρασκευή 26 Απριλίου 2024

Τα ξεχωριστά Χριστούγεννα

Ένα παραμύθι της Αποστολίας Σαββαλάκη

Είναι παραμονή Χριστουγέννων και το σπίτι μοσχοβολάει από τα κουλουράκια που ψήνονται στο φούρνο. Ο Κοντορεβιθούλης μας – έτσι τον φωνάζει χαϊδευτικά η μαμά του, γιατί αφήνει ψίχουλα παντού – δε φαίνεται και πολύ χαρούμενος.

-Τι Χριστούγεννα θα κάνουμε; Εμένα δε μου αρέσουν αυτά τα Χριστούγεννα, χωρίς φίλους, χωρίς τα ξαδέρφια μου, χωρίς τον παππού και τη γιαγιά, χωρίς βόλτες…

-Φέτος είναι διαφορετικά, και θα είναι όλα ξεχωριστά. Θα περάσουμε ωραία, θα δεις! είπε η μαμά.

Ο μικρούλης μας δοκιμάζει ένα κουλουράκι. Είναι πεντανόστιμα! «Αν φάω κι άλλο, η μαμά θα πει ότι δεν κάνει τόση ζάχαρη» σκέφτεται, και βάζει κρυφά δυο κουλουράκια στη τσέπη του.

-Εγώ πάω στο δωμάτιό μου να παίξω.

Δεν έχει όμως διάθεση για παιχνίδια. Ακουμπάει τους αγκώνες του στο περβάζι και στερεώνει το κεφαλάκι του ανάμεσα στα χέρια του. Έξω είναι όλα παγωμένα. Μια παγωμένη παραμονή Χριστουγέννων και ούτε μια φωνούλα από παιδικά κάλαντα δεν ακούγεται πουθενά.

-Μαμά, εγώ θα βγω λίγο έξω, βαρέθηκα εδώ μέσα, φωνάζει. Φοράει το χοντρό μπουφάν και ανοίγει την πόρτα. Περίεργο! Δε θα του φωνάξει η μαμά; Δε θα του πει: «Πού πας; Δεν επιτρέπεται να κυκλοφορούμε! Εξάλλου είσαι μικρός για να βγεις μόνος σου έξω!».

Έξω δεν κυκλοφορεί ούτε ψυχή. Ο Κοντορεβιθούλης μας, παίρνει το δρόμο για το κοντινό πάρκο. «Μα μήπως πήρα λάθος δρόμο;» αναρωτιέται «δε θυμάμαι να περνούσα μέσα από τόσα δέντρα για να φτάσω στο πάρκο». Άδικα έψαχνε το γνωστό του πάρκο. Βρισκόταν μέσα σε ένα δάσος. «Πω πω! τι ψηλά δέντρα! Δεν ήξερα πως το σπίτι μας ήταν τόσο κοντά σε ένα δάσος. Θα πρέπει να βάλω ένα σημάδι για να μπορέσω να βρω το δρόμο της επιστροφής» σκέφτηκε. Κοίταξε γύρω του. «Τι σημάδι να βάλω; Όλα τα δέντρα μοιάζουν μεταξύ τους». Κρύωνε κι έβαλε τα χεράκια του στη τσέπη του για να τα ζεστάνει. Είχε πάρει μαζί του και τα κουλουράκια της μαμάς.
«Α! ναι! Αυτό είναι! Θα αφήνω τα ψίχουλα πίσω μου, κι έτσι θα βρω το δρόμο! Ευτυχώς που το σκέφτηκα!»

Αφού έλυσε το πρόβλημά του, προχώρησε ήσυχος πια μέσα στο δάσος. Σε κάθε βήμα άκουγε τον ήχο από τα ξερά φύλλα και μύριζε τις ευωδιές των δέντρων. Δεν πρόσεξε πως με τα ψιχουλάκια που έριχνε, τα πουλάκια του δάσους έκαναν πάρτι πίσω του!

Σε λίγο είχε φτάσει στο ξέφωτο του δάσους. Τέτοια ομορφιά δεν είχε ξαναδεί. Άκουσε ένα ρυάκι να κυλά εκεί κοντά κι έτρεξε να πιεί λίγο νεράκι. Έβαλε τα χέρια του στο νερό. Ήταν τόσο κρύο! Μπρρ! Πάγωσε! «Εντάξει! Είναι ώρα να επιστρέψω, σκέφτηκε. Είναι Χειμώνας και θα νυχτώσει γρήγορα». Κοίταξε γύρω του για να βρει τα σημάδια που άφηνε. Άδικα έψαχνε. «Δεν μπορεί… κάπου εδώ θα είναι». Δεν ήταν όμως, πουθενά, και ο ουρανός είχε ήδη αλλάξει χρώμα. Το σκοτάδι έπεφτε. Απογοητευμένος ο Κοντορεβιθούλης μας, κάθισε σε μια πέτρα, και χωρίς να το θέλει, τον πήραν τα κλάματα.

Ένα σπουργιτάκι τον άκουσε να λέει: «Μα που χάθηκαν τα ψιχουλάκια μου; Τώρα πώς θα βρω το δρόμο;». Ένιωσε ντροπή, γιατί ήταν κι αυτό υπεύθυνο, που είχαν εξαφανιστεί τα ψίχουλα από το μονοπάτι. Αμέσως πέταξε να βρει τα άλλα πουλιά.

-Ελάτε γρήγορα! τιτίβισε. Το αγόρι κλαίει. Έχασε το δρόμο του, και είμαστε εμείς υπεύθυνοι γι’ αυτό.

Τα πουλιά μαζεύτηκαν αμέσως.

-Πάμε τουλάχιστον να του κάνουμε παρέα. Δεν μπορούμε να τον αφήσουμε μόνο του, κελάηδησε ένα κότσυφας.

Μαζεύτηκαν όλα γύρω του και το καθένα άρχισε το δικό του μοναδικό κελάηδισμα. Το αγόρι μας σταμάτησε να κλαίει. Τέτοια μελωδία, δεν είχε ξανακούσει! Σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε γύρω του. Σε κάθε κλαδάκι είχε σταθεί κι ένα πουλάκι. Τρυγόνια, κοτσύφια, αηδόνια, σπουργίτια… κι ένα δρυοκολάπτης που κρατούσε το ρυθμό, χτυπώντας το ράμφος του στο δέντρο.

«Είναι σαν να ακούω τους αγγέλους που κατέβηκαν απ’ τον ουρανό τη νύχτα των Χριστουγέννων»! σκέφτηκε το αγόρι.

Δυο μικρά σκιουράκια κατέβηκαν από τη φωλιά τους και χώθηκαν στην αγκαλιά του αγοριού. Το αγόρι τα χάιδεψε και ζέστανε τα παγωμένα του χέρια.

-Σας ευχαριστώ, είπε το αγόρι. Τώρα καταλαβαίνω τη ζεστασιά που έδωσαν τα ζώα στο μικρό Χριστούλη εκείνο το παγωμένο βράδυ.

Τα αστέρια είχαν βγει στον ουρανό. Μπλέχτηκαν ανάμεσα στα κλαδιά των δέντρων, έτσι που κάθε δέντρο, έμοιαζε να έχει χιλιάδες χρυσά φωτάκια να το στολίζουν.

«Είναι τα πιο όμορφα χριστουγεννιάτικα δέντρα, που έχω δει ποτέ μου! Ναι! Είναι τα πιο ξεχωριστά Χριστούγεννα της ζωής μου! Είμαι τόσο χαρούμενος!»

Σήκωσε το βλέμμα του ψηλά στον ουρανό. Θέλησε να πει «Ευχαριστώ Χριστούλη μου» και τότε είδε ένα αστέρι να πέφτει.

-Κάνε γρήγορα μια ευχή, του κελαηδούσαν τα πουλάκια, αλλά το αγόρι άκουγε μόνο το τιτίβισμα χωρίς να καταλαβαίνει τη γλώσσα τους. Έτσι τα πουλιά έκαναν εκείνα μια ευχή στο αστέρι: «Δείξε του το δρόμο», ευχήθηκαν όλα μαζί!

Το αγόρι είχε ακούσει κι εκείνο πως όταν πέφτει ένα αστέρι πρέπει να κάνεις μια ευχή κι έτσι ευχήθηκε: «Κάνε να ζήσουν όλοι φέτος τα πιο ξεχωριστά Χριστούγεννα της ζωής τους».

Το αστέρι χάθηκε. Μα απ’ την ουρά του άφησε να πέσει πολλή αστερόσκονη, τόση που φωτίστηκε ολόκληρο το δάσος.

-Είδα και το φως του αστεριού απόψε! Τι άλλο να ζητήσω! είπε ενθουσιασμένο το αγόρι.

Η αστερόσκονη σχημάτισε ένα μονοπάτι. Σίγουρα η ευχή των πουλιών έπιασε.

Ο Κοντορεβιθούλης μας πήρε το δρόμο της επιστροφής. Τα σκιουράκια
σκαρφάλωσαν στους ώμους του. Ένιωθε τα ποδαράκια τους να του χτυπούν ελαφρά την πλάτη.

-Τι κάνεις μικρούλη μου; Σε πήρε ο ύπνος μπροστά στο παράθυρο; Για να δω… μα εσύ γέμισες τον κόσμο με ψίχουλα. Περίμενε να τα μαζέψω.

-Μη! Δεν είναι ψίχουλα! Αστερόσκονη είναι! Μην τη μαζέψεις!

-Ναι, ναι αστερόσκονη, Κοντορεβιθούλη μου, είπε η μαμά γελώντας.

-Ελάτε να σας πω, πώς βρέθηκε η αστερόσκονη στο δωμάτιό μου, είπε ο μικρούλης στους γονείς του.

Έλεγε και ξανάλεγε την περιπέτειά του στο δάσος. Έλεγε για τη συμφωνία των πουλιών, για τη ζεστασιά των σκίουρων, για τα στολισμένα δέντρα, για το φωτεινό αστέρι που έπεσε…

-Όνειρο είδες, του έλεγε η μαμά.

-Όνειρο είδες, του έλεγε ο μπαμπάς.

Δεν είχε νόημα να τους εξηγεί πως δεν ήταν όνειρο. Έτσι κι αλλιώς, οι μεγάλοι επιμένουν πάντα, πως έχουν δίκιο. Εκείνος όμως ήξερε, πως όλα όσα έζησε, ήταν αληθινά. Άλλωστε το μαρτυρούσε η αστερόσκονη, που ήταν παντού στο σπίτι του. Ακόμα και στα πρόσωπα του μπαμπά και της μαμάς. Ίσως και η δική του ευχή να έβγαινε αληθινή τελικά…

Facebook
Twitter
WhatsApp
Email

◉ Διαβάστε ακόμη